Η ληστεία της Μονής Αγάθωνος
[Του
Δ. Α. Μηνογιάννη]
Στις γραφικές βορειοδυτικές βουνοπλαγιές της υπερήφανης Οίτης και σε μια τοποθεσία πραγματικά μαγευτική και σε υψόμετρο εννιακόσια μέτρα, βρίσκεται το Μοναστήρι του Αγάθωνα ή Αγάθυνης, όπως το λένε οι ντόπιοι. Ο δημοσιογράφος Β. Τσιμπιδάρας, σ’ ένα παλιό του δημοσίευμα, το ονομάζει η Φανερωμένη της Ρούμελης απ’ τα πολλά θαύματα που έχει
κάνει η Παναγία.
Τιμάται εις το όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το Μοναστήρι έχει χτιστεί γύρω στο
1400 μ.Χ. όπως μας βεβαιώνουν οι ιστορικοί, από ένα λευΐτη μοναχό που ονομάζονταν Αγαθών, το Μοναστήρι πήρε το όνομα
του Αγάθωνα.
Θρησκευτικό ρίγος πιάνει τον προσκυνητή μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία. Μέσα στην εκκλησία υπάρχουν τέσσερα παρεκκλήσια.
α) Του Αγίου Χαραλάμπους
β) Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
γ) Της μεταμορφώσεως του Σωτήρος και
δ) Των Αγίων Αποστόλων.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όλη η περιοχή του Μοναστηριού έχει εξωραϊσθεί απ’ τον αείμνηστο πια δραστήριο και φιλοπρόοδο ηγούμενο του Μοναστηριού, Γερμανό Δημάκο.
Η θέα απ’ το Μοναστήρι είναι πανοραματική. Μια σπάνια γραφικότητα μαγεύει το βλέμμα του προσκυνητή
σ’ ολόκληρη την πεδιάδα του Σπερχειού ποταμού, απ’ τον Τυμφρηστό (Βελούχι) ως τον Μαλιακό κόλπο που τη διαρρέει ο Διιπετής Σπερχειός ποταμός. Ο επισκέπτης όταν φθάσει στο Μοναστήρι, χωρίς να το θέλει μεταρσιώνεται η ψυχή του απ’ το μεγαλείο της φύσεως.
Κατά την Επανάστασιν του 1821 οι 35
καλόγεροι του Μοναστηριού ξεσηκώθηκαν, άρπαξαν τ’ άρματα και ακολούθησαν τους αρματολούς της Υπάτης Κοντογιανναίους. Έλαβαν μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Μόνον τρεις καλόγεροι επέζησαν μετά την Επανάστασιν για να συνεχίσουν την παράδοση του Μοναστηριού.
Η ΛΗΣΤΕΙΑ
Μάης 1921. Εποχή παρακμής της ληστοκρατίας. Ωστόσο είχαν μείνει κατάλοιπα ληστών που λυμαίνονταν τη Δυτική Φθιώτιδα. Ήταν ο Γεωργαλής
Αποστόλης που ήταν ο αρχηγός απ’ τη Νέα Γιαννιτσού της Δυτικής Φθιώτιδας, ο Γιάννης Μασόλας απ' το Ροβολιόρι της Δυτικής Φθιώτιδας, ο Ανδρέας Μπαρούσης απ’ την Ρεντίνα
Καρδίτσας και ο Ηλίας Σολόπουλος απ’ την Καστανιά της Υπάτης. Με αρχηγό τον Γεωργαλή πήραν απόφαση να ληστέψουν το Μοναστήρι, για οδηγό τους είχαν τον Ηλία Σολόπουλο, τη νύχτα της 10ης Μαΐου 1921, άγνωστο πώς είχαν κατορθώσει να μπουν μέσ’ τη μάνδρα του Μοναστηριού, διότι η σιδηρόπορτα έκλεινε πολύ νωρίς.
Ο υπηρέτης του Μοναστηριού, μόλις κατάλαβε τους ληστές κρυφά ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του κωδωνοστασίου. Οι λησταί ανέβηκαν στα επάνω κελιά των καλογήρων και πήγαν κατ’ ευθείαν και χτύπησαν την πόρτα στο κελί που έμεινε ο ιερομόναχος Ιερεμίας, διότι αυτός κράταγε τα κλειδιά της Εκκλησίας και του χρηματοκιβωτίου. Ο Ιερεμίας κρατώντας ένα λαδοφάναρο αναμμένο, άνοιξε την πόρτα του κελιού και ξαφνικά βλέπει τους ληστές. Οι ληστές του ζήτησαν να τους παραδώσει τα κλειδιά, χωρίς καμιά αντίρρηση.
Ο Ιερεμίας έβγαλε τα κλειδιά και τα παρέδωσε. Την στιγμή εκείνη γνώρισε τον Ηλία Σολόπουλο και του είπε: «Και συ Ηλία εδώ»;
Οι λησταί τον κατέσφαξαν. Δεν τον πυροβόλησαν για να μην ακουστεί ο κρότος και μετά λεηλάτησαν το Μοναστήρι από αφιερώματα και χρήματα. Όλα αυτά τα παρακολουθούσε ο Μήτσος Αδάμος, που όπως είπαμε, είχε κρυφτεί στο πιο ψηλότερο μέρος του κωδωνοστασίου.
Η μοναχή Βασιλική Κρανιά που κατάγονταν απ’ την Υπάτη, μας διηγούνταν ότι τις νύχτες πολλές φορές έβλεπε κάτω απ’ το κελί του Ιερεμία
ένα χέρι να κρατάει ένα αναμμένο φανάρι. Λέγανε πως το βλέπανε κι άλλοι μοναχοί.
Η Θεία πρόνοια όμως, δεν άφησε
ατιμώρητους τους ληστές. Την άλλη
χρονιά 1922, οι ληστές αυτοί είχαν οργανώσει μια μεγάλη ληστεία που θα
γινόταν στη Θεσσαλία. Ο λήσταρχος
Γεωργαλής αρρώστησε ξαφνικά και δεν πήγε στη Θεσσαλία στο λημέρι που βρισκόταν στην Μπίρλια μεταξύ Υπάτης και Σπερχειάδος, κράτησε τον έμπιστόν του Ηλίαν Σολόπουλον.
Τα μεσάωυχτα λέει στον Σολόπουλο: «Ηλία, πήγαινε στην Υπάτη να φέρεις τον γιατρό Γιωτόπουλο να με εξετάσει». Ο Γεωργαλής ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα με θώρακα στην πλάτη. Ήταν συνήθεια των ληστών να κοιμούνται μπρούμυτα για δυο λόγους: Πρώτον το περίστροφο των το έβαζαν κάτω απ’ το μαξιλάρι για να το έχουν πρόχειρο σε περίπτωση αιφνιδιασμού και δεύτερον, όταν κοιμάται κανείς μπρούμυτα, ακούει και τον πιο παραμικρό θόρυβο.
Ο Σολόπουλος, μόλις ανέβηκε καβάλα στ’ άλογο, σημαδεύει μέσ’ το σκοτάδι και πυροβολεί τον Γεωργαλή. Η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Αμέσως ο Σολόπουλος κατεβαίνει απ’ το άλογο, κόβει το κεφάλι του Γεωργαλή, το βάζει σ’ ένα σακκούλι και κατ’ ευθείαν έφιππος τρέχει στην Αστυνομία της Υπάτης να παραδώσει το κεφάλι του αρχηγού του, για να πάρει αμνηστεία και αμοιβή.
Το Γεωργαλή τον έθαψαν έξω απ’ το νεκροταφείο Λαμίας, την Ξηριώτισσα. Κατά την ώραν της ταφής, ο νεκροθάφτης βρήκε μέσα στις κάλτσες του
4.000 δρχ. Τις παρέδωσε στην διοικητή Χωροφυλακής Λαμίας.
Όταν ο Μπαρούσης έμαθε την δολοφονία του Γεωργαλή, έστειλε γράμμα στον Σολόπουλο που του έγραφε: «Σολόπουλε όπου βρεις τρύπα από σκατό να πας να τρυπώσεις, θα σε σκοτώσω όπου κι αν πας». Η φοβέρα του Μπαρούση δεν πραγματοποιήθηκε. Την ίδια χρονιά τον Μπαρούση τον σκότωσαν στις Μεξιάτες μέσα σ’ ένα
σπίτι.
Ο
Σολόπουλος
εγκαταστάθηκε στην Υπάτη.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 12, Μάρτιος-Απρίλιος 1991
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου