TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Ο ιστορικός νερόμυλος Πλατυστόμου

Ο νερόμυλος του χωριού Πλατυστόμου από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα

[Ντίνος Ευθυμίου]


O Πολιτιστικός Σύλλογος Πλατυστόμου «ο Πηλέας» ανέδειξε πρόσφατα τον ιστορικό ρόλο του νερόμυλου Πλατυστόμου ως ενός από τα πρώτα ορμητήρια της Εθνικής Αντίστασης. [1] Πέρα από τα ιστορικά δεδομένα υπάρχει και μια πλούσια προφορική παράδοση, όπως διασώθηκε από γενιά σε γενιά, η οποία σχετίζεται με το οίκημα και ανάγεται στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Το παρακάτω κείμενο είναι βασισμένο σε προφορικές διηγήσεις του πατέρα μου Γεωργίου Κ. Ευθυμίου και σε γραπτές σημειώσεις του. Οι αφηγήσεις του προέρχονται από διηγήσεις των προγόνων του και άλλων κατοίκων του χωριού, οι οποίοι γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν οι μνήμες από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους ήταν νωπές.

Ο παλιός νερόμυλος βρίσκεται νοτιοδυτικά του Πλατυστόμου, στη θέση Πασαλή, στην οποία υπάρχει και ένας άμπλας, βρύση από την οποία τροφοδοτούνταν με νερό το χωριό, με την ονομασία Πασίνα. Τα ονόματα της περιοχής είναι παράγωγα της λέξης πασάς. Το όνομα πασάς σήμαινε ανώτερο οθωμανό αξιωματούχο, όμως ως ένδειξη σεβασμού απευθυνόταν και σε κατώτερους βαθμούς της οθωμανικής ιεραρχίας (αγάδες, μπέηδες κλπ). Γύρω στα 1750-1790  το διώροφο κτίριο με την κεραμωτή σκεπή ήταν ο «πύργος» του τούρκου αγά της περιοχής. Ο αγάς ήταν ένα είδος κατώτερου αξιωματούχου ο οποίος είχε ρόλο εποπτικό και φοροεισπρακτικό στο ιδιότυπο φεουδαρχικό σύστημα της τουρκοκρατίας. Η κεντρική εξουσία (Υψηλή Πύλη) του παραχωρούσε μια περιοχή, την οποία μπορούσε να εκμεταλλευτεί συλλέγοντας ένα μέρος της σοδειάς που καλλιεργούσαν οι ντόπιοι, υπο μορφή φορολόγησης (δεκάτη, χαράτσι κλπ). Το όνομα του αγά φαίνεται να είναι Αλής, και μάλλον από εκεί προκύπτει το όνομα της τοποθεσίας Πασαλή.

Περίπου 200 μέτρα βορειοανατολικά του μύλου βρίσκεται η παλιά εκκλησία του χωριού, ο Αγ. Νικόλαος και 100 μέτρα δυτικά της εκκλησίας αρχίζει η περιοχή Παλιοχώρια, τοποθεσία στην οποία όπως μαρτυρά το όνομά της, βρισκόταν το παλιό χωριό του Πλατυστόμου. Φαίνεται ότι ο αγάς συμμετείχε στις κοινωνικές εκδηλώσεις των κατοίκων του χωριού, οι οποίες περιλάμβαναν πανηγύρια λόγω θρησκευτικών γιορτών ή άλλων γεγονότων όπως γάμοι, βαφτίσεις κλπ. Σε αυτές τις εκδηλώσεις σύσσωμη η κοινότητα χόρευε και τραγουδούσε τα γνωστά σε μας δημοτικά τραγούδια. Σε μία τέτοια εκδήλωση οι παρευρισκόμενοι λένε το γνωστό τραγούδι που εξέφραζε τον πόθο για τον ξεσηκωμό του γένους:

«Ακόμα τούτ’ την άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες,

τούτο το καλοκαίρι, Μοριά και Ρούμελη,

όσο να ’ρθεί ο Μόσκοβος ραγιάδες, ραγιάδες,

να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη…»

Αυτό το τραγούδι, το οποίο ήταν διαδεδομένο την εποχή λίγο πριν την εξέγερση του 1770, γνωστή με την ονομασία «Ορλωφικά», προκάλεσε την αγανάκτηση του αγά, ο οποίος παρευρισκόταν στο γλέντι, αφού το θεώρησε προσβολή και αμφισβήτηση της εξουσίας του. Ο αγάς ακούγοντας τους στίχους, σηκώνεται και εγκαταλείπει το γλέντι λέγοντας «αυτό θα το δούμε...». Οι κάτοικοι του χωριού ξεχνούν την απειλή του αγά για λίγο καιρό, μέχρι τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, όταν ο παπάς σημαίνει τις καμπάνες για την Ανάσταση, η οποία στις ψυχές των σκλαβωμένων Ρωμιών είναι συνυφασμένη με την Ανάσταση του γένους. Ο αγάς, στο άκουσμα της καμπάνας, ενθυμούμενος την προσβολή, παίρνει το όπλο του, πυροβολεί και σκοτώνει τον ιερέα.

Οι χωριανοί θεωρούν μέγιστη προσβολή τη δολοφονία του ιερέα τους τη νύχτα της Ανάστασης και αποφασίζουν σε συνεννόηση με κλέφτες-οπλαρχηγούς της περιοχής να πάρουν εκδίκηση. Για αυτό το σκοπό στέλνουν στον πύργο μια γυναίκα, η οποία ήταν φίλη και έμπιστη της γυναίκας του αγά (της Πασίνας). Η γυναίκα κρατά μια ρόκα με την οποία έγνεθε το μαλλί μετατρέποντάς το σε νήμα-κλωστή. Το παραγόμενο νήμα τυλιγόταν στο αδράχτι. Σε κάποια στιγμή που δεν έγινε αντιληπτή η γυναίκα πετάει το αδράχτι έξω από ένα παράθυρο του δευτέρου ορόφου, το νήμα ξετυλίγεται, και από το μήκος του ξετυλιγμένου νήματος οι κλέφτες μπόρεσαν να υπολογίσουν το ύψος του παραθύρου και να κατασκευάσουν μια σκάλα. Μια νυχτιά οι κλέφτες ανεβαίνουν από το παράθυρο αυτό στον πύργο και εκτελούν τον αγά.

Τα αντίποινα των Τούρκων προς τους ντόπιους για το φόνο του αγά, σύμφωνα με τις διηγήσεις φαίνεται να είναι φοβερά, και ίσως αποτελούν εξήγηση για την εγκατάλειψη του παλιού χωριού και τη μεταφορά του στη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Ένοπλο σώμα Οθωμανών καταστρέφει και καίει το χωριό ολοσχερώς, όσοι από τους κατοίκους δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν στο κοντινό βουνό της Λαβανίτσας και τους παρακείμενους λόφους σφαγιάστηκαν. Από διηγήσεις φαίνεται ότι οι κάτοικοι λίγο έξω από τα λουτρά, εκεί όπου βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις της παλιάς ηλεκτρικής, είχαν φτιάξει πρόχειρα οικήματα-στάβλους όπου φύλαγαν τα άλογα, κατά κύριο λόγο, και άλλα ζώα. Αυτοί οι στάβλοι τότε ονομάζονταν αχούρια (αχούρι: στάβλος αλόγων, από την τουρκική λέξη ahir), ενώ μια παλιά βρύση η οποία υπάρχει σε αυτή την περιοχή, δίπλα στο ποτάμι, έχει το όνομα Αχουριώτισσα ή Αναχουριώτισσα. Οι στάβλοι αυτοί, καθώς και τα άλογα που υπήρχαν μέσα, δε γλύτωσαν της μανίας των Τούρκων, οι οποίοι έβαλαν φωτιά που επεκτάθηκε γρήγορα, λόγω των εύφλεκτων υλικών από τα οποία ήταν κατασκευασμένοι, (κορμοί πλατανιών και άχυρα). Από την καταστροφή, έμεινε ανέπαφη η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η εκκλησία υπάρχει μέχρι και σήμερα αν και ανακατακευασμένη αρκετές φορές.

Το χωριό φαίνεται να έμεινε έρημο, μέχρι την έλευση ενός νέου αγά, ο οποίος χτίζει νέο πύργο στη θέση που σήμερα ονομάζεται «Παλιόπυργος». [2] Το γεγονός αυτό τοποθετείται περίπου 30 χρόνια πριν την απελευθέρωση (1830), δηλαδή περίπου στα 1800. Δίπλα στον νέο Πύργο αναπτύχθηκε το «νέο» Πλατύστομο. Ο καινούργιος αγάς, ο Ισμαήλ, ήταν άνθρωπος καλός και θρησκευόμενος, αγαπητός στους κατοίκους και μετά την απελευθέρωση έφυγε ανενόχλητος, χωρίς να τον πειράξει κανείς. Είναι χαρακτηριστικό όταν οι ντόπιοι πήγαιναν να αποδώσουν τη δεκάτη, μεταφέροντας μέρος της σοδειάς τους στις αποθήκες του, ο αγάς δεν εξέταζε το περιεχόμενο λέγοντας «δε θέλω να δω τίποτα, βλέπει ο θεός». Εκμεταλλευόμενοι την απουσία ελέγχου και προσπαθώντας να περισώσουν τη σοδειά τους οι ντόπιοι δε γέμιζαν τα δερμάτινα ασκιά (δερμάτια) μέχρι πάνω με μούστο, αλλά τα φούσκωναν με αέρα, ώστε να δείχνουν γεμάτα. Στη συνέχεια τα άδειαζαν στην αποθήκη του αγά, σε μεγάλα βαρέλια (ανοιχτά, χωρίς καπάκι) τα οποία λέγονταν τραπεζονιές. Κάποιες φορές ο αγάς αντιλαμβανόμενος ότι οι τραπεζονιές δεν ήταν εντελώς γεμάτες τους έλεγε «εσείς γεμίσατε τα βαρέλια σας, αλλά τα δικά μου είναι άδεια». Τότε οι ντόπιοι απαντούσαν «ξεθύμανε o μούστος αγά μου», δηλαδή εξατμίστηκαν τα υγρά και ο περιεχόμενος μούστος συρρικνώθηκε.

Για να επιστρέψουμε στο Μύλο, ο πρώην πύργος του αγά έγινε κάποια στιγμή μετά την απελευθέρωση νερόμυλος, υπό την ιδιοκτησία της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής (βακούφικος), η οποία τον ενοικίαζε σε διάφορους μυλωνάδες. [3] Ο νερόμυλος κινούνταν το χειμώνα από τα νερά του Γαβριορέματος (Γαβράκια) και το Καλοκαίρι που το νερό από τα Γαβράκια λιγόστευε, κινούνταν από τα Λουτρονέρια. Η ενέργεια του νερού κινούσε τις μυλόπετρες, οι οποίες έτριβαν και άλεθαν τον καρπό (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη) μετατρέποντάς τον σε αλεύρι. Το 1920 μυλωνάδες ήταν οι Σπύρος Καλύβας και Ναούμ. Ο δεύτερος σκοτώθηκε σε ατύχημα, πέφτοντας από γκρεμό στη θέση «Αηδονάκι», προσπαθώντας να φτιάξει το «αυλάκι», δηλαδή να διευθετήσει την κοίτη του ρέματος που οδηγούσε στο μύλο. Αργότερα μυλωνάδες έγιναν οι Παύλος Σιταράς και Θεοφάνης Γαπκιάδης. Τελευταίος μυλωνάς, μετά την Κατοχή, ήταν ο Θωμάς Νιώρας από το Λιτόσελο. Ο μύλος έπαψε να λειτουργεί οριστικά κατά την περίοδο του εμφυλίου.

Το οίκημα του νερόμυλου Πλατυστόμου έχει ανεκτίμητη ιστορική αξία αναφορικά με την περίοδο της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί ένα λαογραφικό τεκμήριο της διαχρονικής παρουσίας και εξέλιξης του Πλατυστόμου μέσα στον 18ο και 19ο και 20ο αιώνα. Αυτό το κτίριο συνδέει τις προηγούμενες γενιές του Πλατυστόμου με το σήμερα, ενώ η βρύση (Πασίνα) αποτέλεσε σημείο συνάντησης για τους κατοίκους του χωριού, σε παλιότερες εποχές για τη συλλογή νερού, όταν το χωριό δε διέθετε σύστημα ίδρυσης. Για αυτούς τους λόγους καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η πρωτοβουλία του πολιτιστικού μας συλλόγου «ο Πηλέας» για την ανάδειξη, διατήρηση και τη μετατροπή του νερόμυλου σε μουσείο, χώρο ιστορικής μνήμης.

 

[1] Ο νερόμυλος χρησιμοποιήθηκε σαν στρατηγείο από τον Άρη Βελουχιώτη λίγο πριν το επίσημο ξεκίνημα του Απελευθερωτικού Αγώνα, το Μάη του ’42. Μαρτυρίες έχουν καταγραφεί στο άρθρο και το οπτικοακουστικό αρχείο: «Φθιώτιδα: Το άγνωστο κρησφύγετο του Άρη Βελουχιώτη» από το ειδησεογραφικό μέσο Lamianow.gr

Link:     bit.ly/3pNJVyU

[2] Λεπτομερείς ιστορικές πληροφορίες για την οικιστική και πληθυσμιακή διαμόρφωση και επέκταση του Πλατυστόμου μέσα στο χρόνο βρίσκονται στο άρθρο του προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου «ο Πηλέας» Κώστα Αθ. Ευθυμίου στο 2ο τεύχος της εφημερίδας «ο Πηλέας» με τίτλο: «ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΑΤΥΣΤΟΜΟ Η Αρχαία πόλη και ο λόφος Αστέρια».

Link:    bit.ly/2SxTKoz

[3] Σύντομη περιγραφή της ιστορίας του νερόμυλου Πλατυστόμου, βασιζόμενη σε πληροφορίες του Γεωργίου Ευθυμίου, γίνεται στην έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, «Φυσικές πηγές ενέργειας-Υδροκίνηση στην επαρχία Φθιώτιδας, Λαμία, 1998, των Μ. Π. Πολυμεροπούλου, Σ. Γ. Πολυκανδριώτη, Ε. Κ. Οικονόμου.

Ευχαριστίες: Ευχαριστώ τον αδερφό μου Γιάννη Ευθυμίου για την επιμέλεια και παροχή γραπτού υλικού από τις σημειώσεις του πατέρα μας.

 

Σημείωση: Το παραπάνω ενδιαφέρον ιστορικό και λαογραφικό άρθρο του αγαπητού Ντίνου Ευθυμίου δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος του περιοδικού "Πηλέας" που εκδίδει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πλατυστόμου

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου