TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Ο Κατσαντώνης άρρωστος

Ο Κατσαντώνης άρρωστος
του Γιάννη Σαντάρμη
            Ο Κατσαντώνης άρρωστος μες στη σπηλιά βογγάει.
            -Δίψασα, παλικάρια μου, μου καίει η βλογιά τα σπλάχνα,
            δώστε μου μια σταλιά νερό να πιω και να δροσίσω.
            Φέρνουν με τσότρα γλήγορα νερό απ’ την κρύα βρύση,
            ο άρρωστος αναρουφά, ο Κατσαντώνης πίνει,
            μα η αφάλια τον βοσκολογά κι η θέρμη όλο τον ψένει.
            Δεξιά μεριά απ’ την κλίνη του, ζερβά μεριά απ’ το στρώμα
            ο Λεπενιώτης χλίβεται, βουρκώνεται ο Χασιώτης,
            ο Τσόγκας κάθεται βουβός, ο Τζάκας πικραμένος
            και του Φραγκίστα το μυαλό μαύρο συλλόγισμα έχει.
            -Ο Κατσαντώνης χάνεται, ο Κατσαντώνης σβήνει.

            Κι ένα παλικαρόπουλο, σα να ‘ναι λες πετρίτης,
            τρέχει στην πιο τρανή κορφή, στην πιο ψηλή ραχούλα
            και με το γιαταγάνι του, με το τρανό χατζάρι
            μεριάει φελί χιονόπαλο, κομμάτι χιόνι κόβει
            και κάνει τον κατήφορο, στο σπήλιο ροβολάει
            και λέει στον καπετάνο του, στον Κατσαντώνει κρένει.
            -Για σήκω, καπετάνο μου, για αναστυλώσου ψίχα
            κι άπλωσε τ’ άξιο χέρι σου, τ’ αντρίκιο σου το χέρι,
            και πάρε το χιονόνερο, το παγωμένο αφίρι,
            που σου ‘φερα από το βουνό κι απ’ το ζερβό το λόγγο.
            Κι αν πίνει μια κι αν πίνει δυο και τρεις ο Κατσαντώνης
            δε λέει για να ξεπυρωθεί, δε λέει να δροσερέψει,
            πως ψυχοδέρνει του ‘ρχεται μες στ’ ουρανού την πόρτα.
            Όμως του φαίνεται ντροπή στο στρώμα να πεθάνει
            χωρίς να παίξει το σπαθί, ν’ αδειάσει το τουφέκι.
            Τηράει τα παλικάρια του, τα χείλια του σαλεύει.
            -Παιδιά μου, αν λάχει και χαθώ, αν λάχει και πεθάνω,
            μην πείτε πως αρρώστησα, πως ήμουν βλογιασμένος
            και πάει χαμπέρι στ’ Άγραφα στη Μύρεση μαντάτο
            και μάθει ο κόσμος κι ο ντουνιάς και με καταφρονέσει,
            να πείτε πως βαρέθηκα και πως με βρήκε βόλι
            και πήγα από λαβωματιά σαν άξιο παλικάρι.

Γλωσσάρι
αφάλια, η = αρρώστια.
αφίρι το = πολύ κρύο νερό.
Μύρεση, η = χωριό των Αγράφων Ευρυτανίας (τώρα Μάραθος), με 890 υψόμετρο, όπου γεννήθηκε ο Κατσαντώνης.
φελί το = κομμάτι.
χιονόπαλο το = χεριά από χιόνι, κομμάτι, τούφα.
χλίβομαι = είμαι λυπημένος.
ψίχα, η = μικρή ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

1 σχόλιο:

Τάκης είπε...

Όσες φορές θελήσω ν’ αναγνώσω ιστορικό στιχούργημα του Γιάννη Σαντάρμη, συνεπαίρνομαι ολάκερος και πλημμυρίζω από έντονα πατριωτικά συναισθήματα. Αισθάνομαι πιότερο Έλληνας.
Αγαπητέ Γιάννη, συνέχισε να σπέρνεις ακάματα τον ποιητικό σου λόγο για να ‘χουμε εμείς και οι επόμενοι να δρέπουμε αχόρταγα τους γλυκείς καρπούς του!!!