Η
μονή της Θεοτόκου Βερετάδας
που
προστάτευε ο Κατσαντώνης
(του Ταξ. Βλαχοδήμου-Λεπενιώτη)
Πηγή φωτο: http://varetada1.blogspot.gr/
Από τα παλιά χρόνια το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων
ήταν πολύ ανεπτυγμένο. Αυτό τουλάχιστον μας πληροφορούν τα κατάσπαρτα χώματα
της σημερινής επαρχίας Βάλτου από Ιερούς χώρους Παλαιοχριστιανικών, Βυζαντινών
και (μεταβυζαντινών ναών και μοναστηριών.
Στην ανάπτυξη, του θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων μέγας συντελεστής
υπήρξε η Τουρκική Σκλαβιά που έκανε τους ανθρώπους να στρέφουν προς τον
ουρανό τα μάτια τους και να παρακαλούν τον Ύψιστο ως τον μοναδικό Σωτήρα και
Λυτρωτή. «Άλλον, γαρ εκτός Σου βοηθόν εν
θλίψεσιν ουκ έχομεν».
Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι είχαν για φιλοδοξία να χτίζουν ναούς και
μοναστήρια και να δένουν τη ζωή τους με την Υπεραγία Θεοτόκο. Γιατί στους
χώρους αυτούς βασίλευε η ηρεμία και η ψυχική γαλήνη. Και η πιο δυσάρεστη
κατάσταση μεταβάλλονταν, τα εμπόδια παραμερίζονταν και αποχτούσε μια ξεχωριστή
ομορφιά και κυριαρχούσε η αγάπη προς τον πλησίον. Όμως στις μέρες μας οι τόποι
αυτοί λιγόστεψαν και ο κόσμος αυτός πηγαίνει να σβήσει. Από τα δεκατρία, μικρά
ή μεγάλα Μοναστήρια του Βάλτου που κατά την Τουρκοκρατία δεν ήσαν μόνον χώροι
Χριστιανικής λατρείας και κρυφά σχολεία, υπήρξαν και καταφύγια και ορμητήρια
της Κλεφτουριάς για την ανάσταση της φυλής μας από την Τουρκική σκλαβιά, σήμερα
όλα σχεδόν βρίσκονται στη σιωπή, και μόνον οι άυλες ψυχές των μοναχών
στριφογυρίζουν αέναα και αφουγκράζονται να ακούσουν τους γνώριμους στίχους του
Ρωμανού του Ψαλμωδού, και να κρατούν συντροφιά σε όσα απόμειναν από το πέρασμα
του χρόνου τα οποία λειτουργούν σαν ναΐδρια αν και εφ’ όσον βρεθεί κανένας
λειτουργός του Ύψιστου.
Ένα από τα ονομαστά μοναστήρια του Βάλτου ήταν και η μονή
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Βαρετάδας, που είναι χτισμένη σε υψόμετρο 700
περίπου μέτρων ανάμεσα στις ολόφυτες και καταπράσινες βουνοπλαγιές του
Μακρυνόρους (Θυάμου) που η οργιώδης βλάστηση σε συναρπάζει, και νομίζεις πως
βλέπεις ένα όνειρο τριγύρω σου.
Η πλούσια και φιλόξενη Μονή της Βαρετάδας, κατά τη διάρκεια της
Τουρκοκρατίας αποτελούσε ένα ασφαλές καταφύγιο και ορμητήριο του Κατσαντώνη.
Ποτισμένος ο ήρωας με Χριστιανική ευσέβεια προς την Παναγία και τα Ιερά κειμήλια,
αρετή άλλως τε που την είχαν όλοι οι κλεφταρματολοί της εποχής εκείνης, την
πήρε υπό την άμεσο προστασία του.
Ο Κατσαντώνης και τ’ αδέλφια
του ήταν σφιχτοδεμένοι με τη γη του Βάλτου. Η Λεπενού τους έθρεψε, τους
άνδρωσε, τους έδωσε βιο και χαρά και τους θωράκισε με πείσμα και ανυποταγή κατά
των τυράννων της φυλής μας. Γι’ αυτό και, στις δύσκολες στιγμές της ζωής των
κάτω κει στο Βάλτο έβρισκαν συμπόνια, προστασία και σιγουριά. Όταν το 1805
τραυματίσθηκε ο Κατσαντώνης στη θέση «Ληστή» αυτού στο Βάλτο νοσηλεύθηκε για
ένα περίπου μήνα, και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα για αποθεραπεία. Όταν αργότερα
το 1807 κείτονταν βαριά άρρωστος από βλογιά σε μια σπηλιά των Αγράφων,
προδομένος από τους Τουρκολάτρες Έλληνες κι πολιορκημένος από τους Τουρκαλβανούς
του Αλή Πασά, ο αδερφός του ο Γιώργος του υπέδειξε να κατέβουν στο Βάλτο όπου
θα εύρισκαν ασφάλεια και σιγουριά.
«…Κι ο Γιώργος πίσω
γύρισε και στον Αντώνη λέγει:
Σήκω Αντών’ να φύγουμε πάμε κάτω στο Βάλτο
μας πρόδωσαν οι φίλοι
κι αδελφοπιτοί μας» (βλάμηδες)
Αλλά και ο μικρότερος αδελφός του ο Κώστας Λεπενιώτης που
δολοφονικά χτυπήθηκε τη μέρα της
Λαμπρής από τους ίδιους σχεδόν Τουρκολάτρες στην πλατεία του Φουρνά την ώρα που
έβγαινε από την δεύτερη Ανάσταση, κάτω κει στο Βάλτο τον μετέφεραν όπου προσεύχεται
στον Άγιο Δημήτρη της Βαρετάδας.
«Αφέντημ’ Άη Δημήτρη μου από τη Βαρετάδα
αν δε σε φκιάσω ολόχρυσο
κι αν δε σε ζωγραφίσω
να γέρευε το χέρι μου και το δεξί μου
πόδι
κι αν δεν τον κάψω το
Φουρνά μια ώρα ας μη ζήσω»
Πηγή φωτο:http://www.myamfilochia.gr/
Κατά την παράδοση, στη
δεξιά εξωτερική γωνιά της Μονής το 1800 άνθρωποι του Αλή Πασά δολοφόνησαν τον απροσκύνητο
οπλαρχηγό του Βάλτου Γιώργο Θώμο, που κατάγονταν από το Σπάρτο της Επαρχίας
Βάλτου. Επειδή ήταν ταχύς και γενναίος και γιγαντόσωμος πήρε και το όνομα
Σπαρτιάτης. Ο περίφημος εκείνος Κλέφτης με πραγματικό πάθος πολέμησε τους
Τούρκους και μερικούς ομοθρήσκους του που συνεργάζονταν με τον εχθρό. Όλους
τους διώκτες του ντερβεναγάδες, τον ένα κατόπιν του άλλου τους κατενίκησε, μα
και ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τις δόλιες προθέσεις του Αλή Πασά. Πέραν αυτών
πολλές ζημιές και καταστροφές από τον Γιώργο Θώμο έπαθε και ο ίδιος ο Αλή Πασάς
που για να τον εκδικηθεί του αιχμαλώτισε τους Αλβανοβλάχους τσοπάνηδες μαζί και
το γιο του επίσης Αλβανοβλάχου και πράκτορα του Αλή Πασά Γιόγκα Καραγκούνη και
του κατέσφαξε πέντε χιλιάδες (5.000) πρόβατα που έβοσκαν στον κάμπο της
Αμφιλοχίας - Λεπενούς.
«Άδικα αφέντημ’ άδικα από το Γιώργο Θώμο
τα πρόβατα σου έσφαξε κι εμάς επήρε σκλάβους.
Για κάνε σάμπρι Γιάγκο μου πεντέξι δέκα μέρες
και θα τον φέρω ζωντανά του παίρνω το κεφάλι».
Μανιασμένος ο τύραννος των Γιαννίνων για τα διατρέξαντα
κάλεσε στο σεράγι του τον αρματολό του Βάλτου Δημ. Καραΐσκο και του παρήγγειλε
να του φέρει το παιδί του Ανδρέα γιατί επιθυμία του ήταν να το γνωρίσει. Σαν
έφθασε όμως στα Γιάννενα ο Καραΐσκος με το γιο του ο Αλή Πασάς του είπε:
«Καραΐσκο βοήθησε με να εκδικηθώ τον Γιώργο Θώμο άλλως θα διατάξω να κόψουν το
κεφάλι του παιδιού σου το οποίο θα κρατήσω στην εξουσία σαν όμηρο (ρεέμι) έως
ότου μείνω ευχαριστημένος». Κάτω από τις συνθήκες αυτές ο εκβιασμός του
πανούργου και σατανικού Αλή Πασά πέτυχε απόλυτα.
Επιστρέφοντας στο Βάλτο ο Καραΐσκος για να γλυτώσει τη ζωή
του γιου του παρήγγειλε στον Γιώργο Θώμο ότι θέλει να τον συναντήσει, ο τελευταίος
πήγε στην παραγγελία του φίλου του, και κατ’ άλλους συγγενείς του, στο σημείο
που γράφουμε πιο πάνω, και εκεί έπεσε στην παγίδα των ανθρώπων του Αλή Πασά
που τον περίμεναν υπό τον Γιουσούφ Αράπην όπου δέχθηκε τις ομοβροντίες των αναμενόντων
δολοφόνων του.
Όμως, παρά τις ομοβροντίες που δέχθηκε ο ακατάβλητος ήρωας
δεν λύγισε αλλά αντεπετέθη κατά των δολοφόνων του. Βλέποντας οι τελευταίοι το
ακαταμάχητο του ήρωα κάποιος εκ των δολοφόνων του εφώναξε «βαράτε τον με τα
χατζάρια». Οπότε όλοι μαζί επέπεσαν με τα «χατζάρια» και του έσπασαν τις κνήμες
και μοιραίως τον αποτελείωσαν. Αυτό ήταν το τέλος του θρυλικού Γιώργου Θώμου,
τον οποίον ο Φωριέλ τον ονομάζει έναν δεύτερον Ανδρούτσον.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»,
Νοέμβριος 1977
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου