Η ΓΟΥΡΑ
Γούρα μου εσύ απαλόγραμμη και ομορφοκάμωτη Όθρυ,
ήλιος σου λούζει ολημερίς και λόγγους και χωράφια,
πότε φεγγάρι ολόγιομο, πότε φεγγαροκόθρι
τη νύχτα σε χρυσώνουνε με πάσπαλης χρυσάφια.
Φορείς για φέσι φουντωτό τα ολόσγουρα πουρνάρια,
βαστάς τ’ άγρια τα κράκουρα κορώνα στις ραχούλες,
τα ρυάκια έχεις βραχιόλια σου, τις ρεματιές ζουνάρια
και νίβουν τα ποδάρια σου νερόχαρες βρυσούλες.
Γλωσσάρι
Γούρα, η = το βουνό Όθρυς της Φθιώτιδας.
κράκουρο, το = απάτητος πετρότοπος βουνού.
πάσπαλη, η = η άχνη από το αλεύρι που σηκώνεται κατά το άλεσμα στο μύλο.
φεγγαροκόθρι, το = ο σκληρός γύρος του ψωμιού και της πίτας, η περίμετρος του κόσκινου ή της σήτας, ο κύκλος του φεγγαριού (λειψοφέγγαρο), στεφάνι κυκλικού πράγματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου