TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ο Βενέζης και η Λαμία


Ο Βενέζης και «Η κυρούλα της Λαμίας»
(του Τάκη Ευθυμίου)
Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q=νταμάρι+ξηριώτισσας+Λαμίας&safe

Ο πολυγραφότατος & πολυβραβευμένος Ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης δεν είναι μονάχα γνωστός στο Πανελλήνιο, αλλά διαβάστηκε πολύ και στο εξωτερικό. Μας κληρονόμησε διαλεχτές σελίδες αφηγηματικής λογοτεχνίας. Το έργο του περιχαρακώνεται σ’ ένα εθνικό καλλιτεχνικό τρίπτυχο που περιλαμβάνει: 1) Τη μαρτυρική Ιωνία που μεγαλούργησε από πολύ παλιά στα όμορφα παράλια της Μικράς Ασίας, άλλης μιας χαμένης πατρίδας 2) Το χιλιοτραγουδισμένο καταγάλανο Αιγαίο & 3) Τον στεριανό ελλαδικό χώρο του αιματοβαμμένου από δυο παγκόσμιους πολέμους κι ένα εμφύλιο αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Το «Νούμερο 31.328» είναι το συγκλονιστικότερο μυθιστόρημά του που αναφέρεται στη σκλαβιά που έζησε ο ίδιος δεκαεφτάχρονος, αιχμάλωτος στα τουρκικά καταναγκαστικά έργα της Ανατολής, από τη Μικρασιατική καταστροφή ως το 1923. Άλλα σπουδαία, πολυδιαβασμένα έργα του είναι: «Γαλήνη», «Αιολική γη», «Έξοδος», «Ώρα πολέμου», «Νικημένοι», «Αργοναύτες» κ.α.
Ο Ηλίας Βενέζης, ελάχιστοι το γνωρίζουν, είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό με την πόλη της Λαμίας την οποία επισκεπτόταν τακτικά, αφού εδώ ζούσαν οι δυο αδερφές του. Μάλιστα, τη μία απ’ αυτές την Αγάπη Μολυβιάτη γνώριζε προσωπικά ο ρουμελιώτης λογοτέχνης Απόστολος Ζορμπάς, ο οποίος πρώτος έκανε γνωστό αυτό το θέμα, απ’ τον οποίο  αντλούμε κι εμείς σχετικά στοιχεία.

Εδώ, λοιπόν, στη Λαμία ο Βενέζης εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα και έγραψε δυο διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Ώρα πολέμου». Το πρώτο τιτλοφορείται: «Η κυρούλα της Λαμίας» & το δεύτερο «Παρασκευή» και έχει σαν τοποθεσία δράσης το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής κοντά στη Μεγάλη Βρύση. Εμείς θ’ ασχοληθούμε με το πρώτο, την κυρούλα της Λαμίας, επειδή διαπνέεται από έντονα συναισθηματικά στοιχεία και συγκινεί αφάνταστα τον αναγνώστη.
Το διήγημα αυτό αποτελείται από οχτώ ενότητες, παρουσιάζει δραματική πλοκή, φυσικότητα στην αφήγηση, χωρίς έντονο λυρικό φόρτο και μας προκαλεί το φόβο και τον έλεο. Αρχικά, γίνεται λόγος για τα παιδικά χρόνια της ηρωίδας που την εμφανίζει «δεμένη με τη γη της πατρίδας της, όπως η φωτιά με τη φλόγα και δίσταζε να περάσει τα γύρω βουνά», ύστερα αναφέρεται στην εφηβεία της όταν γνώρισε και παντρεύτηκε το λεβέντη πετρά, που δούλευε στο νταμάρι της Ξηριώτισσας, «το οποίο βασίλευε πάνω στη ζωή τους και στη μοίρα τους». Ακολουθούν, η γέννηση αγοριού, η δεύτερη μεγάλη χαρά μετά τον γάμο κι αργότερα ο  σκοτωμός του πετρά πατέρα, όταν γλίστρησε στον γκρεμό του νταμαριού, το πρώτο τραγικό πλήγμα της μοίρας που δέχτηκε η ηρωίδα Μαρία…
-Γιε μου, έλεγε στ’ αγόρι, φυλάξου εσύ απ’ το νταμάρι! Εσύ να μη γίνεις πετράς!
Και να που πλάκωσαν τα μαύρα χρόνια της τριπλής Κατοχής «που τα παιδιά, οι γερόντοι κι οι γυναίκες πέφταν απ’ την πείνα στο δρόμο και πέθαιναν. Όσοι μπορούσαν, παίρναν τα βουνά να πολεμήσουν». Μαζί τους, κυνηγημένος από άθλιους συνεργάτες των Κατακτητών κι ο γιος της Λαμιώτισσας. Μα οι Γερμανοί τον έπιασαν λαβωμένο και τον έφεραν στη Λαμία, μαζί με τρία άλλα παιδιά. «Τ’ ανέβασαν μετά τα μαρτύρια, στην κορυφή του γκρεμού στο νταμάρι κι ουρλιάζοντας τα ‘σπρωξαν και έπεσαν. Γέμισε ο τόπος αίματα πάλι, όπως πριν, γιατί ο τόπος είναι βολικός κι εκεί οι Γερμανοί σκότωναν τους πατριώτες…
-Άχου η βαριόμοιρη! ολόλυζε η μάνα του, σαν πήρε το μήνυμα και πήγε να μαζέψει το λείψανό του. Και δένοντας τα περιστατικά της φοβερής μοίρας, που τη χτυπούσε για δεύτερη φορά, μουρμούρισε τρέμοντας!
-Το νταμάρι!
Στην επόμενη ενότητα ο συναισθηματικός τόνος κορυφώνεται,  όταν πια η αφήγηση πλουτίζεται με εύρημα παρμένο απ’ τη σκληρή πραγματικότητα. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο νταμάρι πέντε παλληκάρια. Η ηρωίδα μας με μια γειτόνισσα πήγαν να τα συμμαζέψουν και παράμερα βρήκαν ένα απ’ αυτά βαριά λαβωμένο που βογγούσε. «Η κυρούλα της Λαμίας κάθεται μ’ αυτό το άγνωστο παλληκαράκι στην αγκαλιά της και τα δάκρυά της τρέχουν και γίνονται ένα με το αίμα του…». Το έκρυψαν με χόρτα και τη νύχτα η κυρούλα το μετέφερε με το χειροκίνητο καροτσάκι της με τις δυο ρόδες στο καλύβι της, διατρέχοντας φοβερό κίνδυνο ν’ ανακαλυφθεί από τους κατακτητές, όπου και το περιποιήθηκε.
Παρακάτω κυριαρχεί το δίλημμα: τι θ’ απογίνει ο λαβωμένος, που επέμενε να φύγει προς τα βουνά και την ελευθερία., Πώς θα περάσει τα μπλόκα; Πώς θα περπατήσει πληγωμένος;
-Σε περνώ με το καροτσάκι μου απ’ τα Γερμανικά φυλάκια, του είπε βλέποντας την επιμονή του και την ανησυχία του.
Θα έπαιζαν μονά-ζυγά τη ζωή τους κι οι δυο. Η αγωνία μεγαλώνει. Στη συνέχεια μας δίνεται η λύση, που μας λυτρώνει απ’ τον συγκλονισμό.
«Στο έρημο μονοπάτι του βουνού μια μαυροντυμένη κυρούλα ολοένα ανηφορίζει. Σπρώχνει το καροτσάκι της φορτωμένο με κλαδιά. Μα τούτα έχουν ψυχή, πότε-πότε σαλεύουν. Ο ίδρος στάζει. Σκύβει και ψιθυρίζει:
-Φτάνομε, γιε μου!
Είχε πια περάσει τα Γερμανικά φυλάκια, το μέρος με τον κίνδυνο. Κι όλο κόντευαν εκεί που πρέπει…
-Για δες που ήταν να τα περάσω κι εγώ τα βουνά τώρα στο τέλος, ψιθύρισε καταϊδρωμένη, ενώ το αγέρι φυσούσε ανάλαφρο».
Αθάνατη γυναίκα του Λαού μας, αλύγιστη Λαμιώτισσα Ελληνίδα, η λογοτεχνία του Βενέζη σου ΄δωσε τη θέση που σου ταιριάζει στο πάνθεον της δοξασμένης ιστορίας της Ρούμελης κι ολάκερης της Πατρίδας μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: