TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κοντά στο Μακρυκάμπι


ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΥΚΑΜΠΙ
Μια αληθινή ιστορία επί Τουρκοκρατίας
[του Ρουμελιώτη Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη]
Πηγή φωτο: actimon

Στα πανώρια βουνά της Ν.Δ. Φθιώ­τιδος ξεχωρίζει το περίφημο Μακρυκάμπι, που είχαν επισκεφθεί ο Όθων κι η Αμαλία. Κοντά του απλώνεται άλλη τοποθε­σία με λάκες ανοιχτές, σαν μεγάλες πλα­τείες, που από τον ίδιο τα λαό μας ονο­μάσθηκε «Παζαράκια», γιατί την εποχή της Τουρκοκρατίας εκεί γινόταν μικροπάζαρα και να πως. Οι Τούρκοι ανέβαιναν το καλοκαίρι από τον κάμπο της Λαμίας και τραβούσαν κατά το Λιδωρίκι έπαιρ­ναν την ποταμιά ανέβαιναν κοντά στον Πύργο (Σμόκοβο) και από κει πίσω από την πλαγιά της Κούτρας ανέβαιναν και έφθαναν στη θέση αυτή, που σήμερα λέ­γεται Παζαράκια και κει στρατοπέδευαν.
Κάποτε μάλιστα συνέβη και τούτο κατά την πορεία τους από Πύργο προς Παζα­ράκια. Απέναντι από τον Πύργο ήταν το μοναστήρι της Αγια-Σοφιάς. Από τις πολλές φορές που περνούσε το ασκέρι ο επικεφαλής είδε κάποτε το κτίσμα και ρώ­τησε με απορία, τι είναι κείνο εκεί πέρα. Όταν του είπαν ότι είναι μοναστήρι, έγινε αλλόφρων, γιατί τόλμησαν καλόγηροι ρα­γιάδες να μην παν να τον υποδεχθούν και να προσκυνήσουν και διέταξε την κατα­στροφή του.
Σήμερα διατηρείται σαν ξωκλήσι του χωριού. Σαν έφθαναν, λοιπόν στις μεγάλες αυτές λάκες στο Μακρυκάμ­πι ξεκουράζονταν για λίγες μέρες και έπει­τα συνέχιζαν την πορεία τους προς Λι­δωρίκι. Στο διάστημα όμως της εκεί παραμονής τους οι χωρικοί από τα γύρω χω­ριά δεν άφηναν ανεκμετάλλευτη την ευκαι­ρία. Φτώχεια τους μάστιζε και ήξεραν, ότι οι Τούρκοι στρατιώτες κάτι θα αγόραζαν. Γι’ αυτό γυναικούλες, γριές πάντοτε, φορτωμένες το εμπόρευμα τους που ήταν συ­νήθως λίγα αυγά ή ξυνόγαλο, καμιά τομάτα, μα κυρίως φρούτα μήλα, καρύδια, κορόμηλα, δαμάσκηνα και μαύρες μούρες, ακολουθούσαν το στρατόπεδο και γινό­ταν σε κάθε λάκα σαν παζάρι και έκτοτε πήρε την ονομασία Παζαράκια, γιατί γί­νονταν πολλά, όσες ήταν οι λάκες.
Μούρες, λοιπόν, πήρε και μια γερόν­τισσα από τον Πύργο και πήγε κοντά δυο ώρες πεζοπορία στα Παζαράκια, να τις πουλήσει στους Τούρκους, να πάρει λίγα γρόσια, που τόσο σπάνιζαν στους υπόδουλους. Πούλησε ό,τι πρόφθασε ή γερόντισσα, πήρε μερικά γρόσια και άξα­φνα παρουσιάζεται ένας τούρκος στρα­τιώτης. Αδειάζει το μπακράτσι (δοχείο) της γερόντισσας με τις μούρες μέσα σε μια χύτρα του συσιτίου, πετάει το μπακρά­τσι και προχωρεί προς τη δασωμένη πε­ριοχή να απολαύσει «τρώγοντας υπό σκιάν». Η γερόντισσα από κοντά τον ικέτευε, εκείνος την απειλούσε, ενώ άλλοι είχαν κάμει κλωτσοσκούφι το μπακράτσι ως που το ‘χασε κι αυτό από τα μάτια της η γριά μαζί με τον στρατιώτη.
Είδε κι απόειδε η γερόντισσα, αφού γρόσια δεν πήρε και το μπακράτσι της το ‘χασε, κλαίοντας, μια και δυο πάει στην πιο μεγάλη σκηνή και παρουσιάζεται στον επί κεφαλής, στον ανώτερο, στον στρατοπεδάρχη. Λέει τα παράπονα της: το και το έπαθα, αφέντη μου, από ένα στρατιώτη σας και ο στρατοπεδάρχης, θες ότι συμπόνεσε τη φτωχιά γερόντισσα, θες ότι θεώρησε προσβλητική την πράξη του στρατιώτη για το ένδοξο στράτευμα και τον περιούσιο λαό τού Αλλάχ. Θες ότι θυμήθηκε τον στρατιωτικό κανονι­σμό, άρχισε ανακρίσεις. Είπε όμως προ­καταβολικά στη γερόντισσα, αν είναι βέ­βαιη πως θ’ αναγνωρίσει το δράστη ανά­μεσα   στους   άλλους   στρατιώτες.
Σημαίνουν, λοιπόν, οι σαλπιγκτές συ­ναγερμό και συγκέντρωση, προσκλητήριο έκτακτο και διαταγή αυστηρή να μη λείψει κανείς, μηδ’ αυτοί οι ασθενείς και αναρρωνύοντες. Μπαίνουν στη γραμμή μιλιούνια οι Τουρκαλάδες, μπροστά ο διοικητής δίπλα του η γριά, σαν να ήταν επιθεωρη­τής του στρατού με αετήσιο μάτι κοίταζε κατάμουτρα και κατάματα τους στρα­τιώτες, βέβαιη ότι θ’ αναγνωρίσει τον ένοχο. Φθάνουν ύστερα από αρκετή περιπλάνηση σε κάποιον και κει, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της η γερόντισσα, έδειξε με το δάχτυλο της, κι είπε. «αυτός είναι, αφέντη μου». Τον ρωτάει ο αρχη­γός, αν αυτός πήρε τις μούρες, αρνείται ο στρατιώτης και η γριά επιμένει στου λόγου της το αληθές. Έμπλεξε ο διοικη­τής, ποιον να πιστέψει, μα έξαφνα θυμήθη­κε φαίνεται τον Ασιάτη κείνον πρίγκηπα, που σε παρόμοια περίπτωση, όταν στρατιώτης του είχε κλέψει γάλα, του τρύπη­σε την κοιλιά και χύθηκε το γάλα. Τρυπά­ει, λοιπόν, και τούτος την κοιλιά του στρατιώτη και πράγματι ξεχύθηκε ζουμί από μαύρα αχώνευτα μούρα.
Έτσι διαπιστώθηκε η ενοχή του στρα­τιώτη και γλύτωσε η ζωή της γριάς, που, αν δεν τον ανεγνώριζε, θα άφηνε το κεφά­λι της αμανάτι στα Παζαράκια για ένα μπακράτσι μούρες!

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: