TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Λαμπρή στις στάνες

ΛΑΜΠΡΗ ΣΤΙΣ ΣΤΑΝΕΣ
(του Βασίλη Λαμνάτου)

 -Πάρε βρε, Λιάκο μοναχέ, και ψυχογιέ του Στούμπα
 το κοφτερό τσεκούρι σου και πάινε μες το λόγγο,
 να βρεις ισιόδεντρο καλό, να κόψεις το σουφλί μας.
 Σήκω, τι κάθεσαι κι ακούς παινέματα του Κίτσου;
 Άιντε ροβόλα τον Λογγά και χύσου μες τ’ ορμάνι
 πούναι λατόδενδρα πολλά, να βρεις, να το διάλεξεις.
 Και σαν το κόψεις Λιάκο μου και σαν το πελεκήσεις
 πάρτο και φέρτο κει ψηλά στην τραγουδίστρα βρύση
 οπούν’ αγνάντιο και κορφή και μπιστικού λημέρι
 να ψήσωμε με το καλό, ταχιά σαν ξημερώσει
 το τρυφερό σφαχτάρι μας, της Μόσχως το θρεφτάρι.
 -Πετιέται πάνω σαν θηριό, ο ψυχογιός του Στρούμπα
 και φεύγει μες στο ζάλογγο και στο βαθύ λαγκάδι
 ωπ-ωπ φωνάζοντας ωπ-ωπ, πηδώντας σαν το λάφι.
 ο Λιάκος στη μισόστρατα, τους έφθασε τ’ αγρίμι
 μ’ ένα σουφλί στον ώμο του, από λατιού κλωνάρι.
 -Κρίμας βρε Λιάκο στο δεντρί, πώς βάρεσες τσεκούρι
 σε τέτοια ελατόδεντρο, ισιόδεντρο κι ωραίο!

 Είπεν ο Κίτσος ο ψηλός, ο γιος του γέρου-Γκάη.
 -Σώπα βρε Κίτσο, σαν θελήσ’ η μέρα και μας πάρει
 φωνάζει μες τον ίδρωτα πνιγμένος ο γιδάρης,
θα δεις το λιανοτράγουδο, με τη γλυκιά φλογέρα
ταχιά στο βλαχοκόνακο, να πάει καμπός   κι αντάρα.
-Φωτιά θα βάλω βρε παιδιά, φωνάζ’ ο γέρο -Μήτρος
με μια φωνή π’ αγκάλιασε τ’   αντικρινά τα τόπια 
και  τα μυριάνθιστα κλαριά, που στάζαν άγιο μύρο.
Θα ‘ρθει κι ο Στούμπας με πολλούς αντάμα να γιορτάσωμ’
μου ‘πε προψές στον καφενέ, όπ’ είχα ροβολίσει
κι άκουσα Κίτσο πως θα ‘ρθεί κι   η Γιάννω της Βασούλας.
Αυτά τα λόγια χύνανε μες στη φιδίσια στράτα
οι ροδοκόκκινοι βοσκοί κι ανέβαιναν το πλάγι.
Και να σε λίγο σκάλωσαν στην ποθητή κορφούλα,
εκεί πού κρυφανάβρυζε,  κρυστάλλινη βρυσούλα.
-Εδώ καθήστε βρε παιδιά, στα χόρτα τ’ ανθισμένα
είπεν ο γέρο μπιστικός κι άρχισε το τραγούδι.
Είπε του Γιάννου - του Στοιχειού - της βρύσης το τραγούδι
κι ύστερις πάλι φώναξε: πότε θα πάρ’ η μέρα,
να θυμηθώ τα νιάτα μου και τα παλιά μου χρόνια.
Ίσως του χρόνου βρε παιδιά, στη χώρα να κοιμάμαι
και τότε πάρτε σεις αυτά, τα σκέρτσα τα δικά μου.
Είμαι ογδόντα δυο χρονώ και νοιώθ’ ακόμα νέος
        
πιάνω το λάφι της πλαγιάς, στο τρέξιμο και σήκω
Κίτσο να ιδείς πως χάνομαι, μπροστά σου σαν λαγούδι.
Δεν νοιώθω γέρα στα βουνά, στους κάμπους νιώθω γέρα.
Στα βουνοπλάγια,  στις  κορφές,  στους λόγγους που  γυρνάμε
τα γηρατειά παντοτινά, είναι παιδιά μου νιότη!
Από μικρός βλαχόζησα στης ερημιάς τα τόπια,
κοντά στις στάνες στις κοπές, γιδάρης και πρατάρης.
Με τη δροσιά της χαραυγής το πρόσωπό μου βρέχα
και την καρδιά μου γέμιζα μ’ αρώματα του λόγγου.
Αχ, πούναι τώρα βρε παιδιά, τα χρόνια κείνα πούναι!
Είπεν ο γέρο μπιστικός κι έγειρε το κεφάλι,
στο στοιχειωμένο χέρι του, ύπνο γλυκό να κλέψει.
#
Σε λίγο χρυσογέλασε ψηλά στα κορφοβούνια
η φεγγοβόλα χαραυγή, με το λαμπρό της τ’ άστρο.
Ξυπνούν κεφάτ’ οι μπιστικοί και πιάνουν το θρεφτάρι
της Μόσχως και το σφάζουνε και σε κροκάτη θράκα
το ψήνουν, με χαμόγελο και με πολλά τραγούδια.
Συχνοσταλάζει το σφαχτό, στα κάρβουνα και γέμει
μ’ αχόρταγη μοσχοβολιά, το βουνοπλάγ’ ως πέρα
κι αναρροφούν οι μπιστικοί, με το λατήσιο μύρο
και του ψητού την μυρωδιά, την μοσχοποτισμένη.                                 
#
Κάτω στη ρίζα της κορφής, ακούγονται τραγούδια
κι όπως ‘γναντεύει ο ψηλός ο Κίτσος προς τα ξάρια
βλέπει τον Στούμπα να ‘ρχεται στη μούρκα του καβάλα                      
μ’ όργανα μπρος και τάμπουρα και με πολλούς αντάμα.
-Έρχετ’ ο πρωτοτσέλιγκας, εφώναξεν ο Κίτσος
και βγάλε Λιάκο το σφαχτό και στήστω να κρυώσει.
Ώρα πολλή δεν διάβηκε και νάτος στην κορφούλα
φθάνει με τάμπουρα πολλά, και μ’ όργανα περίσσια
-Γεια σας, χαρά σας, μπιστικοί, φωνάζει πρώτ’ ο Στούμπας.
-Γεια σου αφέντη τσέλιγκα  τον χαιρετούν και κείνοι.
-Στρωθείτε κάτω βρε παιδιά, όλοι μαζί να φάμε
κι ύστερα γύρα ‘ρχόμαστε κι ανάφτει το γιορτάσι
και ζωντανεύει το βουνό κι αχολογεί ο τόπος.
Είπεν ο Στούμπας   κι έκατσε,   δίπλα   στο γέρο-Μήτρο.
Γύρω πολλά βοσκόπουλα, αραδιαστά καθήσαν
κοντά στον πρωτοτσέλιγκα, μ’ αχνόγελα στα χείλη.
Πίνουν το διάγγι το γλυκό, με ξομπλιασμένη τσίτσα
με τη σειρά τους κι εύχονται, στους μπιστικούς του Στούμπα
χιλιάδες νάχουν πρόβατα, κι αρίφνητα τα γίδια.
Παίρνει τραγούδι κλέφτικο, βαρύ ο γέρο-Μήτρος
και στο μικρό του κόμπιασμα, βοηθάει ο γέρο-Στούμπας
κι ακολουθάν' από κοντά μελίγλωσσες βοσκούλες
και συχνοτρέμουν οι κορφές κι αντιλαλούν οι τόποι
κι έπειτα όλοι τους μαζί, χορό διπλοκυκλώνουν,
γύρω στην τάβλα με χαρά, οι πρωτοτσελιγκάδες.

«Ο ΑΓΝΑΝΤΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Διαμάντια της παράδοσης του τόπου μας είναι αυτές οι αναρτήσεις φίλε Τάκη!