TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Το νυχτέρι

ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ
του Γιάννη Σαντάρμη


            - 'Ασε, κόρη μ', τον αργαλειό, δραμιάρες στάλες πέφτουν,
            βροχή απόψε θά 'χουμε, στον οβορό κατέβα,
            πάρε ξύλα για τη φωτιά και μέριασ' τα στη στέγνια.
            -  Αφήνω εγώ τον αργαλειό, μα εκείνος δε μ' αφήνει
            κι εγώ μασλάτι λαχταρώ, κουβεντολόγι θέλω,
            βαρέθηκα στον αργαλειό μονάχη μου να υφαίνω
            και τις πατήθρες ν' αγρικώ, τα χτένια όλο ν' ακούω.
            -  Κοντά 'ναι, κόρη μου, η νυχτιά, κοντά και το νυχτέρι,
            που θα χορτάσεις μίλημα, κουβέντα θα χορτάσεις
            κι είναι γλυκό το λακριντί της συντροφιάς το βράδυ,
            γύρα - τριγύρ' απ' τη φωτιά και γύρ' από το τζάκι,
            είναι κι αυτό το εργόχειρο ανάλαφρο στα χέρια.
            Σουρούπωσαν οι γειτονιές, σκοτίδιασαν οι ρούγες,
            τα νυχτολύχναρ' άναψαν στα σπιτικά ένα - ένα,
            αγάλια - αγάλια του χωριού οι στράτες ερημώνουν,
            στο χειμωνιάτικο ουρανό οι νυχτερίδες βγαίνουν,
            λούφαξαν τα ζουλάπια πια, κούρνιασαν τ' άγριοπούλια,
            δεμένα τρώνε στο παχνί τα βόιδια παχνιασμένα,
            τ' αρνιά πλάγιασαν στις ζεστές κι αχύρινες καλύβες
            κι εδώ σ' αυτό το κατοικιό κι έδώ σ' αυτό το σπίτι
            απόψε παρακάθονται, απόψε έχουν νυχτέρι.
            Ήρθαν οι νιες της γειτονιάς, ήρθαν οι νιοι της ρούγας,
            ήρθανε κι οι γερόντισσες και στ' αναμμένο τζάκι
            αράδα - αράδα κάθονται, στρώνονται αράδα - αράδα,
            μεριά πιάνουν οι ανύπαντρες, μεριά οι παντρεμένες
            και μια βαβά κατόχρονη, που 'χει σοφή τη γνώση,
            πιστρώνεται στην αγκωνή, θρονιάζεται άκρη - άκρη
            κι η γάτα κουλουριάστηκε, στα πόδια της κι εκείνη.
            Του σπιτικού η νοικοκυρά, του φτωχικού η αφέντρα,
            κούτσουρα ρίχνει στη φωτιά, φωτόξυλα στο τζάκι,
            ελατοπούρναρα χοντρά και σχίζες καί ξεράκες
            και με τη ζέστα τη γλυκιά, με της φωτιάς την πύρα
            τη βραδινή κινάν δουλειά, το εργόχειρ' όλοι πιάνουν
            και τους φωτάει στο έργο τους τριπλόδιπλο λυχνάρι,
            το 'να δεξιά, τ' άλλο ζερβά, στο λυχνοστάτη τ' άλλο,
            φέγγει το σπιτικό στατό, φωτιέται ή σπιτομάνα.
            Βαστάει στα χέρια κάθε νια εργόχειρο δικό της,
            άλλη κεντάει πλατιά ποδιά, μαντίλι άλλη ξομπλιάζει,
            άλλη με χρυσογάιτανο γελέκι σεραδώνει,
            ξύλινη ρόκ' άλλη κρατεί και γνέθει άσπρη τουλούπα,
            άλλη τ' αδράχτι σφοντυλά και στρίβει όμορφο γνέμα,
            στα γόνατα της άλλη εδώ λυσίδι κουβαριάζει
            κι άλλη τσουράπια πλέκει εκεί, του τάτα της τσουράπια
            κι η γάτ' αφήνει τη φωτιά και κάπου - κάπου παίζει
            με το κουβάρι που κυλά, κοντά της κι άλλη πλέκει
            χοντρή μια σαρκοφάνελα, λανάρι έχει μπροστά της
            και λαναρίζει άλλη μαλλί κι όπως τα λόιδα ξαίνει,
            πότε στην πύρα να καούν πετάει τις κολλητσίδες
            και πότε στίβα πλάγι της σωριάζει τις απάλες,
            που 'ναι άσπρες σαν άφρόγαλο, σαν σύγνεφο είναι αφράτες.
            Ανάμεσα στις νιες κι οι νιοι έργο έχουνε κι αυτοίνοι,
            άλλος αγκλίτσα πελεκά και της περνά αγκλιτσάρι,
            άλλος πυρώνει στη φωτιά στεφάνια για κουδούνια,
            άλλος δένει βοϊδόζευλες για τα καματερά του,
            σκαλίζει ρόκ' άλλος κι αυτιά μεγάλα της αφήνει,
            άλλος χαβάνι ώριο βαρεί, στρόγυλλο βλόγερο άλλος,
            ρεικίσια ρίζ' άλλος κρατεί και κίκαρη βαθαίνει,
            άλλος σταυρούδια φκιάνει αλλού και ξύλινα χουλάρια,
            άλλος σκάβει καυκόπουλο και κλειδοπίνακο άλλος
            κι άλλος τρυπά όρνιοκόκαλη φλογέρα και φυσάει
            κι ως παίζει, όλο μπερδεύεται, γιατί θωρεί μια κόρη,
            που χθες τον πρωτοκοίταξε με βλέμμα όλο αγάπη.
            Η νύχτα, υφάντρα ακούραστη, το υφάδι της υφαίνει,
            σταλοβολάει βροχόνερα του σπιτικού ή σταλάχτρα,
            κάποτε φαίνεται άστραμμα μες στο βαθύ σκοτάδι,
            κάποτε ακούγεται βροντή, μπουμπούνισμ' άγρικιέται,
            πότε γαυγίζει το σκυλί, πότε λαλεί τ' όρνίθι
            και πότε μολογά η μανιά κι οι γύρα βουβαμένοι
            ακούν τα γεροντόλογα, κι ένας ανάρια - ανάρια,
            με το ξυθάλι που βαστά, με το μακρύ συντραύλι,
            αναγυρίζει τη φωτιά, τα κούτσουρα συμπάει.
            Φυσομανάει κάνα δαυλί και η γιαγιά ως τ' ακούει
            λέει κάποιος πως τους μελετά και πως τους κουβεντιάζει.
            Κάποιος απλώνει στη φωτιά, παίρνει δαυλί αναμμένο
            κι ανάβει το τσιμπούκι του, καπνό για να φουμάρει.
            Κι απ' όλους, ο πιο ωριόφωνος, κάνα τραγούδι πιάνει
            και τραγουδάει γλυκά - γλυκά και πού καί πού σφυρίζει.
            Τριζοβολάν τα σύδαυλα κι όπως τα βόσκ' η φλόγα,
            που 'ναι σαν λιανοτρέμουλη και φλύαρη λες γλώσσα,
            ποιος ξέρει τι ν' ανιστορεί το 'να με τ' άλλο ξύλο,
            ποιος ξέρει ο γερο-έλατος στην κουμαριά τι λέει
            κι αυτή βάφεται κόκκινη κι από ντροπή θρακιάζει...
            Κάπου - κάπου από τη φωτιά πετιούνται σκαλιγκήθρες
            και να καεί κοντολογά στο παραγών' η νόνα.
            -  Φυλάξου, βάβω, απ' τα δαυλιά, τραβήξου από τη σπούρνη,
           πήρε φωτιά η μαλλίνα σου, σκρουμπιάσαν τα σκουτιά σου
           και βγάναν και τα πόδια σου παρδαλοκαψαλήθρες!
           Όλος ο κόσμος είν' εδώ, μόν' ο ζευγίτης λείπει.
           -  Όξω στην πόρτα του σπιτιού βροντολογάν τσαρούχια,
           μυρίζει και βοϊδοσβουνιά, μην είναι ό ζευγολάτης;
           -  Ο ίδιος είναι ο γέροντας, ο ίδιος ό ξωμάχος,
           σέρνει στα γουρνοτσάρουχα δυο δάχτυλα τη λούμη
           και κουβαλάει πατόκορφα στην τράγινή του κάπα
           τις κολλητσίδες για πλουμιά και τ' άχερα για ξόμπλια.
           -  Μεριάστε να 'μπει ο γέροντας.
         - Καλώς το χερομάχο.
           -  Πού ήσουνα, μπάρμπα, κι άργησες κι έρχεσαι αυτή την ώρα,
           πού σκάσαν όλα τ' άστρα πια και πάει να βγει κι ή πούλια;
           -  Γέρασα ο μαύρος, γέρασα, τ' ανάκαρά μου πάνε,
           έχω και τα πονίδια μου και τις μεθύστρες έχω
           και νύχτωσα, τα βόιδια μου μέχρι να τα παχνιάσω.
           -  Σα ν' ασπροφέρν' η κάπα σου, χιονίζει όξω για βρέχει;
           -  Θα σκάλωσαν ροκόφυλλα κι αγάνες στα σκουτιά μου.
           Παιδιά μου, τι νυχτιά είναι αυτή, μαύρο, πηχτό σκοτίδι,
           μπουμπουνητά κι αστράμματα, βροχή μαζί κι αγέρας,
           πλάκωσε η αντάρ' απ' τα βουνά και ντούχνιασεν ο τόπος,
           το 'να με τ' άλλο τα κλαριά χτυπιούνται μ' αχολόγι,
           στους φράχτες απ' τον άνεμο σιουρίζουν τα παλιούρια,
           γκιολιάσαν από το νερό δρόμοι και παραδρόμια,
           κατέβασαν τα ρέματα και σύρανε τ' αυλάκια.
           -  Τίναξε τα τσαρούχια σου, να πέσει όξω η λασπούρα,
           τίναξε και την κάπα σου, π' όλο βροχοσταλάζει.
           -  Με συμπαθάτε, σπιτιακοί, που λάσπιασα το σπίτι,
           μηδέ λυχνάρι βάσταγα, μηδέ αγκλιτσόραβδο είχα
           κι όσο να 'ρθώ, δέν έβλεπα πού πάταγα στη στράτα.
          -  Αφέντρα, βάνε στη φωτιά και ψήσε λίγο πόντζι
          και δώσε για να πιει ο ζευγάς, ο γέρος να ρουφήξει,
          να ζεσταθούν τα σπλάχνα του, τι μάργωσε απ' την πάγρα
          κι άπλωσε θράκα ολόγυρα, να πυρωνόμαστε όλοι.
          Τετραψηλών' η άφέντισσα στη στια καινούρια ξύλα
          και στην κορφή από πάνω τους ρίχνει χλωρό πουρνάρι,
          που προυτσαλάν τα φύλλα του μες στης φωτιάς τη φλόγα.
          -  Αγάλια - αγάλια, θειάκω μου, τη χλωριασμένη τούφα,
          φρογκάλιασε κι ο μπουχαρής θ' αρπάξει απ' την μπουμπούνα.
          Όξω τραβάει θράκα η κυρά κι απάνω της πετάει
          ξερά καλαμποκόσπυρα και ψένει παπαδέλες,
          ρίχνει μεγάλα κάστανα, ρίχνει χοντρά ρεβύθια
          κι εδώ κι εκεί περίγυρα στης παραστιάς το γύρο
          κανέν' φρατοκύδωνο μέσα στη στάχτη χώνει
          και κόβει φλέγγες ύστερα κι ολόγυρα μοιράζει.
          Τσάγαλα φέρνει στην ποδιά, κοκόσιες κουβαλάει
          και ξεκρεμά απ' τα πάτερα καμιά γλυκιά τσαπέλα,
          κανένα κοκκινόμηλο, κανένα ρόιδο ακόμα
          και κάνα οψιμοστάφυλο, που κρέμονται σε ράμμα
          και δίνει πάλι στα παιδιά και τα διπλοφιλεύει.
          Κι ολόστερνα σταίνει φελιά, κομμάτια από μπομπότα,
          φκιάνει καψάλες στη φωτιά και με τυρί γιδίσιο,
          μες στη νυχτιά, στρώνει απλοϊκό κι όλοι δειπνάνε δείπνο.
          Μέσα νυχτέρι στη γωνιά κι όξω σφυρίζει ο αγέρας,
          που στα σοκάκια ροβολά μ' άλάνταβο ποδάρι,
          και κελαρύζει αδιάκοπα και  τσουρνανά κι η αστρέχα
          στην κεραμιδοσκέπαστη του σπιτικού τη στέγη
          και του νερού το στάλαμα και της βροχής ό ήχος
          ακούγεται γλυκά - γλυκά σαν απαλό τραγούδι,
          ακούγεται πλάι στη φωτιά κι ή γάτα που ρουχνίζει.

Γλωσσάρι
αγκλιτσάρι, το = η οριζόντια κεφαλή της γκλίτσας που κρατεί το χέρι, χερολαβή.
αλάνταβο, το = απρόσεκτο, άτακτο, άρρυθμο.
απάλα, η = χεριά από μαλλιά πού βγάζει η ξάστρα κατά το λανάρισμα, ξασιά, τούφα.
αστρέχα, η = το γείσο της στέγης του σπιτιού απ' όπου στάζουν τα βροχόνερα, σιάχος, σταλάχτρα.
βλόγερος, ο = ξύλινη σφραγίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σκαλισμένο στη μέση το σταυρό και τα σημεία: ΙΣ ΧΣ νίκα.
βοϊδόζευλα, η = λεπτή βέργα σε σχήμα μισής κουλούρας που μπαίνει μέσα της ο λαιμός του βοδιού, όταν ζεύεται κατά το όργωμα.
γκιολιάζω = γεμίζω με άφθονο νερό, πλημμυρίζω.
κατεβάζω (για ποτάμια) = φέρνω άφθονο νερό με ορμητική ροή, πλημ­μυρίζω.
καυκόπουλο, το = μικρό ξύλινο κύπελλο, κούπα.
κίκαρη, η = κούπα, φτιαγμένη από ρίζα ρακιού.
κλειδοπίνακο, το = δοχείο ξύλινο, στρογγυλό και πλατύ, για τοποθέτη­ση και μεταφορά φαγητών.
κοκόσια, η = καρύδι.
κολλητσίδα, η = φυτό του αγρού με πολλές διακλαδώσεις, ο καρπός του οποίου, που έχει το σχήμα κουκουτσιού ελιάς, περιβάλλεται από αγκιστροειδή αγκαθάκια και κολλάμε στα ρούχα του ανθρώ­που και στα μαλλιά των ζώων.
λούμη, η = λάσπη, πηλός.
λυσίδι, το = νήμα φτιαγμένο στο τυλιγάδι ή στα χέρια ή στα γόνατα σαν μεγάλη κουλούρα, τσικλί.
μαλλίνα, η = μάλλινο γυναικείο υφαντό φουστάνι.
μανιά, η = γιαγιά, βαβά, βάβω, νόνα.
μαργώνω = κοκκαλιάζω από το κρύο, κρυώνω.
μασλάτι, το = κουβέντα, συζήτηση.
μεθύστρα, η = φλεγμονή στα δάκτυλα των ποδιών.
μπουμπούνα, η = φωτιά με μεγάλη φλόγα που θορυβεί και μπουμπουνίζει.
μπουχαρής, ο = καπνοδόχος.
ντουφνιάζω = γεμίζω από καπνό ή ομίχλη ένα μέρος, ντουμανιάζω.
ξυθάλι, τό = σιδερένια μασιά για τη φροντίδα της φωτιάς στο τζάκι, ξεθάλι, σύντραυλο, λαπάτα.
οβορός, ο = περιφραγμένος χώρος στο μαντρί για το σταυλισμό ζώων, αυλή σπιτιού.
πάγρα, η = παγωνιά, κρύο.
παλιούρι, το = αγκαθωτός θάμνος με ευθύ στέλεχος γεμάτο διακλαδώ­σεις με άνθη κίτρινα και με καρπούς που περιβάλλονται από άσπρο σκιάδι, είναι κατάλληλος για περιφράξεις, αρπάκι, πάλιουρας.
παπαδέλα, η = ψημένος σπόρος καλαμποκιού πού σπάζει κι ανοίγει, φακιόλα, μπαμπούσκα, σκάστρα, σκαντζήλα, πόπ-κόρν.
παρακάθομαι = νυκτερεύω, ξενυκτώ.
παρδαλοκαψαλήθρα, η = επιφανειακή σκιά που σχηματίζεται στα πό­δια, όταν βρίσκονται κοντά στη φωτιά.
πατήθρα, η = ξύλινο πλακέ πέλμα προσαρμοσμένο με άξονα στη βάση του αργαλειού που πατά η υφάντρα και ανεβοκατεβάζει τα τελά­ρα των μιταριών, για να πλέκεται το υφάδι με το στημόνι, ποδα­ρικό.
πόντζι, το = θερμαντικό από βρασμένο ρακί ή ούζο.
προυτσαλώ (για ζώα) = φρουμάζω με τα ρουθούνια και το στόμα, κά­νω θόρυβο.
ροκόφυλλο, το = το καθένα από τα φύλλα που περιτυλίγουν τον καρπό του καλαμποκιού, φλέσουρο, μπούλτσο, ξεφλούδι.
σεραδώνω = στολίζω το ρούχο με σιρίτι (σεράδι).
σκαλιγκήθρα, η = σπίθα λεπτή πού εκτινάσσεται από τ' αναμμένα κάρ­βουνα, σταχταλήθρα, ανθρακίδα.
σκρουμπιάζω = καίγομαι, γίνομαι κάρβουνο.
σπιταμάνα, η = το δωμάτιο του σπιτιού με το τζάκι, όπου η οικογένεια περνά το χειμώνα τις περισσότερες ώρες, χειμωνιάτικο, στατό, φωτάναμμα, φόκος.
σπούρνη, η = μάζα από ψιλά αναμμένα κάρβουνα, χόβολη, ανθρακίδα.
σταλάχτρα, η = το γείσο του σπιτιού, απ' όπου στάζουν τα βροχόνερα, αστρέχα, σιάχος.
σφοντυλώ = περιστρέφω το σφοντύλι με το αδράχτι, για να τυλιχθεί σ' αυτό το γνεσμένο νήμα.
τάτας, ο = το όνομα του πατέρα στη νηπιακή γλώσσα.
τσουρναρώ = τρέχω σαν το νερό που πέφτει από τη βρύση.
φελί, το = κομμάτι ψωμιού ή πίτας ή τυριού.
φλέγγα, η = μικρό κομμάτι ψωμιού ή τυριού.
φρογκαλιάζω = ανάβω απότομα φωτιά με μεγάλη φλόγα.
χαβάνι, το = γουδί ξύλινο ή μεταλλικό.
χερομάχος, ο = ο γεωργός που τις γεωργικές εργασίες τις επιτελεί με τα χέρια.

Πηγή: Σελίδες απ' τη Φωκίδα, 2011
Επιμέλεια - Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια: