ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ
[Η πιο γλυκιά ασχολία]
του Τάκη Ευθυμίου
Μελισσοκυψέλες στον Άη-Γιώργη |
Το επάγγελμα του μελισσοκόμου ή μελισσουργού ανάγεται στην προϊστορία, γιατί ο άνθρωπος στην αναζήτηση καλύτερης τροφής ανακάλυψε σπουδαίο τρόπο με τον οποίο συγκέντρωνε το πολύτιμο προϊόν των μελισσών, το αγνό μέλι. Επειδή η αναζήτηση μελιού σε φυσικές απόκρημνες τοποθεσίες (δέντρα και σπηλιές) καθιστούσαν δύσκολη υπόθεση τη συγκέντρωση του, οδήγησαν τον άνθρωπο στην κατασκευή τεχνητών κυψελών και στην ασχολία του με τη μελισσοτροφία.
Στη Ζιώψη και στον Άη Γιώργη, σα βουνίσια γεωργικά χωριά που είναι, πάντα οι κάτοικοι έτρεφαν μελίσσια. Κοντά στο σπίτι τους, στο γιούρτι, τοποθετούσαν τα κρηνιά, όπως έλεγαν τις κυψέλες, Τα πρώτα κρηνιά ήταν κουφάλες δέντρων. Τέτοια κρηνιά είχε στην κατοχή του στη Ζιώψη ο Γιώργος Αντωνόπουλος (Γουής). Το μέλι που παρήγαγε το πουλούσε στο Καρπενήσι. Στη συνέχεια έφτιαχναν μόνοι τους αυτοσχέδια ξύλινα κρηνιά από σανίδια. Τελευταία προμηθεύονταν ευρωπαϊκές κυψέλες από το εμπόριο που, ασφαλώς, διαθέτουν πολλά πλεονεκτήματα.
Από τα κρηνιά αράδιαζαν οι ακούραστες εργάτριες μέλισσες για να μεταφέρουν το πολύτιμο νέκταρ των λουλουδιών για την παρασκευή του γλυκύτατου μελιού.
Το Μάρτη, το μελίσσι γόνευε και σα σταφύλι κρεμόταν με τη βασίλισσα του σ' ένα κοντινό κλαδί. Ο μελισσουργός παραφύλαγε με μια άδεια κυψέλη και τρίβοντας μέσα μελισσόχορτο, παρακινούσε τη βασίλισσα και μαζί όλο το γόνο να εγκατασταθούν στη νέα κυψέλη, όπως και γινόταν. Το καινούριο μελίσσι το έλεγαν γονίδι. Με το γόνεμα ο μελισσουργός αβγάτιζε τα μελίσσια του. Όταν ο καιρός ήταν ευνοϊκός γινόταν ο τρύγος.
Ο μελισσουργός έχει και μια δικιά του γιορτή που είναι τ’ Άη Γιαννιού του Ριγανά στις 24 του θεριστή. Επειδή η γιορτή του συμπίπτει με την ακμή των μελισσών, πιστεύουν ότι ο Άη Γιάννης τα φυλάει από κάθε κακό. Γι’ αυτό βρίσκει αφορμή ο μελισσουργός και κουρεύει τα μελίσσια, δηλ. βγάζει λίγο μέλι για να καλοσκαιρίσει ο ίδιος και οι φίλοι του.
Ο κανονικός τρύγος γινόταν λίγο αργότερα το Σεπτέμβρη ή τον Οχτώβρη. Τα σύνεργα του μελισσοκόμου για το τρύγο ήταν. η συρμάτινη προσωπίδα, τα γάντια, το σκεπάρνι, ένα παλιομάχαιρο, το καπνιστήρι, οι πατσαβούρες και ένα άδειο ταψί.
Αρχικά, ο μελισσοκόμος αφού αρματώνονταν με τη μάσκα και τα γάντια, χτυπούσε το μπροστινό σανίδι του κρηνιού με το σκεπάρνι για να διαπιστώσει αν ήταν κούφιο ή γεμάτο. Στη συνέχεια στεκόταν πίσω από το μελίσσι που θα τρυγούσε και άναβε τις πατσαβούρες στο καπνιστήρι. Οι μέλισσες μόλις έβλεπαν τον καπνό, τρόμαζαν, ζαλίζονταν και εγκατέλειπαν την κυψέλη, βουίζοντας θυμωμένα. Αυτός όμως τη δουλειά του. Ξεκάρφωνε το σανίδι και με το μαχαίρι έκοβε τις μελοκερήθρες και τις τοποθετούσε στο ταψί. Κατόπιν τις μετέφερε στο σπίτι του για εξαγωγή του μελιού που γινόταν με στράγγισμα. Τοποθετούσε τις μελισσοκερήθρες σ’ ένα κοφίνι και τις πίεζε μ' ένα στειλιάρι, επί πολλές μέρες, μέχρι να στραγγίσει το μέλι. Όταν τέλειωνε το στράγγισμα τις έβαζε στο στίφτη μέσα σε τσαντίλα και τις έστυβε με την πίεση του σανιδιού της ξυλογαϊδάρας. Το μέλι πεταγόταν τσαμπούνα και χυνόταν στο καζάνι που τοποθετούσε από κάτω. Τις κερήθρες που απόμεναν, η νοικοκυρά του σπιτιού, τις έπλενε με ζεστό νερό και έβγαζε το νερόμελο με το οποίο έφτιαχνε τη μουσταλευριά και τη μελόπιτα. Τέλος, ο μελισσοκόμος έβραζε τις κερήθρες στο καζάνι με νερό. Τις στράγγιζε σε μια λινάτσα και έφτιαχνε το κερί. Προτού παγώσει το τοποθετούσε σε ταψιά ή πιάτα κι όταν πάγωνε έβγαιναν πλάκες κεριού. Από αυτές έφτιαχναν τα ψυχοκέρια για συγχώρεση των νεκρών, που μοσχοβολούσαν θαυμάσια όταν καίγονταν. Με το ίδιο κερί έζωναν και τις εκκλησιές γιατί το είχαν ταμένο για κάποια επιθυμία τους.
Τα μελίσσια φυσικά είχαν και απώλειες. Ψοφούσαν από διάφορες αρρώστιες. Επίσης, τότε, οργίαζε η κλεψιά ιδίως το χειμώνα που ο μελισσουργός δυσκολευόταν να τα προφυλάξει. Η κλεψιά θεωρούταν μαγαρισιά, γιατί πίστευαν ότι θα ψοφούσαν όλα τα μελίσσια.
Ακόμη βουϊζονταν, δηλ. αβασκαίνονταν. Η βοή του κόσμου κάνει κακό, γι' αυτό φυλάγονταν και δεν παινεύονταν για την προκοπή των μελισσιών τους.
Τότε, στη Ζιώψη και στις αγροικίες, σπουδαίοι μελισσουργοί ήταν: οι Υφανταίοι, οι Γιαννακοπουλαίοι, οι Γοναίοι, οι Ευθυμαίοι, οι Τσιαχραίοι και γενικά όλοι λίγο πολύ διέθεταν έστω κι ένα μελισσάκι για το σπιτικό τους μέλι.
Το μέλι αυτό ήταν αγνότατο και άριστης ποιότητας γιατί περιείχε φυσικότατους χυμούς λουλουδιών και σπάνιων βοτάνων, γι' αυτό το χρησιμοποιούσαν και ως άριστο γιατρικό για αρκετές παθήσεις, όπως στομαχόπονο, κρυολογήματα, πονόλαιμο και μολύνσεις.
Και σήμερα, αρκετοί Αγιωργίτες ασχολούνται τόσο ερασιτεχνικά όσο και επαγγελματικά με τη μελισσοκομία, την πιο γλυκιά ασχολία.
Αναπαράσταση παραδοσικαού μελιτοεξαγωγέα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου