TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Η προίκα και ο ξεσηκωμός στη Δυτική Φθιώτιδα

Η προίκα

και ο ξεσηκωμός στη Δυτική Φθιώτιδα 

                         του Λεωνίδα Ιωάννου Καρφή Αντιστράτηγου ε.α.

Aπόκομμα Εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΗ

     Έννοια και σκοπός της προίκας

       Προίκα ήταν «όλα τα κινητά και ακίνητα  περιουσιακά στοιχεία, τα οποία έδινε η οικογένεια της νύφης ή και  η  ίδια η νύφη στο γαμπρό, κατά το γάμο» (Μπαμπινιώτης).  Κατά τον Αστικό Κώδικα προίκα ήταν «η υπό της γυναικός  ή άλλου χάριν αυτής  παρεχομένη εις τον άνδρα περιουσία προς ανακούφισιν των βαρών του γάμου».

        Ο  Όμηρος αναφέρει την προίκα, ως «το κατά τους  γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ ή φερνή» (lidell-Scott).  

       Η προίκα στην ηρωική εποχή

         Η προίκα ήταν θεσμός πανάρχαιος, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι και την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα. Κατά την «Ηρωική Εποχή»,12ος αιώνας π. Χ., προίκα ήταν  τα δώρα (χρυσάφι, βόδια, πρόβατα, κτήματα, σκλάβες), τα οποία  προσέφερε ο  γαμπρός  στον πατέρα της νύφης.

       Με την προσφορά των δώρων ο γαμπρός απέδειχνε, ότι ανδρώθηκε και είχε όλες τις εγγυήσεις, να δημιουργήσει οικογένεια και να θρέψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

         Την  Εποχή των Ηρώων, που ίσχυε ο θεσμός της «Διάκρισης των Αρρένων Τέκνων», για να θεωρηθεί ένα άρρεν παιδί  ότι ανδρώθηκε, έπρεπε  να διακριθεί ως Άνδρας η Ήρωας.

         Οι κυριότεροι τρόποι, δείγματα επινοητικότητας και  δύναμης,  για την  διάκριση και ανάδειξη των αρρένων παιδιών, ως Ανδρών ή Ηρώων, ήταν:

         Το Κυνήγι, το Άθλημα, η Γεωργία, η Κτηνοτροφία,  η Τέχνη, η Ανδρεία.

       Μετά τη διάκρισή τους, τα άρρενα παιδιά μπορούσαν να λάβουν μέρος  στην δημόσια ζωή, να αποκτήσουν περιουσία, να  νυμφευθούν, να δημιουργήσουν οικογένεια και να  πολεμήσουν. Άνδρες ή Ήρωες ήταν οι Ηρακλείδες, οι Αργοναύτες, οι πολεμιστές  του Τρωικού πολέμου, κ. α.

        Έτσι,  την εποχή αυτή τα άρρενα παιδιά μπορούσαν να αποκτήσουν  περιουσιακά στοιχεία και  να προσφέρουν  δώρα στον πατέρα  της νύφης, ως απόδειξη, της άνδρωσης, της ανδρείας και της προκοπής τους.

       Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος αναφέρει, ότι στον Τυνδάρεο, βασιλιά της Σπάρτης, οι γαμπροί, οι οποίοι  προσήλθαν  να  γυρέψουν σε γάμο  την κόρη του Ελένη, του υποσχέθηκαν  πολλά και πολύτιμα δώρα:

«Xρυσάφι, Aγγεία και Σκεύη, Σκλάβες, Βόδια, Πρόβατα, Κτήματα».

       Ο Τυνδάρεο  επέλεξε, μεταξύ των πολλών υποψηφίων μνηστήρων,  για σύζυγο της Ελένης,  τον Μενέλαο, o οποίος είχε διακριθεί ως  Ήρωας και είχε υποσχεθεί  να προσφέρει τα περισσότερα δώρα. 

      Η προίκα στην κλασσική και μετέπειτα εποχές

       Η πρόοδος, υλική και πνευματική, η οποία άρχισε να διαφαίνεται,  από το τέλος της αρχαϊκής  εποχής και να ακμάζει στις κοινωνίες της κλασσικής εποχής, ανέτρεψε τις διακρίσεις άνδρωσης  των αρρένων τέκνων και ανέδειξε στις πόλεις-κράτη, ως διακεκριμένα  πρόσωπα,  τους Επιστήμονες, τους Τεχνίτες, τους Βιοτέχνες και τους Εμπόρους.

         Οι κοινωνικές αλλαγές κατέστησαν ως επαχθείς πολλούς από  τους παλιούς  θεσμούς και ανέδειξαν, ως αναγκαία,  την νομοθετική καθιέρωση καινούριων  οικογενειακών θεσμών.

       Ο  νομοθέτης Σόλων, τον 6ο αιώνα π. Χ., με την «Σεισάχθεια»,  ανέτρεψε  την έννοια και τους όρους της Προίκας και όρισε, ότι «η γυναίκα η οποία παντρεύεται  δεν παίρνει τίποτα άλλο μαζί της, παρά μόνο τρία φορέματα και μερικά οικιακά σκεύη».

        Έτσι, κατάργησε το θεσμό των πλουσίων δώρων των αρρένων τέκνων στους γάμους, ως ιδιαίτερα επαχθή, καθώς προκαλούσε τον ανταγωνισμό  στην εύρεση συζύγου και λειτουργούσε και ως μηχανισμός  μεταβίβασης και συγκέντρωσης περιουσίας και πλούτου, στις πλούσιες  οικογένειες.   

       Κατά την  κλασσική εποχή (χρυσός αιώνας), η προίκα περιελάμβανε  «Ρουχισμό, Στολίδια οικιακά,  Σκεύη, Έπιπλα και Χρήματα», τα οποία  προσφέρονταν  από τον πατέρα της νύφης προς τον γαμπρό,  με  σκοπό την ανακούφιση των βαρών του γάμου.

         Δεν είχαν την έννοια των δώρων, αλλά την εκπλήρωση υποχρέωσης, για συμμετοχή  και συνεισφορά  της νύφης και της οικογένειάς της, στην αντιμετώπιση των βαρών  της  καινούριας οικογένειας.

       Ο νέος χαρακτήρας της προίκας διατηρήθηκε έκτοτε, με τους Κώδικες (Ιουστινιάνειο, Eκλογή Νόμων, Εξάβιβλο Αρμενοπούλου, Aστικό), σε όλες τις εποχές (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Τουρκοκρατία, Νεώτερη), μέχρι και τον περασμένο αιώνα και ήταν το άγος όλων των οικογενειών, οι οποίες είχαν κορίτσια.

        Παντρειά, χωρίς την καταβολή προίκας και μάλιστα προκαταβολικά,  σπανίως συνέβαινε. Από την πτωχότερη, μέχρι και την πλουσιότερη οικογένεια,  η προίκα της κόρης ήταν το κυριότερο μέλημά της. 

        Οι οικογένειες εστερούντο τα πάντα, για να εξασφαλίσουν την  προίκα της κόρης τους, καθώς η κοινωνία θεωρούσε, ότι «Νύφη άπροικος παρρησίαν ουκ έχει» (Νύφη χωρίς προίκα δεν έχει ελευθερία λόγου).

         Τα αγόρια αναγκάζονταν να μην παντρεύονται, αν δεν εξασφάλιζαν την προίκα της αδελφής τους ή αν προηγούμενα δεν πάντρευαν την αδελφή τους.

         Πολλές ήταν  και οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες  τα αγόρια επαντρεύοντο, με σκοπό να δώσουν την προίκα της συζύγου τους, ως προίκα της αδελφής τους. 

      «Ο ξεσηκωμός των Κοινοταρχών Δυτικής Φθιώτιδας»

       Ο θεσμός της προίκας έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις κατά τον  περασμένο αιώνα, κατά τον οποίο οι πόλεμοι (Βαλκανικοί, Μικράς Ασίας, Κατοχής και ο  Εμφύλιος), προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη χώρα και επέφεραν μεγάλη δυστυχία  και πολλές στερήσεις στις οικογένειες.

      Οι οικογένειες δεν μπορούσαν  να  εξασφαλίσουν την προίκα των κοριτσιών τους, οι απαιτήσεις των γαμπρών, ακόμα και των ανάξιων, για προίκα ήταν και παράλογες και πιεστικές και το φαινόμενο έγινε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά το 1950, όταν άρχισε και η αστικοποίηση της κοινωνικής, επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

       Το 1955, οι Κοινοτάρχες 17 χωριών  της  Δυτικής Φθιώτιδας, αποφάσισαν, συνέταξαν, υπέγραψαν και απέστειλαν, στην Βασίλισσα Φρειδερίκη ένα Υπόμνημα,  με το οποίο την «ικέτευαν,  να αναλάβει πρωτοβουλίες,  για την κατάργησιν της προικός,  θραύουσα ούτω τα δεσμά, των αλυσοδεμένων εκ ταύτης οικογενειών και μεταδίδουσα την χαράν, την ευτυχίαν και την ελπίδα εις αυτάς».

         Το Υπόμνημα  προκάλεσε το ενδιαφέρον του Τύπου και η Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΗ» έστειλε στην Δυτική Φθιώτιδα δύο Δημοσιογράφους της, τον Π. Καμβύση και τον K. Τριανταφυλλίδη, για  να αναδείξουν την διαμαρτυρία.      

       Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΗ», πρωτοπόροι της διαμαρτυρίας  για την κατάργηση του θεσμού της προίκας ήταν, ένας αγρότης από τη Λευκάδα, ο Κοινοτάρχης Αγίου Γεωργίου Κώστας Κίτσιος και  οι 17 Κοινοτάρχες των χωριών της Δυτικής Φθιώτιδας, μεταξύ των οποίων και ο Κοινοτάρχης του Δικάστρου Παναγιώτης Χαμπέρης, οι οποίοι και συμπαραστάθηκαν.

       Το δημοσίευμα αναφέρει, ότι  αφορμή   της  διαμαρτυρίας  υπήρξε το εξής περιστατικό:  Ένας αγρότης από τη Λευκάδα, πατέρας τριών κοριτσιών (δεν αναφέρεται το όνομά του),  παρουσιάστηκε στον Κοινοτάρχη Αγίου Γεωργίου Κώστα Κίτσιο και του είπε, απογοητευμένος,  τα εξής:

       «Άκου Κώστα.  Ήρθε κάποιος για το κορίτσι μου και μου ζητάει προίκα και δεν έχω να του δώσω. Και από πάνω είναι και ξεβράκωτος, δεν αξίζει να του την δώσω. Και η κόρη μου είπε, πατέρα δεν με σκοτώνεις καλύτερα από το να πάρω αυτόν για άντρα μου; Τι να κάνω Κώστα μου»,

       Στον αγωνιώντα, για την τύχη του κοριτσιού του πατέρα-αγρότη, ο Κοινοτάρχης Κώστας Κίτσος, είπε,  αυστηρά, αυταρχικά και ρητά,  «πρέπει να τον διώξεις», οπότε και έλαβε  από τον αγρότη την  αποστομωτική απάντηση, «Μια κουβέντα είναι αυτή, Κώστα….». 

       Το  περιστατικό  και οι  κουβέντες του αγρότη συγκλόνισαν τον δραστήριο  Κοινοτάρχη Κώστα Κίτσο και τον οδήγησαν στο να πρωταγωνιστήσει, να στείλει  Υπόμνημα,  προς τη Βασίλισσα  και να ζητήσει, από κοινού με τους άλλους 17 Κοινοτάρχες της Δυτικής Φθιώτιδας, την απαλλαγή των οικογενειών από το δυσβάσταχτο βάρος της προίκας (Αφήγηση Γραμματέα Κοινότητας Δικάστρου Ιωάννου Καρφή).

       Η έξαρση και η κατάργηση της προίκας

        Η διαμαρτυρία των Κοινοταρχών, παρά τις δημοσιογραφικές διαστάσεις που έλαβε, δεν είχε άμεσα αποτελέσματα. Η προίκα εξακολούθησε να αποτελεί θεσμό και μάλιστα με οξύτερη μορφή, καθώς οι γαμπροί άρχισαν, να ζητούν πλέον ως προίκα, όχι  ακίνητα    (χωράφια ή σπίτια), αλλά χρήματα ή  λίρες χρυσές Αγγλίας.

         Πολλά  κορίτσια,  άξιες νοικοκυρές, οι οποίες δεν είχαν προίκα, δεν είχαν χρήματα ή  λίρες, έμεναν στο περιθώριο της ζωής, ως γεροντοκόρες, απελπισμένες και απογοητευμένες  και  πέθαναν από μαρασμό.

        Mετα από ετών διαβουλεύσεις και συζητήσεις, ψηφίστηκε ο Νόμος 1329/1983, ο οποίος ορίζει,  ότι:

       *  «Οι γονείς δεν  υποχρεούνται να δίνουν προίκα στα κορίτσια, αλλά να παρέχουν στα παιδιά τους -αγόρια και κορίτσια- όλα τα απαραίτητα εφόδια για το νέο ξεκίνημα στο γάμο τους»,

       * «Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας»  και

       *  «Η συνεισφορά  γίνεται με προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους», στα πλαίσια της ισότητας, κοινωνικής και επαγγελματικής, των  δύο φύλων».

         Με την νομοθετική κατάργηση του θεσμού της Προίκας και την χειραφέτηση της γυναίκας (ισότητα των φύλων), ανέτειλε, για τις  οικογένειες και τα παιδιά  τους, ένα   αισιόδοξο  μέλλον, καθώς τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια) μπορούν, ισόνομα, ισότιμα και ισάξια, να εκπληρώσουν τα όνειρά τους, να εργαστούν, να αποκτήσουν  περιουσία, να παντρευτούν, «ελευθέρα βουλήσει και επιλογή» και «να συνεισφέρουν από κοινού, το  καθένα, ανάλογα με τα προσωπικά του εισοδήματα, στην αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών». 

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: