TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Το ζωοπάζαρο του Δομοκού

Το ζωοπαζαρο του Δομοκου

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Τα παλιά χρόνια ήταν μεγάλο γεγονός το παζάρι του Δομοκού κι όλοι το περίμεναν, για να κάνουν τα ψώνια τους, να πουλήσουν κάποια απ’ τα ζωντανά τους και να βρεθούν στο πολύβουο πλήθος ολόκληρης της επαρχίας. Ένα μακρύ σοκάκι ήταν το κέντρο της πόλης, σαν απλωμένη δεντρογαλιά, με μικρομάγαζα που πουλούσαν όλα όσα είχαν πέραση εκείνη την εποχή. Εκεί έστηναν τα τσαρτσιά τους και οι περαστικοί έμποροι, που ακούραστοι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και έκαναν ανατολίτικα παζάρια με τους περαστικούς. Σε κάποιες γωνιές υπήρχαν ζητιάνοι, ανάπηροι κι άλλοι αναξιοπαθούντες, που στόχευαν στο φιλότιμο και την φιλευσπλαχνία των χωρικών. Μπροστά στο Δημαρχείο κάθονταν κατάχαμα ένας τυφλός με ακορντεόν, έχοντας μπροστά στα πόδια του ένα μπρούτζινο τάσι για τις δραχμούλες, που του έδιναν οι περαστικοί. Σου ράγιζε την καρδιά με τα παραπονεμένα τραγούδια του. «…για να ζω παιδιά μ’ τυφλός και να μην γνωρίζω φως…»

Στην ανατολική πλευρά της πόλης υπήρχε μια μεγάλη λάκα, μπόλικος τόπος για το ζωοπάζαρο. Εκεί για δυο-τρεις μέρες γίνονταν αγοραπωλησίες κυρίως σε χοντρικά ζώα, αγελάδες, μοσχάρια, άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, αλλά και πρόβατα για το χασάπη ή για έχος. Οι ζωέμποροι με φουσκωμένες τις τσέπες με χαρτονομίσματα, έψαχναν υπομονετικά για ευκαιρίες και για να εκμεταλλευτούν την ανάγκη των χωρικών. Ήταν Μάης, Αγίου Κωνσταντίνου, τα ζώα είχαν πάρει τα πάνω τους μετά τις κακουχίες, που πέρασαν το χειμώνα και τώρα γυαλοκόπαγαν στον ήλιο! Κάποιος έφερε ένα καφετί άλογο και μια σοκολατί φοραδούλα για πούλημα. Ήταν ψηλά με μακριά πόδια, λεπτά σαν καλοδουλεμένα αγάλματα, όλοι κάθονταν και τα θαύμαζαν και καμάρωναν την κορμοστασιά τους. Τέτοια ομορφιά και περηφάνια σπάνια βλέπει κανείς. Ένας άλλος είπε, πως αυτά είναι για τον  ιππόδρομο, δεν είναι για τα κατσικοχώρια!

Ο πατέρας μου, μαζί με τον αδερφό του τον Κώτσιο, έφεραν τέσσερις αγελάδες με μοσχαράκια για πούλημα. Ο μπαρμπα-Κώτσιος ήταν καλός στα παζάρια, μαλαγάνας και είχε καλό ίσκιο όπως έλεγαν στο χωριό. Η μάνα μου, που είχε φορτωμένο το γάιδαρο με μαλλιά, δεν στάθηκε καθόλου τράβηξε ίσια για το λανάρι του Σιαφάκα, να πιάσει σειρά. Δίπλα τους ήταν μια γυναίκα μέσα από το Δομοκό, η Βασάρα που έφερε το γαϊδαράκο της για πούλημα, δεν τον χρειαζόταν πια, της ήταν βάρος έλεγε. Σε λίγο έφτασε ένας τσαμπάζης κι άρχισαν το παζάρεμα. Για να του βρει κουσούρια και για τον πάρει φτηνότερα, άρχισε να της λέει πως το αυτί του είναι τραυματισμένο και κρέμεται. Η Βασάρα δεν ήταν εύκολη γυναίκα, δυναμική και ετοιμόλογη ήταν. Γιατί του λέει, για τηλεφωνητή θα τον πάρεις! Τότε άρχισε κι ο μπαρμπα-Κώτσιος να τους λέει την ιστορία ενός κοντοχωριανού, που τη μια χρονιά πούλησε το γάιδαρό του και την επόμενη πήγε να αγοράσει κάποιον άλλο. Βρήκε ένα γαϊδουράκι ήρεμο όπως του παρήγγειλε η γυναίκα του, το πλήρωσε και κίνησε για το χωριό του. Όταν έφτασε στο χωριό του, ο γάιδαρος πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι του. Μωρέ τι καλό πράμα αγόρασα μονολογούσε, μέχρι και το σπίτι μου ξέρει! Τι είχε γίνει; Είχε αγοράσει τον δικό του, αφού πλήρωσε και πανωτίμι. Τον είχαν πάρει τσιγγάνοι μεταπράτες τον κούρεψαν, του έβαλαν χάντρες στο καπίστρι, τον έκαναν αγνώριστο!

Οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος ανέβαινε και η ζέστη γίνονταν ενοχλητική για τα ζώα. Τότε παρουσιάστηκε ένας απ’ τη Γούρα, του άρεσαν τα ζώα μας και περισσότερο τα μοσχαράκια και λίγο πάνω, λίγο κάτω τα συμφώνησαν και τα πήρε. Ο πατέρας μέτρησε τα λεφτά, τα πέρασε κάνα δυό φορές στα μαλλιά του και τα  έβαλε στην τσέπη. Ο μπαρμπα-Κώτσιος του έδινε ευχές για να προκόψουν, καλό δρόμο και τέτοια.

Εγώ θα πάω στο σαμαρά να διορθώσει λίγο το σαμάρι, είπε ο πατέρας στον αδερφό του, εσύ να πας στο παζάρι να πάρεις λίγο καθαρό πετρέλαιο απ’ το μονοπώλιο και  κάνα παιχνιδάκι για τα παιδιά, θα καρτερούν τα σκασμένα. Πάρε καμιά καραμούζα, μπάλα, ότι βρεις. Α! και κανένα γλύκισμα παστέλια, καραμέλες και τέτοια. Παράμερα ήταν ο Δήμος ο σαμαράς, σε μια παράγκα. Τον βρήκε να πίνει τσιπουράκια με έναν αργόσχολο φίλο του, ελιές και παστουρμάς ο μεζές τους. Μπορεί να ήταν ταπεινό το μαγαζί του, αλλά είχε μεγάλη ταμπέλα «ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ».

-Καλή σας μέρα είπε ο πατέρας, ήρθα να βάλεις λίγο σάλωμα στο σαμάρι, γιατί χτυπάει η παΐδια το μπλάρι.

-Περίμενε να τελειώσω με τούτο και θα σε βολέψω και σένα.

-Τι έγινε ο γείτονάς σου, ο σαμαράς απέναντι;

-Ξέρω ‘γω, πολλά λένε.

-Δηλαδή τι λένε;

-Άλλος λέει, πως βρήκε λίρες μέσα σε μια σέλα αλόγου, που έφτιαχνε και εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε, άφαντος λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε.

Ύστερα πήρε το σαμάρι, έβαλε μέσα μπόλικο σάλωμα κι έπιασε μια μεγάλη σακοράφα και άρχισε να το ράβει σκουπίζοντας τα μουστάκια του.

Η μάνα που τελείωσε νωρίς με το λανάρι, βγήκε μια βόλτα στα τσαρτσιά να δει κανένα σεντόνι, κανένα τραπεζομάντιλο για τα προικιά των κοριτσιών κι ας ήταν ακόμα δώδεκα χρονών!

Μια βδομάδα κρατούσε αυτό το πανηγύρι, κόσμος απ’ όλα τα χωριά συνέρρεε κι όλοι ήταν χαρούμενοι, μικροί και μεγάλοι. Το κλίμα ήταν γιορτινό, τα πρόσωπα γελαστά και το μυαλό γεμάτο εικόνες. Το έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να ξεχαστούν για λίγο, να πιστέψουν πως κι η ζωή είναι ένα πανηγύρι!

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: