TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

"Ο Λογγοπερπατάρης"


«Ο Λογγοπερπατάρης»
(Αποσπάσματα από το ομώνυμο έργο του Βασίλη Λαμνάτου)

            Ό,τι κι αν λέτε δεν ακώ, γιατί κρατώ φλογέρα,
            που ξέρει μόνο τους καημούς της Ρούμελης να παίζει!
                                                #
            Διαβάτη δω π’ ακούμπησες πολύ να μην καθίσεις
            γιατ’ είν’ τα λόγια πλανερά κι οι βρύσες λησμονήτρες!
                                               #
            Περνώ κι ολούθε γύρα μου το μάτ’ αργοβοσκάει
            σε βλαχοστάνες και βουνά, σε διάσελα και λόγγια.
            Βοσκούλα βρίσκω στη Δροσιά, βοσκούλα και πιο πάνω
            στου πλάτανου την δροσερήν ισκιάδα να κοιμάται
            με το ταγάρι στο πλευρό και το φλασκί της πλάι.
            Παγοπατάω στα μαλακά να μην τήνε ξυπνήσω
            και της σκορπίσω άθελα στον κόρφο της τον φόβο.
            Λοξοδρομώ τη διάβα μου κι απέκεια μονοπάτι
            παίρνω με πόδια φτερωτά για τ’ αψηλά Βαρδούσια.
                                               #
            Κάθε χρονιά που γιόρταζαν οι μπιστικοί στις στάνες
            την μέρα της Ανάληψης, πάηνα κι εγώ κοντά τους.
            Λέγαν, θυμάμαι, τη γιορτή τσοπάνικην οι βλάχοι
            κι απ’ τα βαθιά χαράματα καθένας τα σφαχτά του
            τα ‘ψην’ αλάργ' οθ' εύρισκεν απανεμιά και ξύλα.
            Γύρω νιοβλάστερη χλωρή η πλάση πέρα ως πέρα
            με τα νερά τ’ αστείρευτα, με τις δροσιές στην πλάτη,
            ανάσαινε και μοίραζε, σαν απλοχέρα κόρη
            ό,τ ι γεννιόταν κι άνθιζε στο θεϊκό της κόρφο!
                                              #
           Πιο πέρα, κει π' αχνόφεγγε τρεμουλιαστό λυχνάρι,
           δίπλ’ απ' εμάς καθότανε ανέγγιχτα κορίτσια,
           της γειτονιάς και του σπιτιού μ’ ονείρατα στη σκέψη,
           π' άλλα καθάριζαν μαλλιά κι άλλα μαζεύαν γνέμα
           κι άλλα τ' ασπρόμαυρα μαλλιά ξαίνανε στα λανάρια
           κι άκουγες γέλια κι έβλεπες, αγνά χυμένα νιάτα
           δίπλα, τριγύρω στη γωνιά, κοντά στα παραγώνια!...
                                              #
           Άιντε, σαλάγα, Μάρω μου, τη σιούτα να περάσει
           να την αρμέξω, γιατ' αυτή κάθε φορά μου χύνει
           το γάλα με τ' αφρόγαλο, μπροστά στον αρμεγώνα
           κι έρχονται όλα του βουνού τα ξηραμένα, Μάρω,
           στη στρούγκα και φωλιάζουνε και μας παραμονεύουν.
           Λίγο προχθές σε τούτο δω, το έρμο στρουγκολίθι
           να με δαγκάσει έλειψε, φαρμακερός σαπίτης
           και να χαθώ παράκαιρα πριν έρθουν τα στερνά μου.
           Τη ρούντα, Μάρω, τη ζαβή, τη στέρφα, τη μαρμάρα
           μήπως την είδες πουθενά σε βράχο κλειδωμένη;
           Την έχω χάσ' από προψές κι ακόμα δεν την είδα,
           ούτε σε ξάριο για να βγει ούτε να ‘ρθεί στη στρούγκα
           κι ούτε στο γρέκι τη νυχτιά να πέσει να πλαγιάσει.
           Κάποιο αγρίμι του βουνού ή σταυραητός του βράχου
           σε ζάλογγο, σε κρεμαστό στεφάνι, θα την τρώγει,
           κι εγώ ο μαύρος καρτεράω τη ρούντα ν’ απαντήσω...

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: