TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Ένα θάμα στον Αγραφιώτικο Άη Γιάννη

ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ

«ΕΝΑ ΘΑΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΡΑΦΙΩΤΙΚΟΝ ΑΗΓΙΑΝΝΗ»

ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΚΑΤΟΥΝΟ 29 Τ΄ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΜΥΘΟΙ-ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

[Του Γιάννη Έλατου Μάκκα

να δημοσίευμα του λαογράφου Δημ. Λουκόπουλου (1874-1943), που βρήκα το 1996 στην εφημερίδα “Τριχωνίς” 1-1-1933) 

‘’Ενός θρύλου η θύμηση ήρθε να μου ταράξει τα ήσυχα τού νου μου νερά τώρα που διώχνουμε τον παλιό χρόνο πίσω και μπαίνουμε στον καινούριο. Αξίζει να σας το πω.

Πήγαινα απ΄τ΄Αγραφιώτικο Παλαιοκάτουνο στο Κεράσοβο της Ευρυτανίας το καλοκαίρι του 1923.

Ήταν 29 τ΄Αυγούστου, που γιορτάζει ο κόσμος στον Αη Γιάννη του, και πέρασα απ΄το παλιό αυτό μοναστήρι που ο Κατσαντώνης έπαιρνε ψωμί.

Δεξιά άκρη τ΄Αγραφιώτη σε μια βουνοπλαγιά ολοσκέπαστη απ΄αγριόδεντρα χωμένο το βρήκα να γιορτάζει το χρονιάρικο πανηγύρι του. Κόσμος και κοσμάκης απ΄'ολα τ΄Αγραφοχώρια είν΄ εδώ συμμαζεμένος. Ήρθαν γυναίκες για να φέρουν τα τάματά τους και να ζώσουν τον Άγιο, ήρθαν κι άντρες για να γλεντήσουν, ήρθαν και πολλοί ν΄αγοράσουν και να πουλήσουν, γιατί και παζάρι των γύρω χωριών είναι τούτο το πανηγύρι μια φορά το χρόνο, τώρα στις 29 τ΄Αυγούστου.

Και είναι παλιό, πολύ παλιό αυτό το πανηγύρι. Το βρήκε και τ΄άφησε πίσω του τ΄ατρόμητο παλικάρι ο Κατσαντώνης. Το είδαν κι όλοι οι άλλοι καπεταναίοι και κλέφτες όσοι πέρασαν απ΄τ΄Άγραφα στον καιρό της μαύρης σκλαβιάς...

Είδαν κι άκουσαν θαύματα και θαύματα τ΄Αη Γιάννη τ΄Αγραφιώτη. Και τον προσκύνησαν μ΄'ολη τη ζέση της καρδιάς τους, μ΄όλη την πίστη που στάθηκε ο πρόδρομος της ανάστασης του ελληνικού γένους.

Χρόνια και χρόνια πέρασαν από τότε κι όμως τα θάματα δε λησμονήθηκαν γιατί περνώντας από στόμα σε στόμα έφτασαν ως εμάς. Κι εγώ στο πέρασμά μου άκουσα να τα διηγούνται οι Αγραφιώτες σα νάγιναν χτες. Ένα που μου φάνηκε πιο τρανό απ΄τ΄άλλα το ρίχνω σήμερα στο χαρτί για να το μάθει ο κόσμος:

Πριν απ΄το 1821 ήταν τότε ακριβώς πότε ποιός μπορεί να πει; Εποχή που ο Καραϊσκάκης γύριζε καπετάνιος στ΄Άγραφα παραμονή τ΄Αη Γιαννιού και του μεγάλου πανηγυριού.

Ήρθαν ήρθαν κόσμος στο μοναστήρι...! Έφτασε κι ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του να προσκυνήσει τον Άγιο, να πανηγυρίσει κι αυτός σαν τους άλλους. Χρονιάρα μέρα μαθές ξημέρωνε το ταχύ που ούτε λάδι δεν τρώνε οι χριστιανοί. Έτσι λέει το βρήκαν απ΄τους παλιούς, έτσι πρέπει και να το παραδώσουν στους νιότερους. Τ΄αλαφάκι, βλέπεις ερχόταν στον Αη Γιάννη αυτήν τη μέρα τοσφαζαν και τον γιόρταζαν με το κρέας του το ιερό. Μια χρονιά κακή ώρα που έφτασε αργά. Ποιός ξέρει που έτρεχε το καημένο κι απόστασε. Αποσταμένο τόπιασαν οι θεοκατάρατοι και τόσφαξαν, το μαγείρεψαν και το μέρασαν ταΐνια. Μα ω του θαύματος ! Το τελευταίο ταΐνι ήταν ένα ανθρώπινο χέρι που έμεινε στον πάτο στο καζάνι.

Σημείο δίχως άλλο τ΄Αη Γιάννη γιατί δεν άφησαν τ΄αλαφάκι του να ξαποστάσει κι ύστερα να το σφάξουν. Αυτό ήταν όλο. Έκοψαν από τότε κι ύστερα οι χριστιανοί την κρεοφαγία αυτήν τη μέρα. Την περνούν με ψωμί, φασόλια κι εκείνα χωρίς λάδι. Κάνει μαθές να χαλάσουν το χατήρι του Άγιου μιάς και με το σημείο του έδειξε πως πρέπει να νηστεύουν οι παγγυριώτες ;

Ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του έπιασαν κι αυτοί σαν τους άλλους το γιατάκι τους για να ξενυχτίσουν εκείνο το βράδυ. Είπαν το ένα, είπαν το άλλο η κουβέντα τόφερε και για την αυριανή ξεροφαγία.

-Νηστεία, νηστεία ! ακούς απ΄όλους. Το καλεί η μέρα. Ένας τους δε θέλει ν΄ακούσει από νηστεία.

λα κι όλα, είπε. Παγγύρι με νηστεία δεν το καταλαβαίνω. Εννοώ να τον αγιάσω τον Αη Γιάννη με κρέας εγώ. Έχω τραγί, μα τι τραγί ! Μια πιθαμή ξύγκι έχει στα νεφρά του. Θα το πελεκήσω ταχιά κι όποιος θέλει από σάς ας μου κάμει συντροφιά στο ψητό !

Κοκκίνησε από θυμό ο Καραϊσκάκης από κει που τον άκουε. Δε βάσταξε άλλο.

-Αφέντη μ΄Αη Γιάννη μου, είπε ή θα το κάμεις ή θα το κάμω εγώ το θάμα !

-Πλαγιάστε, σύντροφοί μου κι αύριο θα δούμε ποιός θα κάμει συντροφιά στο ψητό τουτουνού του θεοκατάρατου, είπε θυμωτικά.

Τον πήραν όλοι. Ποιός ξέρει τι κακό έβλεπαν στον ύπνο τους για τ΄αυριανό θάμα.

Θεέ μ΄τι γινόταν ακόμα πριν χαράξει η αυγή και δώσει η μεγάλη του πανηγυριού η μέρα. Καμπάνες, σήμαντρα, φωνές κόσμου αντηχούν στα γύρω και κάτω μακριά στου Αγραφιώτη τη ρεματιά. Έφεξε καλά. Όλα λεν πως αρχίζει το πανηγύρι. Καλόγεροι, παπάδες, ψαλτάδες και καλανάρχοι διαβάζουν, ψέλνουν, καλαναρχούν στην εκκλησιά μέσα. Με πάση αυστηράδα προσώπου στέκεται στην εικόνα του ο αφέντης ο Αη Γιάννης κρατεί με το ζερβί χέρι το κεφάλι του και λέει «΄Ιδέτε τι παθαίνει όποιος έχει άδολη ψυχή σαν εμένα αλλά και τι μ΄αυτό ! «Μνήμη δικαίου μετ΄εγκωμίων».

Η εκκλησία μέσα πήχτρα από κόσμο γερόντοι, γυναίκες, παιδιά σταυροκοπιούνται, γονατίζουν, παρακαλούν τους Άγιους. Κάτι λέν όλοι μέσα τους άλλος για τον άρρωστό του, άλλος για τον ξενιτεμένο του, ίσως και κανέναν για το σκλαβωμένο του. Αλλά κι απόξω στην εκκλησιά μήλο αν ρίξεις κάτω δεν θα πέσει΄ μυρμήγκι αυτού όσος κόσμος δεν χωράει για να μπει μέσα.

Σταυροκοπήματα, μουρμουρίσματα, παρακάλια άλλα στον Άγιο εδώ.

Χρυσά γαϊτάνια λες και κρατούν στα χέρια τους οι γυναίκες ενώ έρχονται ολόγυρα στον τοίχο να τον περιζώσουν με τα κερένια ζώσματα που έφεραν απ΄το χωριό τους. Μιλιά δεν ακούς απ΄αυτές, ανασασμός από καμιανής στόμα δε βγαίνει. Τόσο είναι σεβαστικές, τόσο σοβαρές.

Μα να, σε λίγο έλαμψε κι ασήμι απ΄άρματα στο πλήθος μέσα πρόβαλαν οι λερές οι φουστανέλες των κλεφτών. Οι Καραϊσκαίοι είν΄αυτοί΄μπρος ο καπετάνιος, ξωπίσω τα παλικάρια προχωρούν για να μπουν στην εκκλησία κι ο κόσμος αναμερίζει, ανοίγει διάβα να περάσει η λεβεντιά και το καμάρι.

Σιμά να βγούνε τ΄Άγια είναι στην εκκλησία μέσα. Κι όμως το καταραμένο παλικάρι μένει όξω τέτοια ώρα. Τόβαλε ο Σατανάς να κάμει και καλά κείνο που βουλήθηκε για να γίνει το θάμα να πιστέψει ο κόσμος.

Πήρε το τραγί, τ΄ανασκέλωσε, το κρατεί απ΄τα πόδια κι έβαλε το μαχαίρι στο σελάχι. Δύρεται το δύστυχο ζώο, κλαίει, μ΄αυτός δεν ακούει από τέτοια. Ψάχνει στο ένα χώρισμα του σελαχιού, στ΄άλλο, πουθενά να βρει μαχαίρι ! Αντίς γι΄αυτό έπιασε πιστόλα δίχως να το καταλάβει. Κάνει να την πάει στο λαιμό του τραγιού, δεν ένιωσε κι αυτός καλά καλά, γιατί το χέρι του δε μπορεί να το διευθύνει κει που θέλει. Η μούρη από το πιστόλι ακούμπησε στον αφαλό. Το σκάνταλο πυροβόλησε, η αβζότη πήρε φωτιά κι ένα μπουμ ξαφνικό ακούστηκε. Τον πήρε στην κοιλιά ο μπαλαρμάς κι έπεσε χάμω νεκρός. Πελάγωσε το αίμα γύρω του. Δεν είναι θάμα τρανό και μεγάλο !

Ο τράγος σηκώθηκε και πάει να βοσκήσει.

-Τι είναι ; τι τρέχει ; Μπας κι ήρθαν Τούρκοι; ακούεται από παντού.

Κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το κακό χαμπέρι.. Το πήγαν και στην εκκλησιά μέσα. Τ΄άκουσε κι ο Καραϊσκάκης, μα καρφί δεν του κάηκε γιατ΄ήξερε αυτός. Όλοι τον κοιτάζουν όμως στα μάτια, να ιδούν και να μαντέψουν τι έχει μέσ΄το νου του και δεν ταράχτηκε, μα άδικα.

Όλος ο κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω στο σκοτωμένο άμα η εκκλησία απόλυσε. Διαρωτούνται πως πήρε το πιστόλι φωτιά, πως ο άνθρωπος έπεσε νεκρός, πως τούτο πως κείνο. Κανένας δε μπορεί να βρει την αιτία του άδικου χαμού του παλικαριού.

-Κάμετε το σταυρό σας, είπε ο Καραϊσκάκης που κι αυτός ήρθε να τον ιδεί κι από κοντά σκοτωμένο το σύντροφό του. Πρόλαβε έκαμε ο Αφέντης Αη Γιάννης το θάμα του ! Δεν άφησε σε μέναν για να το κάμω ! Ήθελε να μου χαρίσει το βόλι που χρωστούσα σε ένα σκυλί. Ακούς ο θεοκατάρατος να θέλει να φάει κρέας σήμερα. Νάτα τώρα. Καμαρώστε τον.

Με το στόμα ανοιχτό έμεινε όλος εκείνος ο κόσμος. Με μία φωνή δόξασαν τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο.

Το θάμα διαλαλήθηκε κι ως σήμερα ακόμα διαλαλιέται στη μνήμη του, όταν οι Αγραφιώτες συμμαζεύονται ναν τη γιορτάσουν.

ΔΗΜ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: