TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Παρεΐστικη μουσική στη Λαμία

«Ναι, είναι …παυσίλυπα...»
(Μαγιά & Μαγεία)
Παρεΐστικη μουσική στη Φθιώτιδα
Τον Μπάμπη Μώκο τον γνώρισα ως ιδιοκτήτη του «ΑΙΘΡΙΟΥ» στη γειτονιά μου το Παγκράτι, ενός χώρου ιδιαίτερου που διαμόρφωσε με μεράκι ο ίδιος. Εκεί, στο «Καφενείο των Καλαμαράδων», όπως το αποκαλούσε ο Μπάμπης, απολαμβάναμε με την παρέα μας το καφεδάκι, το ουζάκι και συζητήσουμε διάφορα.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν δυο-τρία μπαγλαμαδάκια κρεμασμένα σε μια γωνιά του «ΑΙΘΡΙΟΥ». Απορημένος, ρώτησα τον Μπάμπη για το λόγο ύπαρξής τους και τότε με ανείπωτο μεράκι και με χειμαρρώδη λόγο άρχισε να μου μιλά για την παρεΐστικη καλή μουσική, τη ρεμπέτικη μουσική, τη μουσική βγαλμένη μέσα από τα φυλλοκάρδια και τα χτυποκάρδια του απλοϊκού λαού μας.  Ακόμα, μου μίλησε πως θα έβγαζε κι ένα σχετικό βιβλίο. Μάλιστα, με προσκάλεσε σε κάποια τέτοια παρεΐστικη μουσική σύναξη που θα κάνανε, χωρίς όμως να πραγματοποιηθεί το κάλεσμα. Μέχρι εκεί, τίποτα παραπέρα.
‘Ωσπου, μια μέρα μου χάρισε ένα πρωτότυπο αντίγραφο του πονήματος που μου είχε προαναγγείλει με θέμα: «ΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ… ΠΑΥΣΙΛΥΠΑ» (Μαγιά και Μαγεία).
Ρίχνοντάς του μια βιαστική ματιά στα περιεχόμενα, στα προλεγόμενα (Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ – Η ΑΦΟΡΜΗ) καθώς και στα επιλεγόμενα (ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟΝ), έμεινα άναυδος. Αν και τελείως άσχετος και απαίδευτος με τη μουσική, λάτρης όμως της καλής ελληνικής μουσικής, διαπίστωσα ότι το δημιούργημα αυτό δεν ήταν παίξε-γέλασε, δεν ήταν για προχειροδιάβασμα, αλλά για προσεχτική μελέτη και περισυλλογή! Έτσι, το επόμενο βράδυ ξενυχτώντας, το ρούφηξα, δίχως σταματημό   και ομολογώ ότι συγκλονίστηκα.
Πρόκειται για ένα θησαυρό μύησης στη μυστικά της ρεμπέτικης μουσικής ιστορίας.
Το μουσικό κέντρο «ΑΡΖΕΝΤΙΝΑ» της γειτονιάς του και η μακροχρόνια διαμονή του συγγραφέα στον Πειραιά, στο μεγάλο αυτό σχολειό της ζωής που αφομοίωσε την μικρασιάτικη μουσική κουλτούρα, τον μύησαν στα μυστικά της ρεμπέτικης παρεΐστικης μουσικής.
Το πόνημα αυτό, καρπός πολύχρονης και πολύμοχθης έρευνας καθώς και σπάνιων προσωπικών βιωμάτων μιας ολάκερης ζωής, σε μυεί, εντελώς φυσικά και αβίαστα στη μουσική διαδρομή της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, περιδιαβαίνοντας ταυτόχρονα από τα μονοπάτια της εθνικής μας ιστορίας (της αληθινής ιστορίας και όχι αυτής που μας διδάσκουν στα σχολικά βιβλία), της πατριδογνωσίας και της λαϊκής μας παράδοσης.
Η γλώσσα ρέουσα βιωματική, γλώσσα «ξυράφι», γλώσσα «λαγγεμένη», αλλά και επιστημονική όπου χρειάζεται για να προσδώσει κύρος και βαρύτητα στο όλο εγχείρημα.
Το κείμενο διανθίζεται τόσο από αποφθέγματα σπουδαίων ανθρώπων, αλλά και από βιωματικά προσωπικά σπαράγματα σοφίας και από ψήγματα λαϊκής παράδοσης.
Σπάνιο και σε μερικές περιπτώσεις μουσειακό φωτογραφικό υλικό κοσμεί τις σελίδες του.
Αναμφισβήτητα, αποτελεί ένα πολύτιμο απόκτημα για την τοπική   βιβλιογραφία, αφού ένα μεγάλο κομμάτι του ασχολείται με τα τοπικά μουσικά δρώμενα μιας άλλης εποχής, άγνωστα στους νεότερους.
Καλοτάξιδο! αγαπητέ Μπάμπη το νιόβγαλτο πνευματικό σου βλασταράκι, γιατί ναι! είναι πράγματι παυσίλυπο!!!
……………………………………………………………….
Με την άδεια του αγαπητού Μπάμπη δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του και εν καιρώ θ’ ακολουθήσουν κι άλλα.

Η ...ΠΟΡΕΙΑ
Απόγευμα, πριν χρόνια. Έρχεται ο Παύλος ο Σπαθάρας από τις Σέρρες με τα όργανα. Ένα τζουρά και ένα μπαγλαμά. Πω, πω, Παναγιά μου...! Τι καλοφτιαγμένα; - Αδερφέ, αυτά τα «εργαλεία» είναι ...άτιμα. Τι λέει ο άνθρωπος, μονολογώ, - Φίλε εννοώ ότι δεν αποτιμώνται σε χρήμα, έχουν όμως φιλότιμο, έχουν ψυχή! Είναι σαν τα μικρά παιδιά. Να τα προσέχεις σαν τα μικρά παιδιά. Η συνάντηση: Καφέ «Αίθριον». Λαμία.
Μαζί μου ο Κώστας ο Ευθυμίου ο καθηγητής από το Πλατύστομο, η Κατερίνα η Καραδήμα η αρχιτεκτόνισσα, ο Τάσος ο Λαμπρόπουλος, ο Θωμάς ο Κωσταρέλλος και δυο - τρεις φίλοι ακόμη.
Ο Τάσος, ο «μαέστρος» - έτσι σαρδώνεια τον ονοματίζω - είναι που πρώτος παίρνει στα χέρια του τον τζουρά, τον περιεργάζεται, κάνει ένα χαξίμι και αρχίζει να παί ζει: «Αργιλέ μου γιατί σβήνεις». (Είχε μεγάλη συμπάθεια στον Χρυσίνη).
Παίζει χωρίς σταματημό. Παίζει κι άλλα, μια ώρα και βάλε. Τον ...χαζοσυνοδεύω με τον μπαγλαμά, μέχρι που κοιτάζω το ρολόι. Έχουν περάσει τρείς ώρες και δεν το ... πήραμε χαμπάρι. Ο Παύλος χαιρετά, φεύγει.
Είχα δυο μπαγλαμάδες και άλλον ένα που μου χάρισε ένα βράδυ ο Γιάννης ο Λεπίδας ο στρατηγός (θεός σ’χωρέστον πια). Ήταν, λέει από έναν κρατούμενο, φτιαγμένος στη φυλακή. Όλα αυτά μετά από οινοποσία στην ταβέρνα του Βαγγέλη του Κουτρομάνου στην Αγία Παρασκευή. Εκείνο το βράδυ ήταν μαζί ο «μαέστρος», ο Πάνος ο Δημητρόπουλος και ο Σταύρος ο Κοντογεώργος. Έχω τώρα τέσσερις μπαγλαμάδες και τον τζουρά. Μια...χαρά!
Ο  «μαέστρος» Τάσος Λαμπρόπουλος και ο Μπάμπης Μώκος επί το έργον… παρέα, κρασί, τραγούδι και …έξω καρδιά
Στο μεταξύ, που μας χάνεις, που μας βρίσκεις, με το μαέστρο, στο «σιδεράδικο» του γιου του στη Λεωφόρο Αθηνών, στην Άμπλιανη, απέναντι από το μάρκετ του Γιάννη του Κράνα.
Αυτός ο Κράνας είναι... δαιμόνιος ...διάολος πραγματικός. Είχε παλιά το κυλι­κείο σε δισκογραφική εταιρεία στην Αθήνα. Περνούσε από εκεί καθημερινά «κάθε καρυδιάς καρύδι». Καλλιτέχνες, μουσικοί παραγωγοί, οργανοπαίχτες κ.ά. Πέρα-δώθε, γνωστός με όλους στην εταιρεία, μάζευε λοιπόν δίσκους και τους πούλαγε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, για να «συμπληρώσει τα ρέστα», όπως έλεγε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά εκεί κάτω του είχαν μείνει ένα σωρό δίσκοι 78 στροφών που τους είχε στο υπόγειο του μάρκετ, θησαυρός πραγματικός, πρέπει να τους έχει ακόμη. Κα­τεβαίναμε λοιπόν στο υπόγειο - όποιον δίσκο ήθελες εκεί τον έβρισκες - και τους ακούγαμε. Ας...είναι.
Κάθε μέρα - μέρα παρά μέρα - ίσα κάτω στο σιδεράδικο. Κρασί, ψωμί, καμιά κονσέρβα, κουβέντα, καλαμπούρι, και... δώστου πάλι και πάλι με τα όργανα. Χαμός...!
Απόβραδο, καταχείμωνο, σούρουπο, πάλι στο σιδεράδικο. Κρύο της... αρκούδας. Έρχεται κι ο Κοντογεώργος κι ένας ακόμη με ένα αρμόνιο ...παραμάσχαλα. Έχουμε σαρδέλλες παστές, λακέρδα, ψωμί, τυρί και βέβαια κρασί σε ένα βαρελάκι ξύλι­νο 50άρι στη γωνία. Αρχίζει το αλισβερίσι. Παίξε και τούτο, παίξε και τ’ άλλο, περνάει καμιά ώρα και ο …τύπος με το αρμόνιο βλέπει ότι «δεν τον παίρνει» - δεν ήξερε από λαϊκά - ρεμπέτικα και ήθελε να παίξει ...αλαφρά - σηκώνεται και φεύγει. Εμείς το ...βιολί μας. Τζουράς και μπαγλαμάς να ‘χουν πάρει φωτιά. Ο Τάσος παίζει ...παπάδες!
Ίσα με πέντε (5) κιλά κρασί. Έχουμε γίνει...φυτίλια. Που να καταλάβεις κρύο; Τρίβω τα χέρια, σηκώνομαι, κοιτάζω το ρολόι. Πώ, πώ αδερφέ, μονολογώ! Η ώρα πέντε (5) και μισή το πρωί. Συμφωνούμε να... σχολάσουμε. Πάω ν' ανοίξω τη «συρόμενη» πόρτα του σιδεράδικου.  Τίποτα. Αλληλοκοιταζόμαστε, βάζουμε ζόρι, σπρώχνουμε όλοι μαζί, κάποια στιγμή ανοίγει. - Αμάν, αδερφέ χιόνι, έλα να δεις, τριάν­τα (30) πόντοι χιόνι, ακούω τον Τάσο να λέει, γελώντας.
Από το «σιδεράδικο» - βασικό σημείο συνάντησης πλέον- περνάει όλος ο ...κα­λός ο κόσμος.  Ο Πάνος  ο Δημητρόπουλος,  ο Θωμάς  ο Κωσταρέλλος, ο Μήτσος ο Ντούλας, ο Κώστας ο «μόρτης» (Κώστας Μοσχούτης), ο Αποστόλου ο Γιάννης ο «φαρμακοτρίφτης», ο Τάκης ο Βόγιας, ο Ανδρέας ο Βάγιας, ο Σπύρος ο Γούρνας κ.α.
Όλοι τραγουδούν ή παίζουν κι από ένα όργανο. Στο «τσακ» αυτοσχέδια, απρογραμμάτιστη κάθε φορά «ορχήστρα». Πενιές, τραγούδι, καλαμπούρι, πειράγματα και πλάκες στην ημερησία. Λαϊκά, παραδοσιακά, ρεμπέτικα, όμορφα τραγούδια, απλά, της ψυχής και του φιλότιμου. Η ...άμμος της ...θάλασσας!...

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στγχαρητήρια Μπάμπη. Να γράφεις πάντα έτσι!
Αγγέλα Μπαρυσιώκα