TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Τα χιόνια και τα κρούσταλλα


Τα χιόνια και τα κρούσταλλα
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
 
                          «Χειμώνιασε αγάπη μου και ‘γω μακριά στα ξένα,
                          να γράψω γράμμα δε μπορώ, με ποιον να σου το στείλω
                          φουρτούνιασαν οι θάλασσες κι ασπρίσαν τ’ ακρογιάλια
                          κι οι ταχυδρόμοι χάθηκαν, απ’ τα πολλά τα χιόνια».

Η αντάρα χύμηξε απ’ τη μεγάλη λαγκαδιά και σκέπασε το μικρό χωριό, τα σπίτια και τα χαγάτια, τα δέντρα και τις αυλές, τους ανθρώπους και τις έγνοιες τους. Ένας κρύος και παγωμένος αέρας κατηφόρισε απ’ τον Έλυμπο κι έκλεισε τα παιδιά στα σπίτια κι έστειλε παντού το μαντάτο… χειμώνιασε! Το ένα μετά το άλλο άναβαν τα τζάκια, όπως μαρτυρούσαν οι καμινάδες κι άρχιζαν τα κάστανα και τα παραμύθια στα παραγώνια. Λίγες μέρες μετά την μισοσπορίτισσα, έπεσε και το πρώτο χιόνι. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν ντορό για τα μαντριά τους και τα δασκαλούδια κατηφόριζαν με τις υφαντές σάκες για το σχολείο, κρατώντας στο χέρι ένα κουτσουράκι πουρναρόρριζας για την ξυλόσομπα. Παγωμένες ανάσες, ζεστές καρδιές.
Ο χειμώνας στο χωριό ήταν βαρύς και το ‘να χιόνι περίμενε τ’ άλλο. Τα κρούσταλλα σπαθιά ξεγυμνωμένα κρέμονταν στα κεραμίδια. Τα κοτσύφια κι οι τρυποφράχτες ζύγωναν στις αυλές. Τα μαργωμένα σπουργίτια έρχονταν στο περβάζι του παραθυριού, απάγκιαζαν για λίγο κι ύστερα χάνονταν μέσα στο χιονιά. 
Σε λίγο φτάνουν τα Χριστούγεννα, η αγαπημένη μας γιορτή, που θυμίζει σε όλους πως η απλότητα και η ταπεινότητα κρύβουν το αληθινό νόημα της ζωής. Κι ερχόταν η ώρα να σφάξουμε το καλοθρεμμένο γουρούνι. Ανεξίτηλη μένει ακόμα η εικόνα που το κατάλευκο χιόνι βάφονταν με το αίμα του γουρουνιού. Η μάνα περίμενε με τα κάρβουνα και το θυμίαμα πάνω σ’ ένα κεραμίδι, για να τα ρίξει στη σφαγή κι ο πατέρας έβαζε ένα κατακίτρινο λεμόνι στο στόμα του γουρουνιού. Τα παιδιά περίμεναν ανυπόμονα να πάρουν τη «φούσκα» να τη σταχτώσουν λίγο και με ένα καλάμι να την φουσκώσουν, να την κάνουν μπάλα να παίξουν! Πέτρινα αλλά ανέμελα χρόνια.
Τις κρύες και ατελείωτες νύχτες του χειμώνα μαζεύονταν συγγενικές οικογένειες σε κάποιο σπίτι και κάνανε το νυχτέρεμα. Λίγοι μεζέδες απ’ το χριστουγεννιάτικο χοιρινό, λουκάνικα, τσιγαρίδες και πασπαλάς, καμιά πίτα, λίγο κρασί και πολλές κουβέντες δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι. Οι γυναίκες είχαν μαζί τους και το εργόχειρο, κανένα πλέξιμο ή κέντημα. Μπορεί να υπήρχε φτώχεια τότε, αλλά υπήρχε αγάπη όπως μαρτυράνε οι γιαγιάδες.
Την Πρωτοχρονιά μας φώναζε η γειτόνισσα για «σπούρνια αρνιά..». Πηγαίναμε μ’ ένα χλωρό πουρναράκι και το βάζαμε στ’ αναμμένο τζάκι και λέγαμε: «σπούρνια αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί, κλώσσα με τα πλιά κι ούλα τα καλά… και του χρόνου!». Εκείνη μας φίλευε κανένα διφραγκάκι, ένα μήλο, ένα πορτοκάλι, ξερά σύκα, καρύδια κι αμύγδαλα. Νιώθαμε τότε σπουδαίοι και στα παιδικά μας μυαλά όλα έμοιαζαν μαγικά τέτοιες μέρες.
Χαράματα πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές πήγαιναν σε μια κοντινή βρύση κι έκαναν το «τάισμα της βρύσης» κι έπαιρναν το «άκραντο» νερό, δηλαδή το αμίλητο νερό γιατί δεν βγάζανε λέξη σ’ όλη τη διαδρομή. Όταν έφταναν στη βρύση την άλειφαν με βούτυρο, τυρί ή στάρι κι έλεγαν: «Όπως τρέχει το νερό σ’ βρυσούλα μ’, να τρέχει και το βιό μ’». Έθιμα πανάρχαια που με αυτά πορεύτηκαν γενιές και γενιές. Κοιτάζοντας σήμερα κάποιες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες ξεχασμένες στο συρτάρι, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένας αγώνας ζωής των ανθρώπων που πάλεψαν για το ψωμί, για την φαμελιά και για τον τόπο τους.
Γιώργος Ζούγρος
Δάσκαλος-Λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: