Σπύρος Ματσούκας
& τα «βάσανα» του
Ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου
(του Θεόκτιστου
Λαϊνά)
«Πάω
να διακονέψω για το Διάκο», Σπ. Ι.
Ματσούκας (1)
Ο Ματσούκας
ανήκει στις λιγοστές εθνικές μορφές πού συνταίριασε πολυδύναμα τον ένθεο κόσμο του ποιητή με τη
λάμψη του δημιουργού μεγάλων έργων. Η ποίηση κι η πράξη συνυπάρχουν αρμονικά
στο Ρουμελιώτη εθναπόστολο και ποιητή. Αυτός που έρχεται σ’ επαφή με την
ποίηση του και την εθνική προσφορά του θαυμάζει τη γενναία καρδιά και την
ακατάβλητη φλόγα του πατριωτισμού, που κρύβουν τα παρθενικά δώματα της Φθιωτικής
ψυχής του. Ο Σπ. Ι. Ματσούκας ο Ρουμελιώτης, είναι μια ευαίσθητη ελληνική
λυρική ψυχή που έκαμε τραγούδι τη ζωή του ολόκληρη για την πατρίδα και τα
οράματα της καρδίας του πράξεις γενναίες στα πεδία των μαχών. Ένας ποιητής της
«λεβεντιάς και του πολέμου» και της καλοσύνης.
Η ποίησή του έχει σκοπό να εμψύχωση
τα όνειρα της εθνικής συνειδήσεως. Η ηθική ρώμη κι οι οραματισμοί της φυλής
διαποτίζουν τον κάθε στίχο του. Η πατρίδα κατέχει το κέντρον της δράσεώς του.
Τραγούδησε το Γένος με το δικό του σκοπό, αγάπησε την ελληνική φύση με πάθος,
παρέμεινε σ’ όλες του τις εκδηλώσεις εργάτης ωραίων έργων. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου
παρατηρεί: «Πολλά έθνη είχαν
τραγουδιστάς οδοιπόρους, φτηνούς και καταληπτούς πράκτορας του ιδεώδους των. Οι
ενθουσιασταί αυτοί της μάζης κάποτε ήσαν και αληθινοί ποιηταί, ανώτεροι από τον
στιχουργόν Ματσούκαν, αλλά κανένας δεν ήτο Ματσούκας. Ο άνθρωπος αυτός δεν
εξηγείται»2.
Στις εθνικές του προσφορές ανήκει κι
ο αγώνας του για την αποπεράτωση και τοποθέτηση του ανδριάντος του Αθανασίου Διάκου στην ομώνυμη
πλατεία της Λαμίας3.
Στα 1899 κυκλοφορεί
την ποιητική συλλογή του «Γλυκοχαράματα». Ο περιοδικός και καθημερινός τύπος
τον επαινεί. Η ποίηση του αναδύεται απ’ το ανόθευτο κεφαλάρι της ελληνικής
ψυχής και τα μύρα του Δημοτικού Τραγουδιού. Είναι ένας αληθινός ποιητής. Η
συλλογή του είναι αφιερωμένη στον ήρωα και μάρτυρα της Αλαμάνας, Αθανάσιο
Διάκο.
«Τουτ' τα φτωχά τραγούδια μου σ’ εσέ τ’ αφιερώνω,
στολίδι
της ελευτεριάς, που με χαρά και πόνο,
από της
Οίτης τα βουνά, της Λιάκουρας τα πλάγια,
χάρες
κρυφές σ’ εστόλισαν, με δάφνες και με βάγια.
Κι όταν,
στον τόπο π’ άγιασες, σταθείς μαρμαρωμένος,
ατάραχος, ασούβλιστος
και μυριοφωτισμένος,
μη
λησμονήσεις, ω ακριβή της Αρτοτίνας
γέννα,
πως τα
γλυχοχαράματα τα κελαηδώ για Σένα.
Και με το
χέρι το Άγιο, που ‘γραψε η θεία χάρη,
να βγει
ανθισμένο το χλωρό της λευτεριάς βλαστάρι.
Ευλόγα
τον ανήξερο τραγουδιστή, που σμίγει,
με τέτοια
λάμψη περισσή, μια λάμψη τόσο λίγη»4.
Από χρόνια οι
πανέλληνες επερίμεναν να στηθεί ο ανδριάντας του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία5.
Ο καλλιτέχνης6 αντιδρούσε, έπρεπε να βρεθούν τα χρήματα και να
πληρωθεί ο κόπος του. Έτσι, ο ανδριάς του Αθανασίου Διάκου έχει τα δικά του
«βάσανα». Η εφημερίδα της εποχής σημειώνει: «Δεν πρόκειται δια τα βασανιστήρια του μεγάλου ήρωος, αλλά
δια τα βάσανα του ανδριάντος του, του οποίου πανηγυρικότατα σήμερον — 23
Απριλίου 1903 — τελούνται τα αποκαλυπτήρια εις την Λαμίαν. Τα βάσανα των
ανδριάντων εις την Ελλάδα δύνανται να αποτελέσουν τόμον ολόκληρον ιδιαίτερον
γεμάτον επεισόδια δραματικά, φαιδρά και τερπνότατα. Εις το μαρτυρολόγιον αυτό
έχει την θέσιν του και ο ανδριάς του ήρωος της Αλαμάνας. Εις ένα μάθημα του
Βαρβακείου, εν μέσω του συγκινητικού ενθουσιασμού των μαθητών, συνελήφθη, ως
γνωστόν, η ιδέα των εράνων προς ανέγερσίν του...»7.
Άλλη εφημερίδα με
ειρωνεία παρατηρεί: «Αύριον — 23/4/1903 —
αποκαλύπτεται υπό του άνακτος ο ανδριάς του Διάκου και η αρρενωπή μορφή του
ήρωος θα επιδείξη εις τους θεατάς του την απεγνωσμένην αγριότητα του μαχητού,
όπως ή υψωμένη δεξιά του, το σπασμένον γιαταγάνι. Αλλ’ άραγε τους Τούρκους
απειλεί ο Διάκος ή μήπως εις την στάσιν του αυτήν θέλει να δείξει όλην την αγανάκτησιν,
την οποίαν αισθάνεται δια τα μαρτύρια, άτινα υπέστη ο ανδριάς του και δια τας
περιπετείας με τας οποίας εσημειώθη η ευγνωμοσύνη του Έθνους προς αυτόν;»8.
Στη δύσκολη αυτή στιγμή εφάνη
αληθινός σωτήρ ο Σπ. Ματσούκας. Γεμάτος ενθουσιασμό και πίστη αρχίζει το έργο,
το μεγάλο χρέος της ψυχής του. Ο ανδριάς του Αθανασίου Διάκου πρέπει να στηθεί
στην πόλη του μαρτυρίου του. «Κρέμασε
— γράφει η ποιήτρια Ζαναντρίς — δύο σακίδια στον ώμο του. Το ένα γεμάτο με
βιβλία του, κρεμότανε πίσω στην πλάτη και το άλλο άδειο μπροστά στο στήθος
του, για να βάζει την είσπραξη. Έτσι, ξεκίνησε για μιαν ευγενή επαιτεία,
χτυπώντας καθημερινά τις πόρτες με θάρρος, που άλλοτε του άνοιγαν ολοπρόθυμα
και άλλοτε του κλεινότανε... κατάμουτρα»9.
Χαρακτηριστικοί ήταν οι λόγοι του
ποιητού μς τους αγοραστάς των ποιημάτων του:
—Έγραψα μερικά
ποιήματα, κύριοι. Μπορεί να μην αξίζουν τίποτε, αλλά μια δραχμή, δεν θα σας
κάνει κόπο να μου τη δώσετε. Με τη δραχμή σας αυτή, θα ξεσκλαβώσετε τον
αραχνιασμένο ανδριάντα του ήρωος της Αλαμάνας που βρίσκεται θαμμένος στς
υπόγεια ενός ατελιέ...
— Για τον Ανδριάντα του Διάκου, είπατε; Ερώτησε
κάποιος.
—Μάλιστα, γι’ αυτόν Κύριε.
__Μα παιδί μου να σου δώσω τη δραχμή που... χρειάζεται, του απάντησε
δύσπιστα ο ανιστόρητος ρωμηός, αλλά τον αντριάντα του Διάκου τον έστησαν προ πολλών ετών στό... Χάνι της
Γραβιάς!
—Έχετε λάθος, απάντησε
ο Ματσούκας με αγανάκτηση για την ιστορική αυτή ανακρίβεια, τον Ανδριάντα του
Διάκου τον έστησαν στο... Χαλάνδρι! Του εφώναξε με έντονη ειρωνεία.
Αξίζει να σημειώσω και το ακόλουθο
περιστατικό. Ο Ματσούκας εκτύπησε τη θύρα ενός πλούσιου εργένη στο Κολωνάκι.
Άνοιξε η θύρα και πρόβαλε ο ίδιος ο οικοδεσπότης. Όταν επληροφορήθηκε, ότι
ζητούσε βοήθεια για τον ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου ξανάκλεισε τη θύρα με
αδιαφορία. Ο Ρουμελιώτης ποιητής δεν χάνει το θάρρος του. Βγάζει ένα μπιλιετάκι
του και τόρριψε κάτω από τη θύρα του εργένη και ανέμεινε. Χτυπάει πάλι το
κουδούνι. Ο πλούσιος που κοίταξε το μπιλιέτο, άνοιξε τώρα με προθυμία, γιατί
ανεγνώρισε στο πρόσωπο του τον νέο ποιητή που κείνο τον καιρό εξυμνούσε ο τύπος
κι η αθηναϊκή κοινωνία.
—Μέ συγχωρείτε, είπε, δεν ήξερα πως
είσθε σεις. Ορίστε πάρτε αυτά τα χρήματα!
—Λυπούμαι, αγαπημένε μου, γιατί εγώ,
ο άσημος Ματσούκας, σας απασχόλησε περισσότερον από έναν Εθνικόν Ήρωα!
Ο Δ. Ταγκόπουλος, για την προσφορά
τούτη του Σπ. Ματσούκα, γράφει τ’ αποκαλυπτικά τούτα λόγια:
«Ο Ματσούκας μου αποκαλύφθηκε ένα πρωινό.
Περάσανε χρόνια αρκετά από τότε. Εργαζόμουνα στην εφημερίδα «Εστίαν» και
κατέβαινα από το σπίτι μου. Εκεί, στη Λεωφόρο
Παν/μίου, σιμά στο «Πανελλήνιο», αντάμωσα
το Ματσούκα, με στολή οδοιπορίας, μ’ ένα ραβδί στο χέρι και μ’
ένα ταγάρι στον ώμο. Χαμογέλασα.
—Για πού, Σπύρο;
—Πάω να διακονέψω για
το Διάκο.
—Ώρα σου καλή!
—Ώρα σου καλή!
Διακόνεψε για το Διάκο. Και σε λίγον
καιρόν, ο ανδριάς του ήρωα της Αλαμάνας, που χρόνια καρτερούσε μισοτελειωμένος
μέσα στο ατελιέ του καλλιτέχνη να βγει στο φως, εστηνότανε σε μια πλατεία της
Λαμίας. Ήταν το πρώτο έργο τού Ματσούκα, ο πρόλογος να πούμε, στην κατοπινή
του δράση. Η αποκάλυψη του ταλέντου του.
Γιατί, μη θαρρείτε!
Χρειάζεται ταλέντο για τη δράση του Ματσούκα. Κι αυτός που επροικίστηκε από την
φύση με το ταλέντο του ποιητή, επροικίστηκε και με το άλλο, το πιο σπάνιο και
το πιο μοναδικό, με το ταλέντο του Ματσούκα!
Ρήτορας δεν είναι — και όμως άμα μιλάει ο κόσμος κρεμιέται από τα χείλη
του. Σώνει να πει. Θέλει αυτό να γίνει! Κι αμέσως γίνεται. Γιατί μιλάει με
καρδιά, με ειλικρίνεια, με πίστη και πεποίθηση και ο κόσμος τον πιστεύει. Η
φράση «Το ‘πε ο Ματσούκας», κατάντησε ταυτόσημη. Το ‘πε η ελληνική ψυχή γιατί
ο Σπύρος (Ματσούκας) αντάξια, ακόμα και υπεράξια την αντιπροσωπεύει»10.
Ο Σπ. Ι. Ματσούκας έφερε σε αίσιο
πέρας το έργο που ανάλαβε. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν και εδόθηκαν στο γλύπτη. Έτσι
απέδειξε ότι τα όνειρα της καρδιάς του δεν τα ψάλλει μονάχα, άλλα και τα
μετουσιώνει σε πράξεις. Κι εδώ έγκειται το μεγαλείο της ηθικής ωραιότητος που
κρύβει ο ρουμελιώτης ποιητής Σπ.Ι.
Ματσούκας.
Ο γλύπτης Ι. Καρακατσάνης με
προσωπική ευθύνη ανέλαβε τη μεταφορά του ανδριάντος στη Λαμία. Και μέχρι της
Στυλίδος όλα επήγαν καλά. Και ο δημοσιογράφος της εποχής σημειώνει: «Εκείθεν όμως; Μετά πλείστας
βασάνους, ευρέθη μεγάλη άμαξα,
ήτις συρομένη υπό εξάδος ίππων μετέφερε μίαν πρωίαν τον πολύπαθη ανδριάντα εις
την πλατείαν, όπου από τόσων ετών η Λαμία ανέμενε»11.
Άλλη εφημερίδα παρατηρεί: «Όταν δε έφθασε ο ανδριάς εντός
κολοσσιαίου κιβωτίου, δεν ευρίσκετο ούτε αμάξι προς μεταφοράν. Ανακαλύπτεται
επί τέλους ένα κατάλληλον και συρρόμενον υπό εξ ίππων μεταφέρει το κιβώτιον,
εντός του οποίου ο Διάκος έμεινε κεκλεισμένος μέχρις ότου ελυτρώθη επί τέλους
από τα βάσανα και εστήθη εις το μέρος εις το οποίον σήμερον τελείται
πανελλήνιος και εθνικοτάτη εορτή δια τα αποκαλυπτήρια»12.
Η γιορτή των αποκαλυπτηρίων έγινε στις
23 Απριλίου 1903 και προσέλαβε διαστάσεις πανελληνίου γεγονότος13.
Ο Δήμαρχος της Λαμίας, αείμνηστος Ν. Α.
Κρίτσας, απηύθυνε τηλεγράφημα στον ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιο, στο
οποίο μεταξύ άλλων έγραφε: «...Η
Δημοτική αρχή και άπασα η πόλις των Λαμιέων ευγνώμονες έσονται υμίν, εάν υπό την
διττήν υμών ιδιότητα, ως έξοχου ποιητού και ως πατριώτου ευαρεστηθείτε να
προσδώσετε εις την εορτήν την προσήκουσαν αύτη αίγλην δι’ ενθουσιώδους προς τον
τιμώμενον ήρωα ποιητικού χαιρετισμού»14.
Άρχοντες και λαός ευρέθησαν
προσκυνηταί του Ιερού χώρου του μαρτυρίου του Αθανασίου Διάκου. Να τιμήσουν
καθώς πρέπει τον μάρτυρα και τον ήρωα. Η πόλη της Λαμίας πλέει στα χρώματα της
σημαίας. Στον εξώστη της Νομαρχίας
εδέσποζε η εικόνα του Αθανασίου
Διάκου, με το δίστιχο:
«Μαρμαρωμένη λεβεντιά
για μια Ελλάδα αγία,
πόνα γεφύρι πέρασες εις την Αθανασία»(15).
Το δίστιχο ανήκει στον ποιητή Σπύρο
Ματσούκα, στον άνθρωπο που με το τραγούδι και τον ενθουσιασμό κατόρθωσε να μεταφέρει
τον ανδριάντα του ήρωος της Αλαμάνας από τα υπόγεια του ατελιέ του γλύπτου Ι.
Καρακατσάνη και να τον στήσει στο Ζητούνι. Ήταν μια πράξη ευγνωμοσύνης και
καθήκοντος στον «πρώτο σπορέα του
ελευθέρου ελληνικού έαρος»16.
Ο Σπ.Ι. Ματσούκας δεν ύμνησε μονάχα
με την πράξη το μεγάλο έργο του Διάκου, το έκαμε και τραγούδι στην ποίηση του.
Έγραψε δυο ποιήματα που έχουν σαν θέμα τον Αθανάσιο Διάκο. Το ένα επιγράφει στο
Διάκο της Αλαμάνας και το απήγγειλε με την βροντώδη φωνή του στα αποκαλυπτήρια
και έχει ως ακολούθως:
ΣΤΟ ΔΙΑΚΟ
ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ
Δόξα σε
σένα, αρματολέ και του Χριστού βλαστάρι!
Το ράσο
του που τ’
άλλαξες με φουστανέλας χάρη,
ανέμισε στον
ουρανό, κ’ έκρυψ’ ανταριασμένο
τ’ αχνό
το μισοφέγγαρο το
‘ματοποτισμένο!
Το θλιβερό
μαρτύριο Του Σταυρωμένου μόνο
μας φανερώνει
ζωντανό Τον ιδικό σου
πόνο. Μαρμαρωμένη λεβεντιά! Για μια Πατρίδα αγία
πόνα γεφύρι
επέρασες εις την Αθανασία» (17).
Το άλλο εδημοσίευσε
ανήμερα στη γιορτή των αποκαλυπτηρίων στην εφημερίδα των Αθηνών «Ακρόπολις»:
ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ
ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ
Απ’ τα νερά τα καθαρά πηγή δεν αναβρύζει,
που εσένα, ουρανογέννητε, να μην πικροθυμίζει
με τον τρικυμιστόν αχό, τη γάργαρην ανάβρα,
π’ ούτε σταλιά δε δρόσισε την άσβυστή σου λαύρα.
Το ξύδι
που προσέφεραν στο Θείο, δε βρέθη χέρι
παρηγοριά
στη δίψα σου, λεβέντη, να σου φέρει,
κι απ’ το
δικό σου το σταυρό, πουλάκι διψασμένο
φτερούγισε
η ψυχούλα σον, για κάποιον κόσμο ξένο.
Και τώρα
που ‘καμε φτερά, τρανά φτερά η ψυχή σου
γύρισε
στην Πατρίδα σου και κοίτα και θυμήσου,
κάτ’ απ’ τις λεύκες τις ψηλές κι απ’ τα ψηλά πλατάνια,
τα
κρυσταλλένια τα νερά, που τρέχουν σα ροδάνια.
Γύρισε,
σκύψε στα νερά πού τρέχουν κι όλο
τρέχουν,
και μ’
αίματα τα διάπλατα φτερά σου δεν τα βρέχουν,
και
χόρτασε τη δίψα σου, που πήρες την μαζί σου,
την ώρα
που σ’ αγκάλιασε το φως του Παραδείσου.
Αετός εσύ
και χρυσαετός, απ’ τα βουνά ξεπέτα,
κι αθάνατη τη λευτεριά με μια κραυγή χαιρέτα.
Και
ξέχασε στην ομορφιά που στρώνεται τ’ Απρίλη
κάποιο
σπαθί που σου ‘σπασε και κάποιο καριοφύλλι.
Και ξέχασε και το σουβλί, που καρφωτός απάνω,
σπαρτάριζες, και φώναζες:
νεράκι να πεθάνω!
Τώρα π’ ανθίζει η άνοιξη και
βγάζει η γης χορτάρι.
Τη λευτεριά νυφούλα της έχει η Πατρίδα πάρει.
Δόξα σε
σένα χρυσαετέ μαρτυρικέ, δε στέκει
στα νύχια σου μήτε σπαθί μήτε βαρύ ντουφέκι,
στα
πλάγια της περήφανης κι ανταριασμένης
Οίτης,
στάσου μ’
ολάνοιχτα φτερά, Πατέρας και Προφήτης»(18).
Και στα δυο ποιήματα του ο Σπ. Ι.
Ματσούκας «δεν κελαηδεί», αλλά «σαλπίζει», για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη
κρίση του Κωστή Παλαμά(19). Έζησε ακέρια, σωστά, εξαιρετικά, δυνατά,
ελληνικά την παράδοση της φυλής. έκλεισε μέσα «στην πλατειά ψυχή του ό,τι
ευγενικό και ό,τι απαλό έχει να δείξει η σύγχρονη ελληνική ψυχή»(20).
«Σ’ ένα κοιμητήρι απελπισίας»(21) τραβούσε εμπρός στην κορυφή του
χρέους, τραγουδώντας τα λόγια τούτα:
«Οι δυνατοί
τραβούν εμπρός!
τους δυνατούς γυρεύω.
Σ' αυτούς και στην πατρίδα μας
και στο Θεό πιστεύω»(22).
Ο Σπ.Ι. Ματσούκας έφερνε εντός του
τη λεβεντιά της αρματολικής πατρίδος του που εκφρασταί της υπήρξαν οι μάρτυρες
του Χριστού και οι ήρωες της πατρίδος.
Τελειώνω τ1ς γραμμές τούτες με ένα
μικρό απόσπασμα του γλύπτου του ανδριάντος του Αθανασίου Διάκου, αειμνήστου Ι.
Καρακατσάνη:
«Εν βαθυτάτη συγκινήσει προ της πραγματοποιήσεως
του ωραίου μου ονείρου, αναμιμνησκόμενος τόσον
ποικίλων περιπετειών, αίτινες επί μεγάλην σειράν ετών με περιεδέσμευον
την εκτέλεσιν του ευγενέστερου των πόθων μου αποκαλυπτομένου ήδη του
προσφιλούς ανδριάντος, ον προσεπάθησα να εμψυχώσω δια των στόνων μου,
περιτυλίσσω δια της καλύπτρας του τα λείψανα της Ιστορικής εξελίξεως του και
χαιρετώ εν τη ελευθέρα του μορφή την γλυκυτέραν ανάμνησιν»33.
Κάθε Φθιώτης σε στιγμές περισυλλογής
τους στίχους του ποιητού θα ψάλει:
«Η γη που
μοσχοβόλησεν απ’ τα μαρτύριά σου,
παντοτινά
προσκύνημα μέσ’ στους καιρούς θα μένει!
Κι απ’ τα
Ιερά βάθη του θα κράζ’ η ιστορία,
πως ο
θνητός δοξάζεται για την Ελευθερία,
πως για
την πίστη μαρτυρεί, για το Σταυρό πεθαίνει»(24).
Βιβλιογραφικές
σημειώσεις:
1)Σπύρου Ι. Ματσούκα, Εικοσιπέντε
χρόνων Ζωντανά Τραγούδια (1897-1922),
Αθήναι, σ. 28-29.
2) Ζ. Παπαντωνίου, ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, εφημερίδα
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», φύλλο της 27)11)1928, σ.
1.
3) Για την ιστορία του ανδριάντας του
Αθανασίου Διάκου βλέπε: Ή Ιστορία ενός ανδριάντας, εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», έτος
1ον, φύλλο 22 Απριλίου 1903, σ. 1, όπου και η συγκινητική επιστολή του γλύπτου
του ανδριάντος Ι. ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ. Επίσης και το άρθρο του «Φιλοτέχνου», στην
«ΕΣΤΙΑ» της 23 Απριλίου 1903, με τίτλο: Τα βάσανα του Διάκου Ι, σ. 1. Ο φίλος
αναγνώστης πρέπει να έχει θπ’ όψη του ότι ο Δήμαρχος Λαμιέων με το Δημοτικό
Συμβούλιο το έτος 1843 αποφάσισε την ανέγερση μνημείου «ενώ θέλουν εναποτεθή τα
Ιερά λείψανα του ήρωος Αθανασίου Διάκου» (Εφημερίδα, «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 12(1843),
φύλλο 12 Σεπτεμβρίου, σ. 8032. Βλέπε και το άρθρο της τοπικής εφημερίδος «ΦΑΡΟΣ
ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ», έτος 20 (1867), αριθ. φύλλου 892, σ. 1, με τίτλο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ.
Στο ίδιο φύλλο έχει δημοσιευθεί και η περίφημη επιστολή του ποιητού Αριστοτέλους
Βαλαωρίτου, που απηύθυνε προς τον Γραμματέα της Νομαρχίας Φθιώτιδος αείμνηστο
Θεμιστοκλή Κορομάντζο, που πρώτος έρριψε την ιδέα για τον ανδριάντα του
Αθανασίου Διάκου. Στην κατεύθυνση αυτή εργάσθηκε και ο ιστορικός της Ρούμελης
Γ. Κρέμος (βλέπε και το σχετικό άρθρο του Τάκη Λάππα, Γ, Κρέμος, ο Βοιωτός
Ιστορικός, περ. «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τόμ. 5 (1973), σ. 87 κ.έ.).
4) Σ.Ι. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΜΑΤΑ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ,
1899, σ. 6
5) Θεοκτίστου Α. Λαϊνά, Σπύρος Ματσούκας,
ο Ρουμελιώτης Εθναπόστολος και
Ποιητής, Αθήναι 1962,
σ. 8.
6) Ι. Καρακατσάνη, επιστολή, προς την
εφημερίδα: «ΑΘΗΝΑΙ», 1 (1903), φύλλο της 22)4., σ. 1.
7) Φιλοτέχνου, Τα βάσανα του Διάκου!, εφημ.
«ΕΣΤΙΑ», έτος 1903, φύλλο της 22)4), σ. 1.
8) Ιστορία ενός ανδριάντος, εφημ. «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 1,
1903, φύλλο 22)4), σ. 1.
9) Κας ΖΑΝΑΝΤΙΣ, Ο
ΕΘΝΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Αθήνα 1958, σ. 29,. βλπ. Θ.Α. Λαΐνά, μν. έργ. σ.
9.
10)Σπύρου Ι. Ματσούκα, Εικοσιπέντε
χρόνων ζωντανά τραγούδια
(1897-1922), Αθήναι, σ. 29.
11)Εφημ. «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 1(1903), φύλλο
22)4),σ. 1.
12)Εφημ. «ΕΣΤΙΑ»,
έτος 8(1903), (φύλλο
23)4, σ. 1.
13)Για την εορτή των αποκαλυπτηρίων του
ανδριάντος βλπ. Εφημ. «ΠΡΩΪΑ», έτος Κ (1903), φύλλο 24)4), ο. 1-2.
14)Εφημ. «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 1(1903), φύλλο
5ης Απριλίου, σ. 1.
15)Βλπ. Εφημ. «ΕΣΤΙΑ», έτος 8(1903),
(φύλλο 23)4, σ.2.
16) Τιμ.
Μωραΐτίνη, Αθανάσιος
Διάκος, Έν Αθήναις 1904, σ. 23.
17) Σ.Ι. Ματσούκα, Σαλπίσματα, Εν Αθήναις 1912, σ.
58.
18)Σ.Ι. Ματσούκα, Στον ήρωα της
Αλαμάνας, εφημ. «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», έτος 8(1903), (φύλλο 23) 4, σ.
1.
19)Κ. Παλαμά, Το βιβλίο του Ματσούκα,
πρόλογος στην ποιητική συλλογή του Σ.Ι. Ματσούκα. Είκοσι πέντε χρόνων ζωντανά
τραγούδια, Εν Αθήναις, σ. 8.
20)Δ. Ταγκόπουλος, Ό Ματσούκας, περ. «Ό
Νουμάς», φύλλ. 5ης Απριλίου 1914, σ. 81 κ.έ.
21)Μ. Μαλακάση, Εις Σταυρωμένον ποιητήν,
στον Σ, Ματσούκαν, περ. «Ο Νουμάς», φύλλο 19 Ιουνίου 1903, σ. 1.
22)Θεοκτίστου Αθ. Λαϊνά, μν. εργ. σ. 9.
23)Ι. Καρακατσάνη, επιστολή προς την αθηναϊκήν
εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 1903, φύλλο 22 Απριλίου, σ. 1 για το τέλος των
«βασάνων» του ανδριάντος του Αθανασίου Διάκου.
24)Αριστ. Προβελεγγίου, Στο Διάκο,
εφημ. «ΑΘΗΝΑΙ», έτος 1(1903), (φύλλο 24)4), σ. 2.
Πηγή:
«ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Απρίλιος 1973
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου