Μ Π Ε Κ Α Τ Σ
Α
[Το μακρυράμφικο πουλί]
Ποίηση: Σαντάρμης Γιάννης-Πεζός λόγος: Ευθυμίου
Τάκης από το βιβλίο τους:
«Φυτά-Πουλιά
& Ζώα του τόπου μας – Μύθος &
Λαϊκή Παράδοση»
Η ΜΠΕΚΑΤΣΑ
Τώρα που ’ναι πάγος,
τώρα που ’ναι χιόνι,
τώρα κι η μπεκάτσα
νυχτοπερπατεί,
φορεσιά έχει βάλει, για να μην
παγώνει
και σπαθί στη μύτη κοφτερό
κρατεί.
Λες σαν άλλη χήνα, λες σαν άλλη
πάπια,
τριγυρνά στο ρέμα, στην υγρή τη
γη,
ψάχνει μες σε λάσπες, μες σε
φύλλα σάπια,
για να βρει σκουλήκι, για να
βρει φαγί.
Όμως πέφτει αγιάζι και δροσιά
και πάχνη,
το νερό παγώνει, παύει να
ρυακεί,
παύει κι η μπεκάτσα στα νερά να
ψάχνει
κι είναι το ραμφί της καρφωμένο
εκεί.
-Έβγα, ήλιε, έβγα και στην
πλάση τράβα,
ν’ αναλιώσει ο πάγος πάνω απ’
τα νερά,
για να πάψει να ’ναι κι η
μπεκάτσα σκλάβα
και να ξεδιπλώσει λεύτερα
φτερά.
Το χαρακτηριστικό
γνώρισμα της μπεκάτσας είναι η μακριά μύτη της, που μοιάζει με παλούκι
(σκόλοπα), γι’ αυτό το επιστημονικό της όνομα είναι σκολόπαξ. Διακρίνεται ακόμα
για τα δώδεκα φτερά που έχει στην ουρά και τα μεγάλα μάτια, πόδια δε, φτερά και
ουρά είναι κοντά. Είναι πάρυδρο και σχιζόποδο πουλί, επειδή ζει στις όχθες των
ποταμών και λιμνών και επειδή έχει τα δάχτυλα των ποδιών του χωρισμένα το ένα
από τ’ άλλο. Μπροστά στον κίνδυνο, η μπεκάτσα πετάγεται αστραπιαία, όπως λέει
και το παρακάτω λαϊκό τετράστιχο.
Της
πέρδικας το πέταγμα, του τρυγονιού το νάζι
και της μπεκάτσας το πρα-πρα, μες στην
καρδιά με σφάζει.
Οι κυνηγοί τη θεωρούν ηλίθιο πουλί, επειδή ακολουθεί το ίδιο πάντα
δρομολόγιο και την ίδια ώρα το σούρουπο απ’ το λόγγο προς τα χαμηλότερα
περιβόλια και την ίδια ώρα θα γυρίσει κι απ’ το ίδιο μέρος το πρωί. Βοσκά στους
βαλτώδεις και μαλακούς τόπους, τους οποίους τρυπά εύκολα με το μακρύ ράμφος
της. Και μόνο από τα προηγούμενα τρυπήματα, που εντοπίζουν της στήνουν σίγουρο
καρτέρι.
ΤΟ
ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΠΕΚΑΤΣΑΣ
Ξανθή του λόγγου μουσαφίρισσα,
νόμοι
είναι μέσα σου παλιοί,
όλο
το δάσος ετριγύρισα,
δε βρήκα σαν κι εσέ πουλί,
την
ίδια διαπερνάς την ώρα,
ίδια
προψές, εψές και τώρα.
Να
’σαι, που με τα σουρουπώματα
πας στο περβόλι απ’ το βουνό
και
πριν να ρθουν τα ξημερώματα
και βγει το φως στον ουρανό,
την
ίδια στράτα παίρνεις πάλι,
απ’
τη μεριάν όμως την άλλη.
-Καλέ,
πού πας το καταχείμωνο,
πού πας μ’ αυτή την παγωνιά;
Καρτέρια
είναι για σ’ εσένα, αλίμονο,
στημένα σε κάθε γωνιά
κι
απ’ τα καρτέρια κι απ’ τα στέκια
στραμμένα
φονικά τουφέκια.
Στην
μπαμπεσιά ο κόσμος γέρασε,
στην πονηριά στέκετ’ εκεί,
απ’
άλλο δρόμο απόψε πέρασε,
άλλαξε αυτή την τακτική,
σε
θέλουν κι αύριο στη φωλιά σου
για
να σε ιδούνε τα παιδιά σου.
Οι χωρικοί, ισχυρίζονται, πως η
μπεκάτσα έχει μειωμένη όραση. Αν τύχει και βρεθεί μπροστά της τηλεγραφικό
σύρμα, θα πέσει πάνω του και θα σκοτωθεί. Οι κυνηγοί όμως έχουν αντίθετη άποψη.
Βεβαιώνουν ότι έχει ισχυρότατη όραση, γι’ αυτό πετάει με απίθανη σβελτάδα. Ο
λαός μας πιστεύει ακόμα ότι στα σπλάχνα της κρύβεται μαργαριτάρι ή ότι αυτά
είναι ολόκληρα μαργαριταρένια (πεντακάθαρα) και συνιστούν να μην αφαιρούνται,
κατά το μαγείρεμα, και ούτε καν να καθαρίζονται. Όταν η θηλυκή κλώθει τ’ αυγά
της, επειδή ο σύντροφός της είναι ζηλιάρης, κάθεται πλαγιασμένος δίπλα της και
την αποτρέπει από πιθανές εξωσυζυγικές ερωτοτροπίες. Ζει συνήθως ως ζευγάρι και
σπάνια κοπαδιαστή.
Ο Ν. Οικονομίδης, στα «Κυνηγετικά του», αναφέρει μια πικάντικη ιστοριούλα,
που σχετίζεται με τα ασύστολα, αλλά αθώα, ψέματα των κυνηγών. Σε κάποια παρέα
κυνηγών συμμετείχε κι ένας ψευταράς και αδέξιος τύπος. Αγόραζε κυνήγια από
χωρικούς και τα παρουσίαζε με καμάρι ως δικά του τρόπαια. Μια μέρα, οι
υπόλοιποι της παρέας συνάντησαν έναν χωριάτη, που ήθελε να τους πουλήσει πέντε
μπεκάτσες. Η παρέα αρνήθηκε να τις αγοράσει, έστειλε όμως το χωριάτη στον
απέναντι λόφο να τις πουλήσει στο συνάδελφό τους, τον οποίο θα αναγνώριζε από τη χαρακτηριστική κυνηγετική στολή που φορούσε,
αρκεί να μην του φανέρωνε πως
νωρίτερα είχε συναντήσει τους ίδιους. Όπως τον απασχολούσαν στην κουβέντα, ο
ίδιος ο Οικονομίδης έκοψε κρυφά τις γλώσσες από τις μπεκάτσες και τις φύλαξε
στο σακίδιό του. Αργότερα, όταν συναντήθηκαν με το φίλο τους, ομολόγησαν την
παταγώδη αποτυχία στο κυνήγι τους.
-Α! Εγώ, αντίθετα,
κατάφερα να σκοτώσω κάτι μπεκάτσες, τους είπε και άρχισε να τους διηγείται με
απίστευτες λεπτομέρειες το κατόρθωμά του.
-Ωραία, του λένε οι
άλλοι. Αν είναι αληθινά τα κυνηγετικά σου κατορθώματα, ας δώσει ο Θεός λαλιά
στις σκοτωμένες μπεκάτσες, να τα βεβαιώσουν από μόνες τους. Αλλιώς, αν είναι
ψεύτικα τα κατορθώματά σου, να μείνουν χωρίς γλώσσες.
Περιμένουν να λαλήσουν οι μπεκάτσες, τίποτα. Ανοίγει το στόμα τους τότε ο
Οικονομίδης και, να, το θαύμα! Οι γλώσσες των πουλιών κομμένες. Άγαλμα ο ψεύτης
κυνηγός! Ο Οικονομίδης βγάζει από το σακίδιό του τις γλώσσες και τις πετάει στο
φίλο του. Όλη η παρέα ξεκαρδίστηκε στα γέλια και το πάθημά του ίσως να του
έγινε μάθημα.
Η μπεκάτσα είναι φιλόστοργη και αγαπά τα παιδιά της.
Λέγεται πως κάποιος άνθρωπος βρήκε θηλυκή μπεκάτσα να κλώθει στη φωλιά τ’ αυγά
της, την άγγιξε πολλές φορές, αλλ’ αυτή δεν κουνήθηκε, τη χτύπησε ελαφρά, μα
και πάλι δεν έδειξε καμιά ανησυχία, τόσο ήταν αφοσιωμένη στου να ζεσταίνει τ’ αυγά.
Άλλος ορνιθολόγος αναφέρει πως είδε πατέρα και μάνα
μπεκάτσες, που πήραν στην πλάτη από ένα από τα άρρωστα νεογνά τους και τα
κουβαλούσαν ως χίλια βήματα παραπέρα.
Ο φυσικός Βρέμης γράφει πάλι για τη στοργή της μπεκάτσας.
Λέει πως οι δυο γονείς δείχνουν τόση μεγάλη στοργή στους νεοσσούς τους, που
όταν πλησιάσει εχθρός, πετούν από ’δω κι από ’κει, προσπαθώντας να τον
τραβήξουν προς το μέρος τους, βγάζουν φωνές θλιβερές, τακ, τακ, και κάνουν
κύκλο στενό, πετώντας και πέφτοντας καταγής. Τα μπεκατσόπουλα, ωστόσο,
κρύβονται με επιμέλεια κάτω απ’ τα χορτάρια, που ούτε καν ανακαλύπτονται.
Πολλοί αξιόπιστοι κυνηγοί είδαν μπεκάτσες, σε καιρό μεγάλου κινδύνου, ν’
αρπάζουν τα μικρά τους, να τα πιάνουν με τα πόδια ή να τα σφίγγουν στο στήθος
με το ράμφος ή να τα βάζουν στο σβέρκο και να πετούνε, να τα σώσουν.
Γλωσσάρι
πάχνη, η= η πρωινή ή η βραδινή δροσιά, που κάθεται στα φύλλα των φυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου