Τα αίτια της ληστείας στην επαρχία Φθιώτιδας
από ιδρύσεως του Νεοελληνικού Κράτους (1833) ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα(1881)
του Θωμά Καλοδήμου,
φιλολόγου-συγγραφέα-επ. Σχολ. Συμβούλου
Το φαινόμενο της ληστείας στη Φθιώτιδα δεν είναι κατιτί το απομονωμένο και ανεξάρτητο από το γενικό φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Για το λόγο αυτό θα εξετάσουμε το φοβερό αυτό φαινόμενο γενικότερα, που επέφερε πολλές υλικές και ηθικές καταστροφές στην Ελλάδα, κομμάτι της οποίας είναι και η επαρχία της Φθιώτιδας. Στην πορεία της μελέτης μας έμμεσα, πολλές φορές, αναφερθήκαμε στα αίτια της ληστείας, τώρα όμως θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κύρια αίτια της γένεσης αλλά και της διαιώνισης της ληστείας.
Η κύρια αιτία που δημιουργήθηκε το ληστρικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν η διάλυση των άτακτων στρατευμάτων πρώτα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και κατόπιν από την Αντιβασιλεία και η οργάνωση των ταγμάτων. Όσοι αγωνιστές της Ελευθερίας έμειναν έξω από την οργάνωση των ταγμάτων, είτε επειδή αποκλείστηκαν είτε γιατί αρνήθηκαν να καταταγούν, πήραν το δρόμο της φυγής και της αποστασίας και επέστρεψαν πάλι στα παλιά τους κλέφτικα λημέρια τόσο στο Τουρκικό όσο και στο Ελληνικό, στρεφόμενοι εναντίον της εξουσίας του Ελληνικού Κράτους. Όμως παράλληλα προς το βασικό αυτό αίτιο υπήρχαν και άλλα αίτια και παράγοντες που συντέλεσαν στην έξαρση και στη γιγάντωση της ληστείας από την οποία κινδύνευσε και η ίδια η υπόσταση του νεοσύστατου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτος τους 36 μέρες, μας διασώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέγει:
«Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα (...) απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς η επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι μεγάλοι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον τον ένα Βασιλιά, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπόρεση να πλήρωση ποτέ.
Και όμως σεις κάθεσθε ως καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, ημείς καταδιώχθημεν ως άγρια θηρία και τα μεταβατικά αποσπάσματα έφαγον τα πρόβατα μας, κατέστρεψαν τα σπίτια μας, ατίμασαν τας αδελφάς μας και μας έφεραν εις την ανάγκην να γένωμεν λησταί και να τρέχωμεν εις τα βουνά, για να γλυτώσωμεν από την λαιμητόμον και να απεθάνωμεν ως άνδρες: δεν μας λέγεις δια ποίον λόγον οι καπελάδες οι πολιτικοί δεν καταδιώκονται, μήπως τάχα τους αμνήστευσεν εκείνους κανείς;... Εις τας επαρχίας έγιναν πολλά κακά από τους τρανούς και όμως κανείς δεν τους κυνηγάει, πολλοί δε από αυτούς είναι Βουλευταί αι φυλακαί και η λαιμητόμος είναι μόνον δια τους φτωχούς και τους μικρούς, δια τούτο και ημείς όσον καιρό ζήσομεν, έχομεν σκοπόν να τους κυνηγούμεν τους πολιτικούς».
Στα λόγια του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη έρχονται να προστεθούν και οι παρατηρήσεις του Π. Κορωναίου, του αρχηγού των καταδιωτικών αποσπασμάτων στη Δυτική Στερεά, το 1869:
«Είπον και επαναλαμβάνω (...) ότι εις χείρας της εξουσίας κείται η εμπέδωσις της πλήρους τάξεως εάν Θέλη και ηξεύρη να κάμη χρήσιν των εις τας χείρας της μέσων (...) τουτέστιν η διοίκησις να μην φατριάζη, τα δικαστήρια να ανήκωσιν εις την δικαιοσύνην και μόνον, τα όργανα της εκτελέσεως να είναι επιτήδεια και το δυνατόν τέλεια (...), η δικαιοσύνη αντί να απονέμη το δίκαιον, απονέμει την αδικίαν και την ανισότητα, διότι όλα τα βάρη εμπίπτουν εις την τελευταίαν τάξιν του λαού και διότι η δεσπόζουσα φατρία πιέζει παντοιοτρόπως την άλλην. Ως και τα εγκλήματα τα υπ' αυτών πραττόμενα, αποδίδει εις την άλλην. Ο ισχυρός της ημέρας όλα τα διαπράττει ατιμωρητί, ο δε ανίσχυρος όλον αναγκάζεται να υπομένη.
Η απληστία αυτή ωθεί τους κατοίκους εις το τελευταίον άκρον το της αυτοδικίας και της εκδικήσεως κατά της κοινωνίας, ήτις τοσούτον αδικεί... Η αδυναμία της εξουσίας παρέχει νέα αίτια εις την αύξησιν του κακού. Κακοποιημένοι τινές και μη ευρίσκοντες υπεράσπισιν και ικανοποίησιν υπό της εξουσίας δια της ενεργείας, τον Νόμον (...) καταφεύγουν εις την αυτοδικίαν και ούτω, κακοποιούντες και ούτοι και φοβούμενοι τας συνεπείας επιδίδονται εις τον ληστρικόν βίον... Η ατιμωρησία κατέστησε, δυνάμεθα να είπωμεν, τους πλείστους ληστάς».
Η εφημερίδα «Αιών» σε κύριο άρθρο της κάνοντας λόγο για τα αίτια της ληστείας, γράφει:
«Λέγομεν ότι η ληστεία από το 1833 έχει διπλήν την γέννησιν, το Σύστημα και τα Μεθόρια. Εις το σύστημα περιέχονται, και στρατός, και στρατολογικός νόμος και δημοτικός νόμος και χωροφυλακή και Οροφυλακή και αμνηστεύσεις και χάριτες και οδηγοί και διανομή εθνικής γης και έλλειψις σύμπνοιας και τα τοιαύτα εις τα μεθόρια περιλαμβάνονται και Ευρώπη και Τουρκία και αποτυχίαι...
Ως προς το σύστημα (...) εάν δεν διελύετο ο εθνικός στρατός θα έπληθε τότε η Ελλάς από των ληστών; Εάν δ' οι κάτοικοι διετέλουν ευχαρίστως εις την πολιτικήν γραμμήν των Αντιβασιλέων, ηδύνατο ποτέ να διατηρηθή επί πολύ η ληστεία;... Αιτία της ληστείας είναι η μεθόριος που χρειάζεται δέκα έως δέκα πέντε χιλιάδες στρατόν, δια να φρουρηθή λόγω της ακαταλλήλου χαράξεώς της».
Ο αξιωματικός Δ. Κ. Αντωνόπουλος, που διετέλεσε αρχηγός του Επιτελείου της Ανατολικής Ελλάδας κατά το 1867, πρότεινε το εξής σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, το οποίο εφαρμοζόμενο στη Φθιώτιδα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο και για τις άλλες παραμεθόριες επαρχίες:Να καταληφθή η παραμεθόρια γραμμή από περισσότερο στρατό, που θα κατανέμεται σε στρατωνίσκους και θα απέχουν μεταξύ τους μία ώρα περίπου και θα επανδρώνεται ο καθένας από 60 άντρες. Από τη δύναμη των 60 αντρών του κάθε στρατωνίσκου το 1/6 θα περιπολεί και θα ενεδρεύει αριστερά και το άλλο 1/6 δεξιά του γειτονικού στρατωνίσκου θα περιπολεί και θα ενεδρεύει και ούτω καθ' εξής. Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο διασταυρωνόμενοι οι περίπολοι και οι ενέδρες θα σχηματισθεί μία αλυσίδα, ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα αποθαρρύνει τους ληστές και δε θα εισέρχονται στο Ελληνικό, αλλά και θα ενθαρρύνει τους κατοίκους να καταδιώκουν οι ίδιοι τους ληστές.
Προτείνει επίσης να σχηματισθεί μια δεύτερη γραμμή ανάσχεσης της ληστείας στο ύψος της Βαρυμπώπης (Μακρακώμης), Λαμίας και Γαρδικίου (Πελασγίας), η οποία θα αποτελείται από 20 σταθμούς και 24 τουλάχιστο άντρες ο κάθε σταθμός, που θα περιπολούν και θα ενεδρεύουν και θα προστρέχουν μόλις ακούσουν τουφεκισμούς ή έχουν πληροφορίες για ληστές. Τέλος προτείνει και τρίτη γραμμή ανάσχεσης (αφού βέβαια καλυφθούν οι διαβάσεις του Σπερχειού) στο ύψος της Υπάτης, Αγά (Σπερχειάδας) και Μαυρίλου με 20 σταθμούς και 15 έως 20 άντρες ο κάθε σταθμός. Τα τάγματα θα εδρεύουν στην Υπάτη, στη Λαμία και στη Στυλίδα.
Και καταλήγοντας ο έμπειρος αξιωματικός, γράφει:
«Δια της ειρημένης διατάξεως και ενεργείας της υπηρεσίας πιστεύω εντός βραχέος διαστήματος να εξαλειφθή η στυγερά αύτη μάστιξ της ληστείας εκ της ωραίας επαρχίας της Φθιώτιδος, εάν επί κεφαλής των ουλαμών και των αποσπασμάτων διορισθώσιν άνδρες μη φειδόμενοι κόπων δια τε τας περιπολίας και ενέδρας».
Το σοφό αυτό σχέδιο για την απαλλαγή των παραμεθορίων περιοχών δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, κατά τη γνώμη μας, διότι συνεπαγόταν πολλές στρατιωτικές δυνάμεις με μεγάλες δαπάνες που αδυνατούσε να επωμιστεί το Κράτος. Και έτσι το κακό συνεχίστηκε έως το 1881.
Στη συνείδηση του λαού ο ληστής θεωρείται ήρωας και η ληστεία ηρωική πράξη. «Η δόξα του αρχαίου κλεφτού "του προμάχου της πατρίδος" αντανακλάται αμυδρός και επί του σημερινού κοινού ληστού, δια τούτο δε και μόνης υφαρπάζεται από του θανάτου», γράφει το 1877 ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Κάρολος Τάκερμαν. Εξάλλου από τον παλιό κλέφτη των προεπαναστατικών χρόνων ο ληστής πήρε ένα μεγάλο μέρος από την ιεραρχία, τους νόμους, τον τρόπο ζωής, τα πολεμικά διδάγματα, τις παραδόσεις και τα έθιμα του. Έτσι ο Έλληνας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον παλιό από το νέο κλέφτη - ληστή, αν και υπάρχει μια βασικότατη διαφορά μεταξύ τους, διότι ο κλέφτης ο προεπαναστατικός μάχεται για την ελευθερία, ενώ ο μετεπαναστατικός κλέφτης μάχεται εναντίον της κοινωνικής αδικίας.
«Το ληστεύειν εθεωρήθη ηρωισμός και μέσον παραγωγής έντιμον» και γι' αυτό η στάση του λαού απέναντι στους ληστές ήταν αμφιθυμική, φόβος και τρόμος για τις κακουργίες που διέπρατταν αλλά και θαυμασμός για την προκλητική τους στάση απέναντι στην εξουσία. Η αμφιθυμική αυτή στάση έγερνε περισσότερο προς το θαυμασμό και βρήκε την έκφραση της στα ληστρικά τραγούδια που συνέθεσε ο ανώνυμος λαός, για να εξυμνήσει τα κατορθώματα, τα παθήματα και το θάνατο των ληστών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο λαός που θεωρεί τους ληστές επιγόνους των κλεφτών, δεν τους αποκαλεί ληστές αλλά κλέφτες.
Πώς όμως εξηγείται ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές, ενώ διέπρατταν φοβερά εγκλήματα; Πέρα από το κοινό μίσος που ένιωθαν οι ληστές και ο λαός προς την εξουσία, ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ληστές στην Ελλάδα είχαν και ορισμένες «ηθικές αρχές», έναν κώδικα συμπεριφοράς και δικαιοσύνης απαράβατο, αποτελούμενο από τέσσερα άρθρα:
1. Να κυνηγούν και να σκοτώνουν όλους εκείνους που τους κατατρέχουν και επιδιώκουν την εξόντωση τους.
2. Να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά αυτών που τους προδίδουν στην εξουσία και να τους αφήνουν να ζουν σημειωμένοι, για να τους βλέπει ο κόσμος και να αποφεύγει την προδοσία.
3. Να παίρνουν χρήματα από όσους έχουν, για να ζουν αυτοί και να βοηθούν και κανέναν φτωχό.
4. Να σκλαβώνουν τους μεγάλους και τους πλουσίους και να ζητούν εξαγορά, και αν δεν τη λάβουν να αποκεφαλίζουν αυτούς και να στέλνουν τα κεφάλια τους στους συγγενείς τους.
Αυτή την «ηθική ανωτερότητα» των Ελλήνων ληστών επιβεβαιώνει και εκφράζει και ο Κάρολος Τάκερμαν, γράφοντας: «Οι περιηγηταί όσοι υπέκυψαν εις τοιούτου είδους περιπέτειας (αιχμαλωσίας) ομολογούσι την απέριττον αγαθότητα, αν μη τον σεβασμόν, ην επεδείξατο αυτοίς οι Έλληνες λησταί καθ' όλη αυτήν την αιχμαλωσίαν. Ως προς τούτο και ως προς τινά άλλα ο Έλλην ληστής δέον να μη τίθεται εις την αυτήν κατηγορίαν μετά των εις την Νότιον Ιταλίαν, Σικελίαν, Ισπανίαν και Ονγγαρίαν ληστών».
Οι ληστές παρ’ όλη την τραχύτητα και την αγριότητα που τους χαρακτήριζε είχαν και μερικές κοινωνικές ευαισθησίες, που εκδηλώνονται με την ενίσχυση ορφανών, την προικοδότηση ορφανών κοριτσιών, το χτίσιμο εκκλησιών, την ανακαίνιση μοναστηριών, τη βάφτιση παιδιών κ.ά.
Μετά την παρένθεση που ανοίξαμε, είναι καιρός να επανέλθουμε πάλι στα αίτια της ληστείας. Ο τρόπος της στράτευσης που γινόταν με το σύστημα της κλήρωσης των στρατευσίμων από τους καταλόγους που κατάρτιζαν οι Δήμαρχοι και οι νοθείες που γίνονταν κατά την κλήρωση μεταξύ των υποψηφίων στρατιωτών και οι σχετικές μεροληψίες οδήγησαν μερικούς στη ληστεία για να αποφύγουν τη στράτευση.
Ακόμα οικογενειακές διαμάχες, ανθρωποκτονίες, προερχόμενες από διαμάχες ή και από μέθη, αποφυγή φυλάκισης εξαιτίας της διάπραξης κάποιου εγκλήματος, η δίψα για την απόκτηση «χρυσίου» και η επιθυμία για την απόκτηση περιουσίας είναι μερικές από τις αιτίες που έκαναν κάποιους, ακόμα και φιλήσυχους, να βγουν στο κλαρί και να κηρύξουν πόλεμο κατά της εξουσίας.
