ΤΟ ΤΣΑΡΟΥΧΙ
του Κώστα Φλώρου («Περαστικού»)
Μετά τη γκλίτσα, το τσαρούχι είναι εκείνο που επιτρέπει στον κτηνοτρόφο και σε κάθε ξωμάχο, να πατήσουν σταθερά σε κάθε ομαλό και σε κάθε ανώμαλο έδαφος. Το τσαρούχι είναι εκείνο που δίνει φτερά στους Ρουμελιώτες κι όλους τους άλλους ορεσίβιους της χώρας μας, για να κινούνται με ταχύτητα αστραπής και να διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματα τους, έναντι των καλοβολεμένων συνανθρώπων τους, του κάμπου και της πόλεως.
Το τσαρούχι είναι εκείνο που οδήγησε τους ανθρώπους των άγονων χώρων της Πατρίδας μας, στα σχολεία προκειμένου να μορφωθούν, να εξελιχθούν πνευματικά και να γίνουν ηγήτορες και άρχοντες αυτού του τόπου.
Τσαρούχια και γουρουνοτσάρουχα φόρεσαν ακόμη, πολλοί διαπρέψαντες στρατιωτικοί, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες της χώρας μας, στα πρώτα βήματα της ζωής τους, όπως: οι Μακρυγιάννης, Κολοκοτρωναίοι, Καραϊσκάκης, Διάκος, Δίκαιος κι όλοι οι παντός βαθμού αγωνιστές του ‘21, ακολουθήσαντες το παράδειγμα των αρματωλών και των κλεφτών μας.
Τσαρούχια φόρεσαν οι: Βενιζέλος, Δεληγιάννης, Γούναρης, Τρικούπης, Τσαλδάρης, Μακρόπουλος, Ευταξίας, Αβέρωφ, Καλαντζής, Σουφλιάς και άπειροι άλλοι παραδειγματισθέντες, από τον Όθωνα και τους άλλους τσαρουχοφόρους της Αυλής του.
Αργά αλλ’ ασφαλώς, το τσαρούχι έγινε το εθνικό έμβλημα μας, αλλά και το εθνικό μας πυραυλοβόλο, τη δράση και ευθυβολία, του οποίου, δοκίμασαν πρώτοι οι Ιταλοί στα κακοτράχαλα και χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Το τσαρούχι, θρύλος σ’ όλες τις διαστάσεις, σ’ όλες του τις εκδοχές. Τσαρούχια φορούσε ο Ερμής κι όλοι οι Ολύμπιοι θεοί μας, τσαρούχια κι ο Ποσειδώνας όταν πατούσε τη στεριά. Τσαρούχια ο Μέγας Αλέξανδρος, τσαρούχια ο Οδυσσέας κι όλοι οι πολεμιστές της Τροίας, τσαρούχια ο Ηρακλής, όταν εκτελούσε τους άθλους του, τσαρούχια οι Κένταυροι και οι γίγαντες ο Ιάσων και οι Αργοναύτες, που έκλεψαν το χρυσόμαλλο δέρας. Με τα τσαρούχια κοιμόνταν ο Μενέλαος.
Τσαρούχια φορούσε ο Φειδιπίδης, όταν μετέφερε το άγγελμα της νίκης κατά των Περσών από το Μαραθώνα στην Αθήνα, τσαρούχια κι ο πρώτος ολυμπιονίκης, Μαραθωνοδρόμος, Σπύρος Λούης, το 1869.
Τσαρούχια φορούν ακόμη και σήμερα οι άγγελοι, για να εκτελούν αστραπιαία τις εντολές του Κυρίου και να μπορούν σε ένδειξη ευχαριστιών και υποταγής, να πετούν και ν’ ακουμπούν τον ουρανό με τα φτερά τους. Τσαρούχια κι ο Δαυίδ, όταν κατατρόπωσε τον Γολιάθ. Τσαρούχια ο Μπαρμπαγιώργος του θεάτρου σκιών, τσαρούχια κι ο Θύμιος απ’ τη Μακρακώμη, του ελαφρού θεάτρου.
Τέλος, τσαρούχια φορούσαν οι τσολιάδες του 42 Συντάγματος Ευζώνων κι όλο το Ευζωνικό. Τσαρούχια φορούσαν οι Σουλιώτισσες, όταν έσερναν το χορό του Ζαλόγγου.
Όμως, αυτοί που τα φορούσαν έπρεπε να έχουν ατσάλινες αρίδες, σιδερένια μπράτσα, ακέρια σωματική ρώμη, αετίσιο βλέμμα και πέρδικας λαλιά!!! Χρειαζόταν τόλμη και αξεπέραστη παλληκαριά συνυφασμένη με πατροπαράδοτη λεβεντιά. Πολλοί τα φόρεσαν τα τσαρούχια με υπερηφάνεια και ικανοποίηση, πολλοί τα φόρεσαν από φτώχεια και ανάγκη.
Οι πρώτοι τα ήθελαν κόκκινα με ριζοβελονιές, χρυσοποίκιλτα και με φούτνα από μετάξι, ραμμένα με μπερσίμι και στολισμένα γύρω γύρω για να προκαλούν εντύπωση. Αν προσθέσουμε στα τσαρούχια, τις σχετικές τσαρουχόπροκες, έχουμε ένα τέλειο υπόδημα, ελαφρύ, απλό και πρακτικό, ικανό να πατήσει και τα πιο δύσβατα βουνά.
Εκείνοι, αυτής της κατηγορίας που τα φορούσαν, είχαν φιλοδοξίες, παλληκαριά, υπερηφάνεια και προπαντός οικονομική επιφάνεια. Άλλα ήταν τα καθημερινά, άλλα τα γιορτινά κι άλλα τα γαμπριάτικα, ανάλογα με το μεράκι των κατασκευαστών στο θέμα του στολισμού. Το τελατίνι, ήταν για τους γαμπρούς, τους σαρακατσαναίους, τους βλάχους και τους γύφτους, μια κι είμαστε μια γενιά.
Τα βασικά υλικά ήταν: Λευκό δέρμα γίδινο ή βοδινό.
Οι δεύτερης κατηγορίας φέροντες, που είχαν τις δικές τους φιλοδοξίες, τα ήθελαν στρωτά και ελαφριά, χωρίς πολλές πρόκες και πολλές φορές χωρίς φούντες για να κινούνται εύκολα στη δουλειά τους. Σ' αυτούς αρκούσαν δέρματα γουρουνιού, κυρίως ακατέργαστο, για γυναίκες και άντρες. Αυτά προπαντός αυτοκατασκευαζόμενα και χωρίς συνδετικά υλικά. Ένα λουρί από το ίδιο δέρμα αρκούσε. Τα ήθελαν φθηνά και ελαφριά, για εύκολη κίνηση.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ενός τσαρουχοφόρου, είναι μια δεύτερη φούντα στην παραδοσιακή άσπρη κάλτσα και μια τρίτη, στο κόκκινο φέσι ή φάριο ή μαύρη κλασσική σκούφια, το λευκό πλατυμάνικο πουκάμισο και η απαραίτητη φουστανέλλα, χακί ντουλαμάς και τα απαραίτητα πεσλιά.
Στην ονοματολογία του στρατιωτικού υλικού τα τσαρούχια ονομάζονται «ξεπέτσωτα». Για τη συμπλήρωση τους, χρειαζόντουσαν, οι τσαρουχόπροκες και τα κατήματα (πετσώματα) κ.λπ.
Από παλαιότατων χρόνων είχαν δημιουργηθεί, σε διάφορα διοικητικά κέντρα, όπως τα Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Λάρισα, Λαμία κ.λπ., εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων και κατασκευής τσαρουχιών, τα οποία είχαν εξελιχθεί σε αξιόλογες βιοτεχνίες. Τα κέντρα αυτά παραγωγής τσαρουχιών εξαιρετικής τέχνης λειτουργούσαν για όλο τον κόσμο, για τους τσελιγγάδες και τους αρχιλήσταρχους και ήταν αριστοτεχνικά διακοσμημένα. Σήμερα έχουν περιορισθεί αισθητά, τα κέντρα αυτά κι όσα απέμειναν, ήταν χρήσιμα για τις ανάγκες των φουστανελλοφόρων των προεδρικών φρουρών, με τη διαφορά, πως κανείς πρόεδρος δε φόρεσε τσαρούχια, λόγω καταγωγής και λόγω προσηλώσεως στο πρωτόκολλο του θεσμού.
Στη Λαμία υπήρχε μεγάλος οργασμός τσαρουχοποιίας, βοηθούντος και του 42 Συντάγματος Ευζώνων και ληστών της περιοχής. Για τη βιοτεχνία τσαρουχιών στη Λαμία, έγραψε, λίαν εμπεριστατωμένη λαογραφική και ιστορική μελέτη, όπου αναφέρονται τα υλικά και τα εργαλεία της τέχνης, ο εκλεκτός καθηγητής φιλόλογος Δημ. Νάτσιος: «Τσαρουχάδικα και τσαρουχάδες της Λαμίας» (19-20ος αιώνας).
Πρωτεύουσα θέση, η σπάνια αυτή μελέτη, κατέχει στα «Φθιωτικά Χρονικά» 1989. Εκεί αναφέρει τα πάντα. Τα γνωρίσματα της τέχνης, τα οικονομικά οφέλη, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και όλα τα χρειαζούμενα εργαλεία. Ιστορία της τέχνης και ονοματεπώνυμα ονομαστών τσαρουχοποιών.
Όπως λέει στη σύντομη ιστορία του ο Δημ. Νάτσιος «η λέξη τσαρούχι (τσαρούχιν) στη μεσαιωνική εποχή, τσαρούχ και τσαρούκ, στα τουρκικά και στην τουρκική γραφή (τσαρίκ), σημαίνει το χειροποίητο υπόδημα, το οποίο κατασκευαζόταν και κατασκευάζεται από κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα ζώου κι από άλλα υλικά».
Στη Λαμία ήκμασε η τέχνη αυτή από της απελευθερώσεως και προ αυτής μέχρι σήμερα και κατάφερε να υποδήσει πλούσιους και πένητες της υπαίθρου, αλλά και οργανωμένα σώματα του στρατού. Ο λαός είναι υπερήφανος για τους τσαρουχοφόρους. Για όλους θα αποτελούσε συγκινητική ανάμνηση το γεγονός αυτό, αν δεν υπήρχε η ανακτορική φρουρά και οι δημοτικοί χοροί, που εξακολουθούν να μας τέρπουν και να μας διδάσκουν, με τις σχετικές χορευτικές ιπτάμενες φιγούρες.
Ενθουσιάζονται όλοι, γιατί ξέρουν, πως το τσαρούχι είναι εκείνο που δίνει φτερά στα πόδια και μεράκι στην καρδιά. Πως δείχνει την παλληκαριά, την υπερηφάνεια και τη λεβεντιά στο ρυθμικό λίκνισμα των χορευτών. «Ταρούχ’ φούντα, φέσ’, καμάρ’, λεβεντιά, περηφάνια και δακτυλίδι μέσ’...».
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 9, Σεπτ. 1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Ευθυμίου Τάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου