Τα Πανηγύρια της Δυτικής Φθιώτιδας – Μουσικές που ζουν
ακόμα
[Του Τάκη Ευθυμίου, δασκάλου-συγγραφέα]
Στη Δυτική Φθιώτιδα, στα χωριά που σκαρφαλώνουν
στις πλαγιές της Οίτης και της Όθρυς και σε όσα απλώνονται στις κοιλάδες του
Σπερχειού, το πανηγύρι δεν είναι απλά γιορτή. Είναι τρόπος ζωής, ανάσα
συλλογική, τραγούδι που ενώνει τους ανθρώπους και τους τόπους. Όταν πλησιάζει η
γιορτή του πολιούχου αγίου, το χωριό ντύνεται στα καλά του∙ το ξωκλήσι
ασβεστωμένο, οι σημαίες να ανεμίζουν, και από νωρίς το απόγευμα ακούγεται το
πρώτο δοξάρι να γρατζουνά τις χορδές του βιολιού.
Στην παλιά φωτογραφία διακρίνονται τρεις τέτοιοι λαϊκοί
μουσικοί: στο κλαρίνο ο Λιτοσελίτης Ηλίας Νιώρας, στο βιολί ο Αγιωργίτης
Βαγγέλης Συλεούνης και στην κιθάρα ο Αγιωργίτης Βαγγέλης Ριτσώνης.
Μορφές γνώριμες στα χωριά της περιοχής, άνθρωποι που κράτησαν ζωντανό το
παραδοσιακό γλέντι με τη δεξιοτεχνία και την ψυχή τους. Με το παίξιμό τους
ξεσήκωναν τις πλατείες, κρατούσαν τους χορούς ως το ξημέρωμα, δίνοντας ρυθμό
στη συλλογική μνήμη.
Το κλαρίνο του Ηλία σήκωνε τον αέρα, λες κι έδινε φωνή στα βουνά. Το βιολί του Συλεούνη απαντούσε με λυγμό κι η κιθάρα του Ριτσώνη έδενε τη μελωδία, ρυθμίζοντας τον παλμό των ποδιών που ετοιμάζονταν για το χορό. Οι γέροι σηκώνονταν πρώτοι, ακολουθούσαν οι νεότεροι, κι όταν άρχιζε ο συρτός, έμοιαζε σαν να κυλούσε το ποτάμι της ζωής μέσα στην πλατεία.
Οι χοροί που
επικρατούσαν στα πανηγύρια της Φθιώτιδας ήταν κυρίως ο συρτός και το τσάμικο,
αλλά και οι πιο ζωηροί χοροί των νέων, όπως το καλαματιανό. Ο πρώτος στον χορό
ήταν πάντοτε ο πιο σεβάσμιος του χωριού – ο γεροντότερος, ο παπάς ή ο πρόεδρος
– και η σειρά των χορευτών είχε τον δικό της άγραφο κανόνα.
Οι γυναίκες
έφερναν πίτες και κρασί, τα παιδιά τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια, κι οι
φωνές, τα γέλια και οι ευχές πλέκονταν με τα ηπειρώτικα και τα ρουμελιώτικα
σκοπούς. Ο ήχος του κλαρίνου δεν ήταν απλώς μουσική – ήταν μνήμη, ήταν ψυχή.
Ήταν η φωνή της Ρούμελης που δεν ήθελε να σιγήσει.
Και κάθε φορά
που η μελωδία υψωνόταν πάνω από το χωριό, έμοιαζε σαν να ξυπνούν οι παλιοί. Οι
παππούδες, οι γιαγιάδες, όλοι εκείνοι που κάποτε χόρεψαν στον ίδιο τόπο, έστω
κι αόρατοι, έδιναν ρυθμό μαζί με τους ζωντανούς.
Η μουσική δεν
σταματούσε όλη τη νύχτα. Ανάμεσα στα τραγούδια, οι οργανοπαίχτες έπαιρναν μια
ανάσα, έπιναν ένα ποτήρι κρασί, αντάλλασσαν πειράγματα με τους χωριανούς και
ξανάρχιζαν με νέα όρεξη και κέφι. Εκείνες οι στιγμές ήταν ολόκληρη η ζωή του
χωριού μαζεμένη: χαρά, συντροφικότητα και μια βαθιά αίσθηση κοινότητας.
Έτσι ήταν και
έτσι είναι τα πανηγύρια της Δυτικής Φθιώτιδας. Δεν είναι μόνο διασκέδαση – είναι
συνέχεια. Είναι ο δεσμός του ανθρώπου με τη γη του, με τη φωνή του τόπου του.
Και όσο θα υπάρχει ένα κλαρίνο να αντηχεί κάτω από τα βουνά, ένα βιολί να
σέρνει τον συρτό κι ένα γέλιο να συνοδεύει την κιθάρα, τα χωριά της Φθιώτιδας
δεν θα σωπάσουν ποτέ.
Τα πανηγύρια αυτά δεν ήταν απλώς διασκέδαση. Ήταν τρόπος να κρατηθεί ζωντανή η
παράδοση, να μεταδοθούν τα τραγούδια, οι χοροί και οι αξίες από γενιά σε γενιά.
Ήταν το σημείο συνάντησης των ντόπιων και των ξενιτεμένων, το «αντάμωμα» που
επιβεβαίωνε κάθε χρόνο πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι και μουσική, η ψυχή του τόπου
δεν πεθαίνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου