ΘΕΡΙΣΜΟΣ
[Τζίτζικας ελάλησε; Πάρτε τα δρεπάνια σας]
του Τάκη Ευθυμίου
Ο θερισμός είναι η γραφικότερη αγροτική εργασία. Στο χωριό μας, όπως και σε όλη τη χώρα, άρχιζε το μήνα Ιούνιο, το θεριστή, όπως τον λέγανε. Όταν έφτανε η ώρα του θερισμού, άντρες γυναίκες, μικροί και μεγάλοι φορώντας ψάθινα καπέλα και πολύχρωμες μαντίλες, ξεχύνονταν, άλλοι πεζοί και άλλοι καβάλα στα ζώα, προς τα χωράφια, όπου τα στάχυα κυμάτιζαν σα χρυσαφένια θάλασσα. Όλο το χωριό μας ξεσηκωνόταν από τα άγρια χαράματα. Έτσι έμοιαζε σαν να ‘χε πόλεμο. Γι' αυτό λέγανε την παροιμία: «θέρος - τρύγος - πόλεμος».
Με τα δρεπάνια στα χέρια, το γλυκοχάραμα έφταναν στον προορισμό τους. Ασπρόκαμπος, Στρουμνού, Μπλόλιθος, Μάτεση, Μανώλες, Λιβάδια, Βίγλα, Κυρίτσια, Βαένι, Κεφάλας και τόσες άλλες τοποθεσίες ζωντάνευαν από την οχλαλοή των θεριστάδων. Εκεί, ευθύς ξεπέζευαν και έμπαιναν σε παράταξη. Το μέρος του χωραφιού, που έπιαναν μπροστά τους για να θερίσουν, λεγόταν όργος.
Ο θεριστής θέριζε με το πατροπαράδοτο δρεπάνι και έδενε τα θερισμένα στάχυα με το ίδιο το σιτάρι μάτσα-μάτσα, όσο έπιαναν τα δυο του χέρια. Γι' αυτό τα μάτσα αυτά λέγονταν χερόβολα. Επτά έως οχτώ χερόβολα δένονταν μαζί και έκαναν τα λιμάρια. Με τρία λιμάρια μαζί γίνονταν τα δεμάτια που δένονταν με τα δεματ'κά, δηλαδή μουσκεμένες καλαμιές σιταριού. Οι θεριστάδες υπέφεραν πολύ, διότι ο θερισμός με τα δρεπάνια ήταν δουλειά σκληρή μέσα στο λιοπύρι όλη τη μέρα, από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση του. θέριζαν ασταμάτητα. Μόνο μια μικρή διακοπή έκαναν το μεσημέρι, να ξεκουραστούν για λίγο κάτω από τον ίσκιο κάποιου πλατύφυλλου δέντρου. Κι αν δεν υπήρχε δημιουργούσαν ίσκιο με τα δεμάτια. Εκεί ξεδιψούσαν με νερό κι έτρωγαν το σκορδοστούμπι. Αυτό ήταν φαγητό που έφτιαχναν οι γεωργοί επί τόπου την ημέρα του θερισμού από σκόρδα, λάδι, ξύδι, νερό και ψίχα ψωμιού. Ήταν τόσο καυτερό, ώστε αισθάνονταν το κάψιμο πιο δυνατό κι από τον ήλιο και έτσι ενεργούσε ευεργετικά, σαν ομοιοπαθητικό φάρμακο.
Οι καλοί οι θεριστάδες διακρίνονταν από τα μεγάλα χερόβολα που έφτιαχναν και από τη γρηγοροσύνη που θέριζαν τον όργο τους. Ύστερα από το θερισμό συγκέντρωναν τα δεμάτια σε σωρούς. Επακολουθούσε ο κουβάλος, δηλαδή η μεταφορά των σιτηρών στα πλησιέστερα αλώνια. Φόρτωναν τα άλογα ή τα γαϊδούρια ανά τέσσερα ή τρία δεμάτια. Το κουβάλημα των σιτηρών ήταν αρκετά δύσκολη δουλειά και απαιτούσε πείρα και δεξιοτεχνία στο φόρτωμα. Τα δεμάτια έπρεπε να φορτώνονταν με προσοχή και να είναι καλά ζυγισμένα πάνω στο ζώο, γιατί διαφορετικά γλιστρούσαν οι καλαμιές και κινδύνευε να γκρεμιστεί το φορτίο στα ανώμαλα περάσματα και στα χαντάκια. Όταν έφταναν στ' αλώνι, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι από το περπάτημα και τη ζέστη, έπιναν νερό να δροσιστούν, ξεκουράζονταν για λίγο και άρχιζαν το θημώνιασμα των δεματιών. Όταν ολοκληρωνόταν ο κουβάλος, ακολουθούσε ο παραδοσιακός αλωνισμός.
Αργότερα, όταν εμφανίστηκαν οι αλωνιστικές μηχανές (πατόζες), κουβαλούσαν και θημώνιαζαν τα σιτηρά στο Καβρόρεμα και στο Κουτσομύλι, όπου και γινόταν ο μηχανοκίνητος, πλέον, αλωνισμός. Η καλλιέργεια του σιταριού γινόταν στα άνυδρα χωράφια. Στα ποτιστικά και κυρίως σ' αυτά του Νεοχωρακίου καλλιεργούσαν τα ξακουστά κηπευτικά. Εξάλλου, τότε, οι βροχοπτώσεις ήταν συχνές και ευδοκιμούσαν άνετα και τα άνυδρα. Ο Ασπρόκαμπος ήταν ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας. Το τέλος του θερισμού οι γεωργοί το γιόρταζαν με τσίπουρο,τραγούδι και χορό.
Η ώρα της συγκομιδής ήταν ευλογημένη ώρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου