Η ΒΑΓΙΑ ΤΩΝ ΝΥΦΑΔΩΝ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
[Των Βαΐων οι εκκλησιές μας στολίζονται με δάφνες. Τις
βάγιες αυτές, σύμφωνα με μια ρουμελιώτικη λαϊκή παράδοση, που κρατά ως τις
μέρες μας, στην εκκλησιά τις φέρνουν οι πρωτόχρονες νύφες. Οι νύφες, λοιπόν,
των χωριών της Ρούμελης, που παντρεύτηκαν εκείνο το χρόνο, ανήμερα της γιορτής
του Λαζάρου, κουβαλάνε απ’ το βουνό ή το ποτάμι κλαδιά βάγιας στην πλάτη τους
και τα παραδίδουν στον παπά, για να μοιρασθούν την άλλη μέρα των Βαΐων στους
χωρικούς κι έτσι να κρατούν όλοι «…τα της νίκης σύμβολα», αυτές δε, για την
ωραία τούτη πράξη τους, να έχουν την ευλογία της εκκλησίας για ευτεκνία και
συζυγική μακροβιότητα].
Σήμερα μέρα γιορτερή, σήμερα του Λαζάρου,
σήμερα κι οι πρωτόχρονες οι χωριανές νυφάδες
όλο και συναρίζονται κι όλο αλλαξοφοριούνται,
βάνουν βαριά πουκάμισα,
βάνουν χρυσά γελέκια,
φοράν τις κεντητές ποδιές με τα πολλά τ' αλύσια,
κρεμάν στο στήθος χαϊμαλιά,
στα χέρια πιλιτζίκια
και την οχιά την παρδαλή γιορντάνι στο λαιμό τους.
- Νύφη μ’, για πού στολίζεσαι,
για πού λαμπροφοριέσαι,
μήνα σε γάμο σε καλούν, μην πας σε πανηγύρι;
- Ούτε σε γάμο πάω εγώ κι ούτε σε χαροκόπι,
μόν’ πάω στο δαφνοπόταμο,
στο λόγγο πάω τον πέρα
με νιόπαντρες πρωτόχρονες,
με νιόνυφες κυράδες,
δάφνες πάμε να μάσουμε, βάγιες πάμε να βρούμε,
γιατί ταχιά ‘ναι των Βαΐων, γιορτάσι ξημερώνει,
όπου γιορτάζουν
οι εκκλησιές
κι ο κόσμος χαίρετ’ όλος.
Ταχιά στολίζοντ’
οι εκκλησιές
με χλωρασιές
και δάφνες,
ταχιά όλοι στα χέρια τους βάγιας κλαριά κρατάνε,
για να δεχτούνε το Χριστό, το Βασιλιά του κόσμου.
Όλες οι νύφες του χωριού, όλες μαζί κινάνε,
κρατάν στα χέρια κοφτερά, στη ζώση κλαδευτήρια,
κρατάν και σχοινολίταρα
στον ώμο τους ριγμένα
και παν στο δαφνοπόταμο,
πάνε στον πέρα λόγγο,
οπού ‘ναι οι δάφνες οι πολλές, που ‘ναι οι περίσσιες βάγιες.
Να τες, φτάνουν στον ποταμό, να τες, μπαίνουν στο λόγγο,
με γέλια κόβουν τα κλαριά, με χωρατά τις δάφνες,
με γέλια και με χωρατά ζαλώνονται
και βγαίνουν
και παίρνουν το στρατί-στρατί και ροβολάν και πάνε.
Έρχονται οι νύφες, έρχονται με βάγιες φορτωμένες,
έρχονται
από τον ποταμό κι από τον πέρα τόπο,
αράδα-αράδα έρχονται,
η μια πίσω απ' την άλλη,
σα να ‘ναι βάρκες της στεριάς, πλεούμενα
του λόγγου,
που ‘χουν τ’ άρμενα πράσινα και παρδαλά τα ξάρτια.
Τήρα βάγια η Γαρουφαλιά,
τήρα δάφνη η Κρουστάλλω,
η Δέσπω, η Βάσω κι η Λενιώ τήρα φόρτωμα που ‘χουν,
φέρνει στην πλάτη ζάλωμα περίτρανο η Γιαννούλα,
περίτρανο κι η Στυλιανή δεμάτι
κατεβάζει
κι αυτήνη η Λιω η τετράψηλη, που ‘ναι
θεριακωμένη,
όλο το λόγγο η αβάσκαγη στον ώμο
κουβαλάει.
-
Για
γληγοράτε, νιόνυφες, για δράμετε, κυράδες,
γιατί ο παπάς
σας καρτερεί στης εκκλησιάς την πόρτα
με λόγια αγνά
στ’ αχείλι του, μ’ άγιες ευχές στο στόμα.
Στη θύρα
στέκεται ο παπάς, τις νιες καλωσορίζει.
-
Καλώς
τις τις πρωτόχρονες, τις χωριανές τις νύφες
από το
δαφνοπόταμο κι από το λόγγο πέρα
με τα λαμπρά τα ρούχα τους, τις βάγιες
φορτωμένες.
Τη βάγια δίνουν στον παπά κι εύχονται
κι οι νυφάδες.
- Καλό, παπά μου, στόλισμα στην εκκλησιά σου να ‘χεις,
καλό μέρασμα στους πιστούς και της χλωρής της βάγιας,
όπου την έθρεψε ο λογγιάς, την πότισε το ρέμα
καλό μέρασμα στους πιστούς και της χλωρής της βάγιας,
όπου την έθρεψε ο λογγιάς, την πότισε το ρέμα
για τη γιορτή την αυριανή, τη μέρα
των Βαϊώνε.
- Χαρά σ’ εσάς, νυφάδες μου, και ο Θεός να δώσει,
σαν τα λουλούδια των βαγιών, σαν τους
καρπούς της δάφνης,
ν’ ανθίσετε στο σπίτι σας, να κάντε
γεννητούρια.
Τη βάγια παίρνει ο παπάς κι αυτές
αράδα-αράδα
από μπροστά του όλες περνάν και του
φιλάν το χέρι.
Γλωσσάρι
αλύσι (ποδιάς), το = η κάθε μια σειρά από τις λεπτές επίχρυσες ή ασημένιες αλυσίδες που, πιασμένες απ’ την πόρπη της ζώνης κι από μια της κόπιτσα στα
δεξιά, καμπυλώνουν χαριτωμένα ως
κάτω και στολίζουν τη γυναικεία ποδιά.
άρμενο, το = το πανί του καραβιού, καράβι με πανιά.
βάγια, η = δάφνη η ευγενής, που συναντιέται με μορφή θάμνου, αλλά γίνεται και αειθαλές δένδρο, έχει
πλατιά, μυρωδάτα φύλλα και ασπροκίτρινα
στρογγυλά λουλούδια.
ζάλωμα, το = φορτίο που μπορεί κανείς να βαστάξει στους ώμους ή στην πλάτη.
ζαλώνομαι = φορτώνομαι φορτίο στην πλάτη ή στους ώμους.
ζώση, η = ζώνη της μέσης.
θεριακωμένη, η = εύσωμη.
κλαδευτήρι, το = κυρτό κοφτερό αντικείμενο με ξύλινη λαβή που χρησιμεύει για το κλάδεμα κλαδιών δένδρων και θάμνων, κοφτερό.
κλαδευτήρι, το = κυρτό κοφτερό αντικείμενο με ξύλινη λαβή που χρησιμεύει για το κλάδεμα κλαδιών δένδρων και θάμνων, κοφτερό.
κοφτερό, το = βλέπε: κλαδευτήρι.
ξάρτι, το = το σχοινί του καραβιού, καράβι με πανιά.
πιλιτζίκι, το = λωρίδα υφάσματος που περιβάλλει τον καρπό του χεριού στο μανίκι, βραχιόλι, ακροχειρίδα.
πρωτόχρονη, η = όνομα της νύφης που της προσδίδεται τον πρώτο χρόνο του γάμου της.
συναρίζομαι = ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι, περιποιούμαι.
σχοινολίταρο, το = ψιλό σχοινί καλοστριμμένο από λινάρι, τριχιά.
ταχιά, επίρρ. = αύριο, την άλλη μέρα πολύ πρωί.
χαϊμαλί, το = αντικείμενο ιερό που φέρνει κανείς επάνω του με σκοπό να τον προφυλάγει από κινδύνους, φυλακτό.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
1 σχόλιο:
Ταξίδι στην παράδοση με πλούτο έγγραφων εικόνων!
Δημοσίευση σχολίου