Στο μύλο λίγο παρακεί γιοφύρι είναι στημένο
από τα χρόνια τα παλιά γερά θεμελιωμένο.
Εδώ νεράιδες κι αν περνούν, διάολοι κι αν διαβαίνουν
και ξωτικά λογιών-λογιών τη νύχτα συντυχαίνουν.
Εδώ τις νύχτες ο κιοτής μονάχος δεν περνά
κι ο ψύχραιμος κι ο θαρρετός γρήγορα προσπερνά.
Εδώ ζαγάρι κυνηγά μεσάνυχτα και κάτι
Ακολουθεί περαστικό, διαβάτη νυχτωμένο
και όσοι το απάντησαν το είπαν στοιχειωμένο.
Κακό ποτέ δεν έκανε, σ’ όσους το συναντούσαν
μα για καλό και για κακό, καθόλου δε μιλούσαν.
Στης γέφυρας το ποδαρ’κό γριά ειν’ καθισμένη
με τα μαλλιά της ξέπλεκα κι αναμαλλιασμένη.
Έχει τα πόδια στο νερό τα χέρια της στη δέση
και πλένει ασταμάτητα στην ίδια πάντα θέση.
Πολλοί λένε πως έκλαιγε και άλλοι πως γελούσε
κι άλλοι το πως χτενίζονταν και σιγοτραγουδούσε.
Ακόμα μολογάγανε τη νύχτα όσοι περνούσαν
καταμεσίς στη γέφυρα έναν παπά θωρούσαν.
Είχε τα ράσα ανάρριχτα βαγγέλιο ανοιγμένο
και διάβαζε κι έλεγε της μοίρας το γραμμένο.
Σαν του μιλούσες δε μιλεί, απόκριση δεν δίνει
μονάχα ψάλλει, σιγανά σαν του νερού τη δίνη.
Αυτά τα μολογήματα απ’ τα παλιά τα χρόνια
μένουν στη μνήμη μας βαθιά, αθάνατα αιώνια.
Μένουν και μας διδάσκουν σ’ όλους εμάς που ζούμε
για μια εποχή που πέρασε κι όμως τη νοσταλγούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου