Κατοχικά
γεγονότα
[Ο
βομβαρδισμός της Λαμίας το 1941]
(Του Ευθύμιου Ν. Χριστόπουλου, εκπαιδευτικού-δημοσιογράφου)
(Προσωπικά
βιώματα)
Από νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης
Πέμπτης 17 Απριλίου 1941 εμείς οι
μικροί, μαζεύοντας λουλούδια στη γειτονιά, προσπαθούσαμε να ετοιμάσουμε στους
«σταυρούς» μας, να ξεκινήσουμε την επόμενη το πρωί να τραγουδάμε το «σήμερα
μαύρος ουρανός».
Εκεί που γυρνούσαμε, προς το τέλος της Μάρκου Μπότσαρη στη διασταύρωση της με την Καρπενησίου, ακούσαμε τον τελάλη της Λαμίας να καλεί τους Λαμιώτες
μακριά από τη Λαμία το αυριανό πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής, γιατί γερμανικά αεροπλάνα θα τη βομβάρδιζαν.
Λύπη, νευρικότητα και απογοήτευση που μας κυριάρχησαν από αυτή την είδηση, μας έκαναν να ξεχάσουμε τα λουλούδια και να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Εκεί βρήκαμε τη μάνα και τη γιαγιά να είναι αναστατωμένες.
Κλειστήκαμε στο σπίτι και περιμέναμε να
έρθει ο πατέρας από τη δουλειά. Είχε γανώσει δύο μεγάλα
καζάνια για το μαγειρείο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου που στεγαζόταν
τότε στο καινούριο κτίριο που είχε κατασκευαστεί στο λόφο του «Γολγοθά» όπως τον έλεγαν, το λόφο που στεκόταν
σα φρουρός στη νότια είσοδο της Λαμίας κάτω απ' το σιδηροδρομικό σταθμό. Είχε πάει τα καζάνια, μα ο αξιωματικός που είχε τα χρήματα απουσίαζε και άκουσε να του λένε να πάει αύριο το πρωί. Γύρισε στο σπίτι και άρχισαν να συζητάνε που θα πηγαίναμε την άλλη μέρα, τι θα παίρναμε μαζί μας, πως
και από που θα πηγαίναμε.
Αποφασίστηκε να πηγαίναμε στην Υπάτη που ήταν το χωριό της μάνας μας και της γιαγιάς, όπου υπήρχαν
πολλοί συγγενείς, και είχαμε πού να μείνουμε.
Από βραδίς είδα τη μάνα να κοσκινίζει αλεύρι για να μπορούσε να το ζύμωνε πρωί - πρωί και να το πήγαινε στο φούρνο του μπάρμπα - Χρίστου του Τρούμπουλα, που
ήταν κοντά στη διασταύρωση της οδού Αθηνών και της σιδηροδρομικής γραμμής.
Τη νύχτα δε θυμάμαι πότε και πόσο κοιμήθηκα γιατί οι σκέψεις ήταν πολλές.
Νωρίς το πρωί κατάλαβα ότι η μάνα μας έλειπε. «Ζύμωσε» σκέφτηκα και σηκώθηκα. Ο πατέρας με είδε
και μου είπε να ετοιμαστώ και να τον ακολουθήσω. Θα πηγαίναμε μαζί μέχρι το Νοσοκομείο να πάρει τα χρήματα.
Το σπίτι που μέναμε ήταν πλάι στη γωνία των οδών Νικηφόρου Ουρανού και Μάρκου Μπότσαρη. Κάτω στην άλλη γωνία δυτικά ήταν το καφενεδάκι των «σιδηροδρομικών», όπως το έλεγαν, του Χαράλαμπου Λαγού και
απέναντί του ανατολικά, ήταν το ξενοδοχείο Ύπνου και καλοκαιρινό κέντρο το «Ακταίον» που ήταν από τα καλύτερα κάντρα διασκεδάσεως των Λαμιωτών η νότια αυλή του. Μια σκάλα στο δρόμο τα χώριζε τα δυο τους, που κατέβαινε κάτω στο σταθμό.
Κατεβήκαμε τη σκάλα, διασχίσαμε κάθετα τις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού και περάσαμε
απέναντι στο Νοσοκομείο που σήμερα στεγάζεται το Κέντρο
Παιδικής Μέριμνας (Ορφανοτροφείο Αρρένων).
Δεν
το κρύβω, ότι αν και ήμουν ο μικρότερος
από τα δύο παιδιά του, από την πρώτη Δημοτικού ακόμα με είχε επιλέξει για «βοηθό» του και πάντοτε με έπαιρνε κοντά
του, ή στο μαγαζί, ή όπου αλλού πήγαινε, μόνιμος συνοδός
του. Καθίσαμε εκεί και περιμέναμε. Κόσμος να κυκλοφορεί
δεν υπήρχε.
Μετά από μία επιθεώρηση του πατέρα μου,
κατέβηκε και ξεκινήσαμε. Η οδός Μάρκου Μπότσαρη μέχρι τη διασταύρωσή της με την Καρπενησίου ήταν έρημη. Κανένας δεν φαινόταν να κυκλοφορεί. Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση
αυτή, είδα ένα ζευγάρι να κατεβαίνει και να στρίβει αριστερά προς τα κάτω. Ήταν οι τελευταίοι που είδα. Από κει και πέρα μέχρι τη δυτική άκρη του στρατοπέδου δεν ξανασυναντήσαμε κανέναν. Τότε κατάλαβα ότι ήμασταν οι τελευταίοι
που εγκαταλείπαμε τη Λαμία, νοτιοδυτικά της.
Περνώντας τη δυτική άκρη, ακούσαμε έναν θόρυβο. Καταλάβαμε ότι προερχόταν από θόρυβο αεροπλάνου
και είδαμε ανατολικό να έρχεται πράγματι ένα αεροπλάνο
από την κατεύθυνση του σιδηροδρομικού Σταθμού. Σταθήκαμε για
λίγο.
Το είδαμε να κάνει μια βόλτα και ύστερα να γυρίζει και να αρχίζει να πολυβολεί προς το μέρος μας. Αμέσως ο πατέρας μας τράβηξε προς τα εκεί που ήταν οι σιδηροδρομικές
γραμμές,
πλάι μας. Μας πέρασε στην άλλη γραμμή από εκείνη που ερχόταν το αεροπλάνο και μας είπε να πέσουμε κάτω πλάι στις
πέτρες που είχαν για να στηρίζονται οι γραμμές. Η μάνα μου
έριξε πάνω μας μια ζακέτα της να μας γλυτώσει από τις σφαίρες!...
Το αεροπλάνο πέρασε πολυβολώντας και τράβηξε νότια. Ο πατέρας μου, βλέποντας ένα γεφυράκι που ήταν εκεί για το τρένο, λίγο δυτικότερα από το σημερινό «Γαλαξία», μας φώναξε να φέξουμε και να χωθούμε κάτω απ' αυτό. Έτσι, το αεροπλάνο όταν έφτασε πάλι εκεί, δεν μας είδε και έφυγε ανατολικά.
Αφού βεβαιωθήκαμε ότι είχε χαθεί, βγήκαμε πάλι στο δρόμο για να συνεχίσουμε δυτικά.
Δεν είχαμε προχωρήσει πολύ, όταν φτάνοντας στο πρώτο τότε σπίτι με δύο πατώματα, ακούσαμε θόρυβο ποινών αεροπλάνων. Βγήκαμε απ' το δρόμο και πήγαμε στο σπίτι. Από εκεί είδαμε τον ουρανό να κατακλύζεται από αεροπλάνα πάνω από τη Λαμία.
Ώσπου να κάνουμε έτσι, βλέπουμε αεροπλάνα να ξεχωρίζουν, απ' τα
πολλά, και ένα - ένα να επιχειρούν βουτιές προς τα κάτω, να τα χάνουμε πίσω από το Λόφο του Αγίου Λουκά και μετά να ακούμε εκρήξεις. Είχαμε καταλάβει ότι ο βομβαρδισμός της Λαμίας είχε αρχίσει και συνεχιζόταν.
Μετά τη δεύτερη και τρίτη βουτιά, αρχίσαμε να βλέπουμε και καπνούς να ανεβαίνουν προς τα επάνω. Και νοτιοανατολικά του Αγίου Λουκά αρχίσαμε να βλέπουμε κάπου - κάπου και φωτιές. Καπνοί και φωτιές δημιουργούσαν μια πραγματική κόλαση που συνοδευόταν και από το θόρυβο των
αεροπλάνων.
Προσπαθούσαμε να φανταστούμε την εικόνα μέσα στη Λαμία. Αλλά το κακό δεν κράτησε και πολύ. Τα αεροπλάνα, μετά από κάποιους γύρους που έκαναν πάνω απ' τη Λαμία, σα να ήθελαν να βεβαιωθούν για το κακό που είχαν κάνει, άρχισαν να κατευθύνονται προς το ύψος του προφήτη Ηλία και με σχηματισμούς που μας θύμιζαν τις πάπιες και τις χήνες που βλέπαμε το χειμώνα να πετάνε στον ουρανό, απομακρύνθηκαν από τη Λαμία, βόρεια.
Ο πατέρας μου, αφήνοντας το καροτσάκι στο σπίτι εκείνο, παίρνοντας ότι νόμιζε πως ήταν εντελώς απαραίτητα, μας πήρε και κατεβαίνοντας προς τα κάτω στον κάμπο, αρχίσαμε να βαδίζουμε μέσα στα σπαρτά προς τη γέφυρα του Κωσταλεξίου, με έναν κρυφό φόβο και μια πνιχτή αγωνία, σε μικρά δρομάκια που χώριζαν τα όριο των χωραφιών.
Πλησιάζοντας στη γέφυρα είδαμε από μακριά έναν να μας καλεί να κάνουμε γρήγορα. Αν και δεν καταλάβαμε το γιατί, κάναμε πιο γρήγορα, παρά το ότι νιώθουμε κουρασμένοι.
Όταν φτάσαμε εκεί κοντά, είδαμε πάνω στη γέφυρα Άγγλους στρατιώτες να μας κάνουν νοήματα να βιαστούμε. Πίσω μας, στο δημόσιο δρόμο, δεν φαίνονταν, ακόμη μακριά, να έρχονται άλλοι.
Περάσαμε τη γέφυρα, στρίψαμε λίγο δεξιά και προχωρώντας αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, με την απορία του γιατί, μια μικρή ελαφρά ανηφορούλα.
Όταν φτάσαμε στην κορυφή της, ακούσαμε δύο εκρήξεις. Γυρίσαμε και κοιτάζοντας πίσω, είδαμε τη γέφυρα να πέφτει στο ποτάμι. Την είχαν ανατινάξει!!
Συνεχίσαμε την πορεία μας και κατάκοποι το βραδάκι, ανεβαίνοντας τα όμορφα καγκέλια του δρόμου, φτάσαμε στην Υπάτη, τραβώντας για το σπίτι του θείου μας Παναγιώτη Γάτου. Φτάνοντας εκεί, ακούσαμε την καμπάνα του Αγίου Γεωργίου που ήταν πιο πάνω οπό το σπίτι, να καλεί τους χριστιανούς να πάνε για τα Άγια Πάθη του Χριστού μας. Και τότε
θυμηθήκαμε ότι ήταν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου 1941!...
Ξεκουραστήκαμε για λίγο, και μετά κατευθυνθήκαμε για την εκκλησία.
Το τι είχε γίνει στη Λαμία, αργότερα το μάθαμε...
Πηγή: «Λαμιακή Φωνή», τ. 2, έτος 2011
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
1 σχόλιο:
Πραγματικά πολύτιμη μαρτυρία!
Δημοσίευση σχολίου