Τέλος η καταφυγή των διωκομένων ληστών από το Ελληνικό στο Τουρκικό και η υπόθαλψη τους από τους δερβεναγάδες της ελληνοτουρκικής παραμεθορίου, η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά των ληστών από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις και όχι η λήψη κοινωνικών και οικονομικών μέτρων που θα περιόριζαν τη ληστεία και ακόμα οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία, τα αλυτρωτικά κινήματα των υποδούλων Ελλήνων, η σύγκρουση ενός παραδοσιακού κόσμου με το εθνικό ελληνικό Κράτος, το οποίο αλλοίωνε τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές και η στήριξη και η τροφοδοσία που έβρισκαν οι ληστές από τους διάφορους βλαχοποιμένες που μετακινούνταν από τους κάμπους στα βουνά και τανάπαλιν, όλα αυτά, συμπληρώνουν τον κατάλογο των αιτιών που οδηγούσαν πολύ κόσμο στη ληστεία.
Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας, πέρα από τα παραπόνου αίτια που αναφέραμε για την ύπαρξη και διαιώνιση της ληστείας υπήρχαν και ειδικότερα αίτια που ανατροφοδοτούσαν το πρόβλημα της ληστείας στην περιοχή αυτή, που χαρακτηριζόταν ως η εστία της ληστείας. Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν ήταν απλώς μία από τις παραμεθόριες επαρχίες, αλλά η επαρχία που είχε εκτεταμένα σύνορα μεταξύ των δύο επικρατειών, που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο στο χωριό Μιντσέλα (Αμαλιάπουλη) και έφταναν ως του Ζαχαράκη, μια απόσταση πάνω από 150 χιλιόμετρα, και ήταν δύσκολη η φρούρηση των συνόρων λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους της που απαιτούνταν πολλές χιλιάδες στρατιωτών, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρή τότε Ελλάδα. Σχετικά γράφει ο Παύλος Καλλιγάς: «Πολλά συνετέλεσαν ώστε η επαρχία της Φθιώτιδος να μαστίζηται σταθερώς υπό της ληστείας, προπάντων όμως το δυσφύλακτον των ορίων, τα οποία δεν εστηρίχθησαν εις υψηλά και δύσβατα όρη».
Και δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη και η ορεινή δασώδης οροθετική γραμμή της Φθιώτιδας που δυσκόλευαν την καταπολέμηση της ληστείας, ήταν και το ληστρικό καθεστώς που επικρατούσε στην παραμεθόριο. Οι ληστές που κινούνταν κατά μήκος της τουρκικής μεθορίου εισέρχονταν στο Ελληνικό και διέπρατταν διάφορες ληστοπραξίες. Καταδιωκόμενοι από τα ελληνικά μεταβατικά αποσπάσματα κατέφυγαν στο Τουρκικό, όπου στην κυριολεξία είχαν το άσυλο τους. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες όχι μόνο δεν τους καταδίωκαν, αλλά αντίθετα τους περιέθαλπαν και, πολλές φορές, τους κατέτασσαν στα στρατιωτικά τους σώματα, διαμοιράζοντας τη ληστρική τους λεία μεταξύ τους.
Λόγω των ληστρικών επιδρομών η επαρχία της Φθιώτιδας ήταν πάντοτε σχεδόν ανάστατη, υποφέροντας τόσο από τους ληστές όσο και από τη συμπεριφορά των μεταβατικών αποσπασμάτων, που κατατυραννούσαν και ζημίωναν τους κατοίκους με τα καταλύματα και την τροφοδοσία τους. Η εφημερίδα «Αιών», παίρνοντας αφορμή από τα θλιβερά γεγονότα της Γλύφας το 1852, γράφει: «Από το 1844, ότε το σύστημα διαφθοράς διέπει την τύχην της Ελλάδος η Φθιώτις υπήρξεν το θέατρον των τρομερωτέρων παρανομιών της εξουσίας και των ωμότερων πράξεων των ληστών...».
Ύστερα από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τα αίτια που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στη ληστεία με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα της. Σαν πρωταρχικό αίτιο θεωρούμε τον ακούσιο ή εκούσιο αποκλεισμό των αγωνιστών του 1821 από το σχηματισμό του τακτικού στρατού με τη δημιουργία των ταγμάτων πρώτα από τον Ι. Καποδίστρια το 1830 και κατόπιν από την Αντιβασιλεία το 1833. Όσοι αποκλείστηκαν, πήραν το δρόμο για τα γνωστά τους κλέφτικα λημέρια και άρχισαν τις ληστείες, για να επιβιώσουν. Στην έξαρση και στη διαιώνιση του ληστρικού φαινομένου που καταδυνάστευε τη χώρα, έρχονται, με την πάροδο του χρόνου, να προστεθούν και άλλα δευτερογενή αίτια:
Η ακαταλληλότητα και η αδυναμία φρούρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων λόγω της βατότητας και της δασώδους οροθετικής γραμμής, που απαιτούσε πολλές στρατιωτικές δυνάμεις (10.000 με 15.000 άντρες), τις οποίες αδυνατούσε να διαθέσει το μικρό και νεοσύστατο ελληνικό Κράτος.
Η αδυναμία φρούρησης της μεθορίου από την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο και την έξοδο των ληστοσυμμοριών από το Τουρκικό στο Ελληνικό και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ληστεία.
Κατά την είσοδο ή την έξοδο των ληστοσυμμοριών στις δύο γειτονικές Επικράτειες οι ληστές υποθάλπονταν τόσο στο Τουρκικό από τους Τουρκαλβανούς ή Τούρκους δερβεναγάδες, είτε με την ανοχή της τουρκικής Κυβέρνησης για να εξασθενίζει την Ελλάδα, είτε με την προστασία των δερβεναγάδων με τους οποίους διαμοίραζαν οι διάφορες λυστοσυμμορίες τα λάφυρα τους, όσο όμως και στο Ελληνικό όχι μόνο από τους βλαχοποιμένες και τους κατοίκους της υπαίθρου που εξαναγκάζονταν να τους υποθάλπουν, αλλά και από τους «τρανούς» που τους προστάτευαν δια ίδιο όφελος και για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους.
Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία και τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των αλυτρώτων αδελφών μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία εξέτρεψαν τη ληστεία, γιατί πολλοί ληστές λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά αυτά κινήματα έπαιρναν χάρη και αμνηστεύονταν για την προσφορά τους.
Η μη εφαρμογή των νόμων και η μεροληπτική εφαρμογή τους υπέρ των ισχυρών και η αυστηρότητα τους έναντι των φτωχών και των αδυνάτων, οδηγούσε πολλούς στο κλαρί και στη διεκδίκηση του δίκιου του: από τους ίδιους και όχι από τη δικαιοσύνη.
Οι ληστές, κατά κανόνα, τιμωρούσαν και ζητούσαν λύτρα από του; πλούσιους, τους δανειστές και τους καταπιεστές του λαού, δηλαδή από τους έχοντες, και όχι από το φτωχό λαό. Τιμωρούσαν φτωχούς ανθρώπους μόνον σε περιπτώσεις αντεκδίκησης και προδοσίας. Έτσι η εικόνα του ληστή εξιδανικεύεται στη συνείδηση του λαού και ο ληστής ηρωοποιείται και αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τα ζωηρά και ανήσυχο; άτομα.
Ο ληστής λοιπόν έχει κάτι από την αίγλη των κλεφτών του 1821 και ο λαός τους θαυμάζει και τους εξυμνεί με τα ληστρικά τραγούδια, που έχουν την ίδια τεχνοτροπία και την ίδια μουσική απόδοση με τους άμεσους προγόνους τους τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη δόξα ζήλεψαν πολλοί ληστές και αρχιληστές και πήραν το δρόμο του ληστρικού βίου.
Στη συνείδηση του λαού οι ληστές δεν ήταν μόνο ήρωες αλλά και. κατά κάποιο τρόπο, και κοινωνικοί συμπαραστάτες- ενίσχυαν ορφανοί, προικοδοτούσαν φτωχά κορίτσια, έχτιζαν εκκλησίες και ανακαίνιζαν μοναστήρια, πράξεις που εξευγένιζαν τις ληστοπραξίες και τα εγκλήματα τους και τύγχαναν της επιδοκιμασίας του λαού, και γι' αυτό τους απέκρυπτε, τους τροφοδοτούσε και τους φύλαγε από τα μεταβατικά αποσπάσματα.
Η αποφυγή της στράτευσης και ο τρόπος της κλήρωσης των στρατευσίμων, που γινόταν από τους Δημάρχους των Δήμων με διαδικασίες διαβλητές και προσωποληπτικές, ανάγκαζαν μερικούς να γίνουν φυγόστρατοι και στο τέλος να ζητήσουν καταφύγιο στη ληστεία.
Η δίψα για απόκτηση «χρυσίου» και περιουσίας εξαιτίας της φτώχειας που επικρατούσε τότε, ωθούσε άλλους στην αποστασία και στην καταφυγή τους στο ληστρικό βίο.
Η λήψη καταδιωκτικών και όχι κοινωνικών μέτρων, όπως η αποκατάσταση των ακτημόνων και των φτωχών με τη διανομή σ' αυτούς των εθνικών γαιών, ήταν μια άλλη σοβαρή αιτία για την παράταση της ληστεία;.
Η κακή συμπεριφορά των μεταβατικών καταδιωκτικών αποσπασμάτων προς τους κατοίκους της υπαίθρου με τους ξυλισμούς, τους βασανισμούς με ζεστό λάδι και βούτυρο στις μασχάλες τους, με τα ανέξοδο; καταλύματα τους και την τροφοδοσία τους εις βάρος των χωρικών και γενικά οι αυθαιρεσίες και οι καταπιέσεις τους προς τους κατοίκους της υπαίθρου για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τους ληστές και άλλες φορές για προσωπική τους αργυρολογία προκαλούσαν την αγανάκτηση και την οργή των κατοίκων, και κατέφυγαν στη ληστεία, στον ελεύθερο αέρα, για να εκδικηθούν την εξουσία και τους βασανιστές τους.
Τέλος το γεγονός ότι ο ληστής είναι το ηρωικό ίνδαλμα των αγροτικών μαζών και ότι η ληστεία είναι ένδειξη ηρωισμού και παλικαρισμού, σαγήνευε τη φαντασία και την ψυχή πολλών φιλόδοξων και ζωηρών νέων, που έβλεπαν να πραγματοποιείται το όνειρο τους, φορώντας τη λερωμένη φουστανέλα, τη βαριά κάπα και τα όπλα του ληστή και του λήσταρχου.
Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας εκτός από τους παραπάνω λόγους που αναφέραμε για τα αίτια της ληστείας, η Φθιώτιδα είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι όχι μόνο μια παραμεθόρια περιοχή, αλλά μια παραμεθόρια επαρχία με εκτεταμένα σύνορα που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο και έφταναν ως τις υπώρειες του Τυμφρηστού, μια οριογραμμή πάνω από 150 χιλιόμετρα με πολλά δάση και πολλές διόδους που διευκόλυναν, ανάλογα με τις περιστάσεις, να εισέρχονται και να εξέρχονται οι διάφορες ληστοσυμμορίες. Αν στη μεγάλη έκταση της οριογραμμής με τις πολλές διόδους προσθέσουμε και την ανεπάρκεια των καταδιωκτικών δυνάμεων, τότε αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η ακριτική τότε Φθιώτιδα ήταν η κατεξοχήν ληστόπληκτη επαρχία της Ελλάδας.
Πηγή: Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας του Πνευματικού Κέντρου Σταυρού (2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου