TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Δύο λόφοι μια ζωή

                                    ΔΥΟ ΛΟΦΟΙ ΜΙΑ ΖΩΗ

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Στον γυμνό λόφο κατάραχα έστεκε το τούρκικο τζαμί με το μιναρέ του κι απέναντι στο δασωμένο λόφο ήταν το ξωκλήσι του Αη-Γιώργη, με το πέτρινο καμπαναριό. Κι από κάτω στο απάγκιο, σε τέσσερις οικισμούς αντάμα ζούσαν και τούρκοι και ρωμιοί. Δυο θρησκείες, ένας λαός κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό, με τις ίδιες αγωνίες και καημούς.

 Η κυρα-Γιαννούλα κάθε πρωί άνοιγε το παράθυρό της να μπαίνει ο ήλιος κι ο Θεός. Αντίκρυ της ήταν ένα τούρκικο σπίτι ψηλό δίπατο με μια μεγάλη σκάλα, που οδηγούσε σ’ ένα ξύλινο μπαλκόνι χωρίς κάγκελα. Εκεί μέσα ζούσε η Σουλτάνα με τον άντρα της τον Μουράτ και τα έξι παιδιά τους. Η μοίρα της μιας και το κισμέτ της άλλης, τις έφερε τόσο κοντά, σε τούτο το άγονο και ορεινό χωριό, να παλεύουν με την ίδια φτώχεια, ώσπου έγιναν δυο καλές φίλες. Την μέρα που έλειπαν οι άντρες τους στις δουλειές, η Σουλτάνα την καλούσε για τσάι στον οντά της και τα έλεγαν τσάτρα πάτρα, όσο μπορούσαν να συνεννοηθούν. Έβγαζε το καλό σερβίτσιο με τα ποτηράκια, που ήταν ζωγραφισμένα με περίτεχνα σχέδια βιτρό και δίπλα έβαζε τα κουλουράκια και ένα κομμάτι μπακλαβά.

Ο  Λάμπρος, ο άντρας της κυρα-Γιαννούλας, δεν τα ήθελε αυτά τα πάρε δώσε με τους τούρκους και όλο μάλωνε και γκρίνιαζε γι’ αυτό.

-Δεν φτάνει που ήρθαν και μαγάρισαν τον τόπο μας, θα τους πιάσουμε και φίλους!

-Τι φταίνε κι αυτοί Λάμπρο μου, σάμπως αυτοί το διάλεξαν, άλλοι τους φέρανε, δυστυχώς άλλοι κανονίζουν τις ζωές των ανθρώπων.

-Τόσα χρόνια ραγιάδες μας ανεβάζουν, γκιαούρηδες μας κατεβάζουν. Εμάς μας γνωρίζουν τα βουνά, οι ραχούλες, ο αέρας, δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας.

 Κι όλο σιγόβραζε η οργή και ο θυμός μέσα του. Τα βράδια εξιστορούσε στα παιδιά του για την Κόκκινη Μηλιά και το μαρμαρωμένο Βασιλιά και πως μια μέρα θα ξαναπάρουμε την Πόλη. Εμείς τους έλεγε, είμαστε λαδοβαφτισμένοι, στις φλέβες μας κυλάει ρωμαίικο αίμα και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.

Μην μιλάς έτσι Λάμπρο μου, δεν ακούς τι διαβάζει ο παπάς στο ξόδι. «…και είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον: άρα τις εστί, βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός…»

Άμα πάμε κάτω στο κοιμητήριο στο Μυριά και μείνουν μόνο τα κοκαλάκια μας, άντε να πεις, ποιός ήταν έλληνας και ποιός ήταν  τούρκος, ποιός ήταν χριστιανός και ποιος μουσουλμάνος. Γι’ αυτό μη γεμίζεις με μίσος και κακία την ψυχή σου.

Ο Μουράτ ήταν κοντόχοντρος, μαυριδερός, με ένα παχύ μουστάκι και μπόλικη φαλάκρα. Ήταν ήρεμος άνθρωπος, κοίταζε τη δουλειά του και το σπίτι του. Οι τούρκοι ήταν απόλυτοι και αυστηροί με τις γυναίκες τους, επέμεναν να κρατούν τις παραδόσεις και τις επιταγές της θρησκείας τους. Αυτό όμως δεν ίσχυε στο σπίτι του Μουράτ, εκεί κουμάντο έκανε η Σουλτάνα, που ήταν τσαούσα γυναίκα, γύριζε πότε ξεκάλτσωτη με πασούμια και πότε χωρίς τσεμπέρι στο κεφάλι. Πήγαινε τα απογεύματα με την μικρή της κόρη την Αϊσέ στη Μότσια να γεμίσουν νερό τα γκιούμια και τα λαγήνια.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων έκανε κρύο, κάποια παιδάκια τραγουδούσαν τα κάλαντα στη γειτονιά και απ’ τούρκικο μαχαλά ακούγονταν αμανέδες. Ο καθένας κρατούσε τις γιορτές, τα έθιμα και τα γλέντια του. Σαρακοστή και ραμαζάνι, περίοδοι νηστείας, περισυλλογής και για τους δύο. Μέρες εγκράτειας, αυτοπειθαρχίας, γενναιοδωρίας και υπομονής, αλλά και μέρες ενδοσκόπησης, αλληλεγγύης και ελεημοσύνης.

Την άνοιξη, μαζί με τη ομορφιά και την αναγέννηση της φύσης, γιόρταζε και το ξωκλήσι τ’ Αη-Γιώργη. Ακόμη και οι τούρκοι σέβονταν και τιμούσαν τον Αη-Γιώργη! Έτσι κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο ζούσαν αρμονικά και ειρηνικά.

-Καλά περνάγαμε με τους τούρκους, δεν είχαμε προβλήματα, έλεγε η γιαγιά η Χριστακονίκαινα, τους χαλεύαμε φωτιά μας έδιναν!

Το Πάσχα ήταν η καλύτερη γιορτή για χορούς και τραγούδια, για κρασί και ψητά αρνιά. Κι από την επομένη ο καθένας τραβούσε το δρόμο του, με το Θεό του, με τα πιστεύω του, ώσπου να φτάσουν στο ίδιο τέλος!

«Το τίνος είναι τ’ άλογα και τούτα τα κονάκια,

                                   που πιάστηκαν και χόρευαν κλέφτες και τσελιγκάδες

                                   και μες στη μέση στο χορό, χορεύει σερβοπούλα.

                                   Κι ένας πασάς που διάβαινε, να ‘λαφοκυνηγήσει,

                                   κοντοκρατεί το Φάρο του και λέει στους τσελιγκάδες.

                                  Ήθελα νά ‘μουνα Ρωμιός, νά ‘μουν Σαρακατσάνος!»

 

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: