Η Ρ Ο Δ Ι Α
[Το
σύμβολο ζωής και θανάτου]
Ποιητικός λόγος: Γιάννης Σαντάρμης - Πεζός λόγος: Τάκης
Ευθυμίου
από το βιβλίο τους: «Φυτά-Πουλιά & Ζώα του τόπου μας-
Μύθος & λαϊκή παράδοση»
Η Ρ Ο Δ Ι Α
Α,
παιδιά
στη ροδιά
κόκκινα τα ρόδια,
από κει
στο σακκί
πλούσια θα ’μπουν
σόδια.
Στη γραμμή·
πέτρες μη
πάνω στα κλαδιά της,
ζηλευτό
ρόδι αυτό,
που
βαστά ο κορφιάτης.
Τι πολλά,
τι καλά
ρόδια γινωμένα
πάνω στη γη
για φαγί
πέφτουνε κομμένα.
Την καλή
συμβουλή
της γιαγιάς κρατάτε·
στην ποδιά
μη, παιδιά,
μην το ρόδι σπάτε.
Με βαφή
θα βαφεί
κόκκινο το στόμα
κι η καλή
πιο πολύ
η ποδίτσ’ ακόμα.
Η ροδιά είναι δενδρύλλιο γνωστό στην Ελλάδα από
την αρχαιότητα. Αναφέρεται από το Θεόφραστο ως ροϊά και ρόα από τον
Διοσκουρίδη. Είναι ένα από το παλαιότερο γνωστό για τις φαρμακευτικές τους
ιδιότητες φυτό. Οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι γνώριζαν την καλλιέργειά του. Ο
Ιπποκράτης το αναφέρει ως γιατρικό και στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης
μνημονεύεται το φυτό και οι καρποί του.
Απαντάται σποραδικά,
με διάφορες παραλλαγές, σε κήπους ή σε φράχτες και είναι γνωστό επίσης ως
ροϊδιά, ρογδιά. Το ύψος του κυμαίνεται από δυο έως πέντε μέτρα, οι βλαστοί του
είναι αγκαθωτοί, τα φύλλα του αντίθετα, οδοντωτά και στιλπνά και τα άνθη του
μεγάλα, πορτοκαλέρυθρα και εμφανίζονται στις αρχές του καλοκαιριού. Η ροδιά
είναι πολύτιμη σα δένδρο καρποφόρο, καλλωπιστικό και φαρμακευτικό. Στη
θεραπευτική χρησιμοποιείται κυρίως ο φλοιός της ρίζας σαν ταινιοκτόνο φάρμακο.
Φαρμακευτικά θεωρούνται, επίσης, τα άνθη και οι φλοιοί των καρπών. Τα άνθη δεν
πρέπει να είναι μαραμένα, για να διατηρούν τις τονωτικές και στυπτικές ιδιότητές
τους.
Η ροδιά, σύμφωνα με
τον Όμηρο (Οδύσσεια), είναι δένδρο αγλαόκαρπο, το οποίο, κατά τον Αίσωπο,
φιλονίκησε με τη μηλιά, για την ποιότητα των καρπών τους που παράγουν. Για το
λαό μας ο καρπός της ροδιάς, το ρόδι, έχει περιβληθεί με συμβολισμούς πανάρχαιους,
που το συνδέουν με τη ζωή και το θάνατο, λόγω της αφθονίας των σπερμάτων του.
Το πλήθος αυτό των σπερμάτων του συμβολίζει τη γονιμότητα και ευκαρπία, ενώ το
κόκκινο χρώμα του χυμού του, που μοιάζει με αίμα, την ίδια τη ζωή.
Στη λαογραφία
αναφέρεται ως τροφή των νεκρών και αντίδοτο λησμονιάς του επάνω κόσμου. Στη
μυθολογία, ο θεός του Άδη Πλούτωνας ξεγέλασε την Περσεφόνη, κόρη της θεάς της
γεωργίας Δήμητρας, χρησιμοποιώντας κόκκινους κόκκους ροδιού και την πήρε μαζί
του στον κάτω κόσμο. Η λαϊκή αντίληψη για το ρόιδο, ως σύμβολο ζωής και
θανάτου, επιβιώνει μέχρι σήμερα. Έτσι η νύφη όταν περνάει το κατώφλι του
καινούριου σπιτιού, σπάζει, σύμφωνα με το έθιμο, ένα ρόιδο στην πόρτα, ώστε με
τη διασπορά των κόκκινων σπυριών ολόγυρα να εξασφαλισθεί η υγεία, η χαρά, η
γονιμότητα και η αφθονία των αγαθών στη νέα φαμελιά, που δημιουργείται με το
γάμο. Ακόμα, οι νιόνυμφοι, πριν μπουν στο νυφικό δώμα, πατούν σε σπόρους
ροδιού, για να ’ναι, πιστεύουν, ρόδινη κι ευτυχισμένη η ζωή τους και παρόμοια
και η ζωή των παιδιών τους.
Σ Π Α Σ Μ Ε Ν Ο Ρ Ο Δ Ι
Μ’ άνεμο πόδι
άτι
πηγαίνω
και
κόβω ρόδι
ροδαμισμένο.
Το
ρόδι έχω
και
να προκάμω
δράμω
και τρέχω
κι
εγώ στο γάμο.
Του
ηλιού το δίσκο
βλέπω
πάει κάτου,
το
γάμο βρίσκω
στο
τέλειωμά του.
Κόσμος
σαν άμμος
κόσμος
στο πόδι,
μαράθη
ο γάμος
φρέσκο
το ρόδι.
Πιάνοντας
το ’να,
τ’
άλλο χεράκι,
πάει
στο νυμφώνα
τ’
αντρογυνάκι.
-Με
δώρα όλοι
ήρθαν
γεμάτο,
από
περβόλι
φτάνω
δροσάτο.
Νιούτσικο
ταίρι,
κι
εγώ σου φέρνω
ρόδι
στο χέρι,
ρόδι
στο στέρνο.
Πάτα,
ανροϊνίτσι,
το
ροϊδοσπόρι,
να
’χεις κορίτσι,
να
’χεις κι αγόρι.
Συνήθεια
αυτήνη
ευλογημένη,
πριν
πας στην κλίνη
τη
μυρωμένη.
Πλατιά
η χαρά σας,
σαν
τα πελάη,
και
τα παιδιά σας
ν’
ακολουθάει.
Επίσης, το φλάμπουρο
(λάβαρο), που παλιότερα προπορευόταν της νυφικής πομπής, στολιζόταν με ρόιδο
και άλλα φρούτα, σύμβολα της ευκαρπίας και ευγονίας. Να, η αρχή του στολίσματος
του φλαμπουριού, όπως την περιγράφει ο ποιητής Γιάννης Σαντάρμης στο ποίημά του,
το φλάμπουρο του γάμου.
-Μαρή, μανούλα του γαμπρού, τώρα το δείλι-δείλι,
σιαπού τα πας τα μήλ’ αυτά, σιαπού τα πας
τα ρόιδα,
σιαπού τους πας και τους χλωρούς
βασιλικούς και τ’ άνθια,
που κουβαλάς μες
στην ποδιά, που φέρνεις στο κανίστρι
και που βαστάς χεριές-χεριές στα
χεροπάλαμά σου;
-Ταχιά έχει ο γιόκας μου χαρά, ταχιά έχει
ο γιος μου γάμο
και φέρνω τα ροϊδόμηλα και τ’ άνθια απ’ το
περβόλι,
να φκιάσουνε το φλάμπουρο, να φκιάσουν το
μπαϊράκι.
Κι όταν κάθονται οι καλεσμένοι του γάμου και γέμιζε από
κόσμο η γαμήλια τάβλα ή άλλοι συνδαιτυμόνες σε γιορτινό τραπέζι, ακουγόταν το
δημοτικό τραγούδι, που φανέρωνε παραστατικά τη μεγάλη αριθμητικότητα και των
ανθρώπων, που κάθονταν να φάνε, αλλά και των ποικίλων φαγητών και των διαφόρων
κρασιών, που ήταν διασκορπισμένα ως την παραμικρότερη γωνιά του τραπεζιού,
μοιάζοντας θαρρείς σαν τους αμέτρητους σπόρους του ροδιού.
Γεμάτη είναι η τάβλα μας, γεμάτη, σαν το ρόιδο.
Κι ο γεωργός, στο πρωτοξεκίνημα της
σποράς του σπόρου στο χωράφι, σκορπίζει σπυριά ροδιού στ’ όργωμα κι εύχεται στο
Θεό έτσι να καρπίσει το σιτάρι, να γίνει πολύσπορο, καθώς τραγουδά πάλι ο ίδιος
ποιητής.
Κοιτά ο ξωμάχος στα ψηλά και κάνει το σταυρό του,
σπάζει ένα ρόιδο καταγή, που κλείνει
μύρια σπόρια,
και τον ουράνιο το Γεωργό παρακαλεί και
λέει.
-Θεέ μου, όπως με σπυριά το ρόιδο είναι
γιομάτο,
κάμ’
έτσι με πολύ καρπό τ’ αστάχυα να γιομίσουν.
Σήμερα, όταν οι
νοικοκυρές ετοιμάζουν το γιορτινό πιάτο με το σιτάρι στις μεγαλογιορτάδες ή το
πιάτο με τα κόλλυβα στη μνήμη των νεκρών, το στολίζουν επιδέξια με κατακόκκινα
σπόρια ροδιού. Μάλιστα, στο χωριό «Φιδάκια» της Ευρυτανίας οι νοικοκυρές, τη
μέρα του Αγίου Δημητρίου, πηγαίνουν,
αντί γιορτινό πιάτο, κόλλυβα στην εκκλησία, για κάθε εορταζόμενο,
ομορφοστολισμένα με κομμάτια μήλου και ροδιού.
Παλιότερα, στην
εξώπορτα κάθε σπιτιού κρεμούσαν ένα ρόιδο και το διατηρούσαν εκεί όλη τη χρονιά
για γούρι!
Γλωσσάρι
αντροϊνίτσι, το= ανδρογυνάκι, υποκοριστικό όνομα του ανδρογύνου.
μαρή, επιφών.= προσφώνηση προς τις γυναίκες, αρή, μωρέ, καλέ, βρε.
σιαπού, επίρρ.= σε ποιο μέρος.
ταχιά, επίρρ.= την επόμενη μέρα πολύ πρωί, αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου