TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Επιστολή του Μακρυγιάννη

Μια σπουδαία επιστολή
του οπλαρχηγού Μακρυγιάννη
[Κόλαφος για την αναλγησία της πολιτείας προς τους ήρωες του ’21]

(του Διονύση Μιτάκη)

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους βρίσκονται πολλές ανέκ­δοτες επιστολές του οπλαρχηγού Μακρυγιάννη. Το μεγαλόσχημο δισέλιδο χειρόγραφο μιας επιστολής όμως μας τράβηξε κάπως την περιέργεια, ενώ διαβάζοντας την παρατηρήσαμε ότι έχει ιδιαίτερη ιστορική σπουδαιότητα, γιατί δίνει συνοπτική περιγραφή των αγώνων του θρυλικού ήρωα από το 1821 ως το 1828, ώστε να συνιστά τον πυρήνα των περίφημων απομνημονευμάτων αυτού. Μολονότι δεν την έγραψε ο ίδιος, διαφαίνεται γενικά το καθ υπαγόρευση προσωπικό ύφος του, το τόσο χαρακτηριστικό και γνωστό μας. Πιθανότατα αυτή η επιστολή αποτέλεσε και την αφετηρία ή την παρόρμηση να προχώρηση στη συγγραφή πλατύτερων θυμημάτων του, τα ο­ποία ένα μόλις εξάμηνο μετά τη γραφή της λεγόμενης επιστο­λής άρχιζε έτσι:

«1829 Φλεβαρίου 26, Άργος. Είμαι διορισμένος από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Ο σταθμός μου είναι εδώ εις το Άργος. Κάθομαι και αγροικιώμαι με την Κυβέρνηση και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι αξιωματικούς και όποτε κάνει χρεία, φέρνω και γύρα σε όλα τα μέρη αυτά δια την γενική ησυχία και ξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ. Και δια να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα και δεν τα συνηθώ (ήξε­ρα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγει εις δάσκαλο από τα αίτια όπου θα εξηγηθώ, μην έχοντας τους τρόπους) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότε­ρον εδώ εις το Άργος, όπου κάθομαι άνεργος. Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα όπου βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου...».

Η επιστολή είναι στα ΓΑΚ, Γεν. Φρ. Φ 12, ημιφ. 31, με συνημμένο σ’ αυτή το ακόλουθο συστατικό του Αλ. Βλαχόπουλου:

    «1026.  Ελληνική Πολιτεία
    Προς τον Εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος. Ο κατά την Αρκαδίαν Έκτακτος Επίτροπος. Ο Πεντακοσίαρχος Καπ. Μακρυγιάννης επί τω διαστή­ματι τούτω της κατά την Πελοπόννησον υπηρεσίας του, εξετέλεσε τα χρέη του τιμίως και ανεπιλήπτως.
    Η περίθαλψις του αγαθού τούτου ανδρός μένει εις την ευαρέσκειαν της Εξοχότητός της καθότι όχι μόνον είναι ασθενής, αλλά και ενδεής μεθ’ όλης της οικογενείας του.
Είναι εύελπις εις την μεγαλοψυχίαν της Εξοχότητός της, προς την οποίαν προστρέχει.

Εν Βυτίνη                                          Ο  Έκτακτος  Επίτροπος
Τη 28 Ιουλίου 1828                                 Α. Βλαχόπουλος
(Τ.Σ.)                                                              Ο Γραμματεύς
                                                               Δημήτριος Κ. Βυζάντιος».

Βλέπομε ότι τον Ιούλιο του 1828 ό Μακρυγιάννης υπηρετούσε στην Αρκαδία ως Πεντακοσίαρχος, ενώ θα περιμέναμε να ‘ναι χιλίαρχος. Αλλ’ η κυριότερη αδικία που του έγινε τότε ήταν ότι του κόπηκε το οικονομικό βοήθημα που του δινόταν αφότου κόπηκε το χέρι του στη μάχη των Μύλων. Αυτή ήταν και η κύρια αιτία να γραφεί η επιστολή τούτη προς τον Καπο­δίστρια.
Η επιστολή
    Εξοχώτατε, προσκυνώ σε!
Επειδή και ηξεύρω ότι γνωρίζεις ορθώς τα δίκαια του κάθε πολίτου, εκείνου, όστις εδούλευσε πιστά την πατρίδα εις το οκταετές διάστημα της επαναστάσεως μας, παρακαλώ να γνωρίσεις και τα ιδικά μου δίκαια, αφού τα ακούσεις εν προς εν και να μη με υστερήσεις των δικαιωμάτων μου.
Εν πρώτοις, οπού έδωσα τον ιερόν μου όρκον, και έγινα και εγώ μέλος της Φιλελευθέρου1 Εταιρίας, από τότε απεφάσισα να δουλεύσω την Πατρίδα μου πιστά και έμεινα ευχαρι­στημένος να εξοδεύσω και εκείνην την ολίγην μου ή πολλήν κατάστασίν μου, μόνον να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου. Καθώς φανερώνουν τα έγγραφά μου όπου έχω με χαρτί, και τα έγγραφα2 του κορμιού μου, τα οποία όλα τα φυλάττω δια να τα ιδείτε.
Εις καιρόν όπου απεφασίσαμεν τον πρώτον χρόνον δια να σηκώσωμεν κατά των τυράννων τα άρματα, ευθύς με πιάνουν οι Τούρκοι εις την Άρτα και με βάλλουν μέσα εις το κάστρο και με τυραννούν εβδομήντα πέντε ημέρας. Με απόφασιν να με χα­λάσουν και εξαιτίας οπού δεν ήξευραν εις ποίον μέρος είχα κρύψει τα άρματά μου, με αφήνουν και με παρουσιάζουν εις τον πασιά οπού δια μέσου του πασιά να με χαλάσουν, και θέλοντος του Θεού και εξοδεύοντας και εγώ κάμποσα, κρυφίως από τους περισσοτέρους τους έφυγα από το κάστρο, και φεύ­γοντας κατόπιν μου καίγουν το σπίτι3 μου εις την Άρτα, λαφυραγωγούν το πράγμα μου, κυριεύουν τα μούλκια 4 μου και έμεινα υστερημένος από όλα τα πράγματά μου.
Έπειτα κινώ και πηγαίνω εις του Πέτα, εις το ορδί5, και αμέσως εσύναξα με έξοδά μου6 στρατιώτας, και καθημε­ρινώς έκαμνα το κατά δύναμιν προς την Πατρίδα χρέος μου, και μαχόμενος επληγώθηκα εις το ποδάρι μου7. Μετά ταύτα αναχωρώ από εκεί και πηγαίνω εις τα Σάλωνα, εις το ορδί, καε εκεί δεν έλειψα από το πατριωτικόν χρέος μου και ενώ οι άλλοι καπιταναίοι έπαιρναν μισθούς, εγώ ποτέ δεν εκαταδέχθηκα να λάβω μήτε οβολόν, έπαιρνα όμως από ένα αποδεικτικόν8 δια να με χρησιμεύσει εν καιρώ δέοντι. Τα οποία όλα σας τα παρουσιάζω δια να βεβαιωθείτε ότι εδούλευσα αμισθί την Πατρίδα μου.
Μετά ταύτα απερνώ εις τον Μορέα. Πάντοτε ήμουν ενωμένος με την Διοίκησιν, να αγωνίζομαι δια την σύστασιν των νό­μων, χωρίς να προσκολληθώ μήτε εις φατρίαν μήτε εις φατριαστάς προς βλάβην της Πατρίδος μου, και δια τούτο έμεινα και πτωχός9.
Προς τούτοις φθάνει ό Αράπης10 εις τον Μορέα, εγώ ήμουν εκτελεστική δύναμις εις την Αρκαδίαν, και αφού άφησα την αναγκαίαν φρουράν, παίρνω μαζί μου τους λοιπούς στρα­τιώτας και κινώμεν εις τους Παλιοβαρίνους11. Φθάνοντας εκεί, κατά τύχην ήλθε και ο Αράπης. Πολεμούμεν, τον οπισθοδρομίζομεν, χάριτι θεία. Μετά ταύτα μου γράφει ο φρούραρχος του Νεοκάστρου να υπάγω μέσα, επειδή και το Νεόκαστρον ήτο εις κίνδυνον. Παίρνω λοιπόν εκατόν δέκα πέντε στρατιώτας και τρέχω προθύμως και εις αυτήν την ανάγκην, κάμνοντας και  εκεί το κατά δύναμιν χρέος μου, κατά το αποδεικτικά μου. Προς τούτοις με πιάνουν οι στρατιώται μέσα εις το Νεόκαστρον, και όπου είχα εις τους Παλιοβαρίνους και τους πληρώνω από το πουγγίον12  μου τεσσάρων μηνών σιτηρέσια διακοσίων στρα­τιωτών, χωρίς να λάβω οβολόν.
Ευγαίνω από το Νεόκαστρο, πηγαίνω εις την Τροπολιτζά, μου δίδει η Διοίκησις δια μισθόν ενάμιση μηνιάτικο, με πιάνουν οι στρατιώται, με βάζουν αρεστό13, ολίγον έλειψε να σκοτωθώ μόνος μου τότε δια τας αδικίας όπου με ακολουθούσαν και εδοκίμασα και στανικώς μου πληρώνω των στρατιωτών εξ ιδίων μου ενάμιση μηνιάτικο. Είχαν όμως και οι στρατιώται τα δίκαια τους, διότι ήτον γυμνοί, ξυπόλητοι, υστερημένοι αρ­μάτων, τα οποία τους τα επήραν εις το Νεόκαστρο. Αυτό όμως έγινε άδικο εις εμέ, διότι των έξω καπιταναίων η Διοίκησις τους επλήρωσε έξι μηνιάτικα και του Μακρυγιάννη, όπου ήτον σφαλιστός14 και επολεμούσε εις το κάστρο του δίδει ενάμιση, και η αιτία είναι οπού τότε εις εμέ εσώθησαν τα δάνεια.
Έπειτα κινώ από εκεί, πηγαίνω εις τους Μύλους του Ναυπλίου, φθάνει ο εχθρός και εκεί πολεμώντας μου ετζάκισαν το χέρι μου, έμεινα και χωρίς χέρι, ως με βλέπετε. Πηγαίνω εις τας Αθήνας να ιατρευθώ, φοβερίζει ο Αράπης την Ύδραν. Με διατάττουν να συνάξω στρατιώτας να προστρέξω και εκεί. Πηγαίνω, και ο κάθε μήνας, όταν έρχουνταν, έβλεπον και οι ίδιοι Υδραίοι οπού εύγαινα από το πουγγίον μου και τους επλήρωνα τους στρατιώτας. Με δίδουν και αυτοί δια πληρωμήν μου ένα χαρτί και ένα άλλο ευχαριστήριον, ότι είμαι άνθρωπος καλός, ενώ εις αυτά τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες ήτον και άλλοι καπιταναίοι, πλην η Διοίκησις εις άλλον εχάρισε οσπίτια, εις άλλον τζιφλίκια14, εις άλλον εργαστήρια, εις τον δυστυχή Μακρυγιάννη χαρτιά αποδεικτικά. Και εξ αιτίας τούτων των συμβάντων και δια να σταθώ και εις τον λόγον της τιμής μου και του όρκου μου, εξώδευσα, Εξαχώτατε, ό,τι και αν είχα και ού­τως έμεινα πτωχός και μήτε παράς16 μου έμεινε, αλλά μήτε δανεικά μου έδιδαν, οπού να έχω στρατιώτας να πολεμώ τον εχθρόν.

Εν ταυτώ προφθάνει το τακτικόν εις τας Αθήνας, ο έρω­τας της Πατρίδος με παρακινεί και πηγαίνω και γράφομαι εις το τακτικόν απλός στρατιώτης δια να δουλεύσω την Πατρίδα. Εις αυτό το μεταξύ μανθάνομεν ότι οι εχθροί, ο Κιουταχής, έκαμε απόφασιν να έλθουν να πλοκάρουν 17 τας Αθήνας. Με φωνάζει ο Γκούρας κατά μόνας και με συμβουλεύει να πάρω την άδειαν από το τακτικόν σώμα και να συνάξω στρατιώτας να πολεμώ εις τας Αθήνας, υπόσχοντάς18 μου να τοις πληρώσει, ως καθώς ήθελε πληρώσει και τους εδικούς του στρατιώ­τας. Ακούοντας εγώ αυτήν την υπόσχεσιν, αρχίζω και συνάζω στρατιώτας (κατά την υπόσχεσιν του Γκούρα, καθώς έχω διά­φορα έγγραφα από διαφόρους καπιταναίους και από τους δη­μογέροντας) έρχονται οι εχθροί, πολεμώ με τους ανθρώπους μου κάτω εις την χώραν εις τους πλέον κινδυνώδεις τόπους ενόσω την είχαμεν ημείς εις τας χείρας μας. Ύστερον, παίρνοντάς την οι εχθροί, εσφαλισθήκαμεν εις το φρούριον και πότε από μέσα πότε οπού ευγαίναμεν έξω έκαμνα το κατά δύναμιν χρέος μου, και έτζι πολεμώντας λαμβάνω και εις το φρούριον της Αττικής τρεις πληγές19. Ύστερον αποθαίνει ο Γκούρας, μένει κληρονόμος του ο Μαμούρης, εις τον οποίον αφήνει τρία μιλιούνια γρόσια. Πληρώνει τους εδικούς του στρατιώτας και των άλλων καπιταναίων, οπού ήτον μέσα εις το φρούριον. Του Μακρυγιάννη του δίδουν χαρτιά και υπογραφάς (καθώς ανωτέ­ρω σας ανέφερα), ειδέ παράδες δια να πληρώσω τους δυστυχείς  στρατιώτας, δεν με δίδουν, οπού ανίσως δεν μοι έδιδε ο Γκούρας τοιαύτην υπόσχεσιν, εγώ δεν είχα παράδες να πληρώνω στρα­τιώτας, διότι την νοστιμάδα την είδα και εις το Νεόκαστρο και εις την Ύδρα, όπου οι στρατιώτες με εσταύρωσαν δια τους μισθούς των.
     Ύστερον με διορίζουν να εύγω από το φρούριον και μου δίδουν γράμματα και υπογραφάς να πάγω εις την Διοίκησιν να της ειπώ την κατάστασιν του φρουρίου και να συστήσω και εις τον Πειραιά ορδί. Πηγαίνω εις την Διοίκησιν, διηγούμαι τα ακόλουθα καταλεπτώς, οικονομήσαμε και εστείλαμε τζεπ-χανέ20 και άλλα, συστήζομε21 και το ορδί εις τον Πειραιά. Αγρυπνώ, κοπιάζω, τρέχω απάνω κάτω, πολεμώ, αγωνίζομαι, και ας είχα και τόσες λαβωματιές εις το κορμί μου, τόσον οπού με τους εκεί στρατιώτας εκινδύνευσα να χτικιάσω. Αποφασίζομε να κάμωμε κίνημα από τον Πειραιά δια τας Αθήνας, κακή τύχη να τζακιστούμε και να τύχω και εκεί εις εκείνον τον τζακισμόν, και κυνηγώντας με οι εχθροί και τρέχοντας εγώ εκινδύνευσα να αποφύγω την αιχμαλωσίαν των έχθρων και τας βασάνους των, και τέλος την ζωήν μου.
Τέλος από πολλά αίτια (καθώς ηξεύρετε) δεν ημπορούσαν να υποφέρωσι πλέον οι ευρισκόμενοι εις το φρούριον και απεφάσισαν να κάμουν συνθήκας και να παραδώσουν εις τον Κιουταχή το φρούριον και ο Κιουταχής υποσχέθη να τους δώσει ογδόντα μουλάρια να φορτώσουν τα πράγματα τους. Παίρνουν αυτοί τα μουλάρια φορτώνουν τα πράγματά τους, γυρεύουν και οι άνθρωποι του Μακρυγιάννη μουλάρι, δεν τους δίδουν μήτε αλεπού, και ούτως αφήνουν οι άνθρωποι μου τα πράγματα όλα του οσπιτιού μου οπού τα είχα εις το φρούριον και μου χά­νουν22 όλα μαζί με δεκατεσσάρων χιλιάδων χιλιάδων γροσιών ομολογίες, όπου μου χρεωστούν εις την Άρτα και έρχονται και οι άνθρωποι μου έξω γυμνοί, ξυπόλητοι, έναν ολόκληρον χρόνον πολιορκημένοι. Τι να κάμω; Παίρνω δανεικά γρόσια και τους εξοικονομώ και η Αντικυβέρνησις μου έδωσε μόνον τριακόσια γρόσια εις μετρητά. Εις δε την δημοπρασίαν αγόρα­σα μαζί με έναν άλλον σύντροφον το Καστρί, τους φούρνους, οπού από εκεί ήλπιζα να πάρω τίποτα και να δώσω και εγώ εις το χρέος μου. Έγινε η συνέλευσις, τα εχάρισε οπίσω των εν­τοπίων, έμεινα και από εκεί υστερημένος. Μας δίδει προβούλεμα η Βουλή να αποζημιωθούμεν από το Άργος, εύγαλες η Εξοχότη σου προκήρυξιν και από εκεί δεν ελάβαμε τίποτα.
Όταν επολέμησα εις τους Μύλους και έχασα το χέρι μου, η Διοίκησις με εδιάταξε να παίρνω από Εθνικόν ταμείον έως διακόσια δέκα πέντε τάλληρα, να οικονομώ και τον εαυτόν μου και την δυστυχημένη μου φαμελίαν, τα οποία τα έπαιρνα. Μου έδωσε προβούλεμα δια να τα λάβω και εφέτο, ήλθες η Εξοχότη σου, δεν έλαβα μήτε οβολόν.
Τώρα,Εξοχώτατε, παρακαλώ θερμώς μη βαρεθείς εις την πολυλογίαν μου, αλλά να παρατήρησεις ακριβώς ως δίκαιος πατήρ, να ιδείς τας δουλεύσεις οπού έκαμα εις αυτό το διάστη­μα της επαναστάσεως μας εις την Πατρίδα, και πως εφέρθηκα παντού όπου και αν επήγα και εγώ και οι άνθρωποι οπού ήτον μαζί μου και πόσα εδικά μου εξώδευσα, και πόσας πληγάς έλα­βα εις το κορμί μου, και από την Πατρίδα και από το Εθνικόν Ταμείον πόσα έλαβα. Και αν ψεύδωμαι, να μη με έχεις εις την σειράν των πατριωτών. Έχω μάλιστα και έγγραφα, τα οποία αφού τα παρατηρήσεις, βεβαιώνεσαι περισσότερον.
Και παρακαλώ, αφού εξετάσεις καλώς, ζητώ να με οικονομήσεις, να μη πεινώ, να μη περιπατώ γυμνός εγώ και η φαμελία μου, διότι εγώ είμαι φαμελιωμένος και έχω δεκατρείς ψυχές και άλλους συγγενείς μου οπού δυστυχούμεν όλοι μας. Εγώ δεν έχω μήτε τζεβαϊρικά23 μήτε άλλον οπού να πουλώ και να τρώ­γω, αλλά αφού εξώδευσα την ολίγην μου κατάστασιν ζω με δανεικά και ό,τι έχω πάρει από το ταμείον είναι φανερά και τους ανθρώπους όπου είχα μαζί μου εις κάθε εκστρατείαν τους ηξεύρουν, και πως εδούλευσα την Πατρίδα. Και αυτός ο μισθός οπού μου εδιώρισες να παίρνω, σας ομνύω ότι εις ιατρικά και έξοδα μου δεν με αρκούσε. Διότι δεν είχα γνώσιν, όταν άρπαζαν οι άλλοι, όταν αγκάλιαζαν φατριαστές, εγώ ηθέ­λησα να αποφύγω από όλα αυτά και να δουλεύω πιστά την Πα­τρίδα, και διά τούτο δυστυχώ. Ενώ των άλλων καπιταναίων όχι οι ίδιοι, αλλά και οι δούλοι24 των έγιναν υπέρπλουτοι, και εγώ δεν απόλαυσα άλλο ει μη πληγές, πάθη και αρρώστιες.
Διο παρακαλώ και αύθις, αν είναι ορισμός σας, να προστάξεις να μου δοθή25 εκείνο το ολίγον οπού μου εχάρισε το Έθνος με προβούλεμα, οπού ετζάκισα το χέρι μου, δια να οικονομήσω τον εαυτόν μου, το οσπίτι μου, τους δυστυχείς συγγενείς μου, να μην υστερούμεθα το ψωμί, διότι άλλην καταφυγήν εις την δυστυχίαν μου δεν έχω παρά τον Θεόν και την Εξοχότητά σου.
1828 Αυγούστου 14. Αίγινα.                                 Πολίτις
Μακριγιάννης26».
…………………………………………………………
Σχόλια
1.      Φιλελευθέρου = Φιλικής. Για την μύηση του Μακρυγιάννη στην Φιλική Εταιρία, βλ. Απομνημονεύματα του, σ. 21 της 3ης (1957) έκδοσης, στην οποία γίνονται οι πα­ραπομπές.
2.      Τα έγγραφα του κορμιού μ ο υ = Τα τραύμα­τα του κορμιού μου. Με τ’ αποδεικτικά έγγραφα θα ‘δειχνε και τις πληγές στον Κυβερνήτη.
3.      Για την φυλάκιση του, τους κινδύνους, τις περιπέτειές του και το γλυτωμό του, βλ. Απομνημονεύματα του. σ. 29-30. Πλην όμως δεν κάνει λόγο εκεί για κάψιμο του σπιτιού του. Ίσα ίσα, αφηγούμενος την κατάληψη της Άρτας τον Νοέμβριο του 1821 από τους Ηπειρωτο-Ρουμελιώτες Έλληνες, γράφει: «Τότε πήγα κι άνοιξα εις το σπίτι μου τις κρυψώνες και μέρασα ό,τι ολίγον μπαρούτι ήταν ακόμα μέσα κι άλλα αναγκαία και τα ντουφέκια... Και πήρα όλα μου τ’ άρματα οπούχα μέσα και σκουτιά μου και τα ‘βγαλα έξω...» (σ. 53-4). Φαίνεται ότι το ‘καψαν το σπίτι κατοπινά.
4.       μούλκια  =  κτήματα, τουρκ. mulk.
5.       o ρ δ ί  =  στρατόπεδον, τουρκ. ordu.
6.       Eσύναξα με έξοδά μου στρατιώτας. Προφανώς είχε αποκτήσει πολλά χρήματα από το εμπόριο, όπως φαίνεται και στη συνέχεια της επιστολής του, αλλά και από τα Απομνημονεύματά του, όπου μεταξύ άλλων λέγει: «Ύ­στερα άρχισα το εμπόριον και μ’ είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά, και είχα και μετρητά και ομο­λογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον, περίπου από σαράντα χιλιάδες γρόσια...» (σ. 20).
7.       Βλ. Απομν. σ. 39: «Επληγώθηκα και εγώ ολίγον εις το δεξί ποδάρι».
8.       Τήρησε την συμφωνίαν του ως φιλικός: «όθεν δουλέψω χρήματα και κατάχρησες δεν μπορώ να κάμω, όμως να παίρνω από 'να αποδειχτικόν...» (Απομν. σ. 21).
9.       Δια τούτο έμεινα και πτωχός. Παρακάτω θα πει: διά τούτο δυστυχώ. Είναι γενικό παρατήρημα, ότι οι έντιμοι, ακέραιοι και αφοσιωμένοι αφατρίαστα στα πα­τριωτικά χρέη συχνά αδικούνται και πένονται. Αυτό παραπο­νιόταν και ο πιο αδιάβλητος του ‘21 Δημοτσέλιος, που μαζί μ’ άλλα έλεγε: «Δια να δουλεύω αναμπιστεμένα τη Μπατρίδα, και να τι ανταμοιβή λαβαίνω» (ΕΕΣΜ, τομ. Γ' σ. 127).
10.      Α ρ ά π η ς  —  Οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ.
11.      Παλιοβαρίνοι = Παλαιόν Ναυαρίνον, φρού­ριο στα νότια του λιμανιού της Πύλου, αντίκρυ του οποίου είναι το Νεόκαστρον.
12.      από τοπουγγίονμου = από δικά μου χρή­ματα. Πρβλ. σημ. 6. π ο υ γ γ ί - πορτοφόλι, μσν. υποκορ. του πούγγα, λατ. punga.
13.      αρέστο = φυλάκιση, Ιταλ. arresto.
14.      σφαλιστός == εξασφαλισμένος, σίγουρος αγω­νιστής κατά του εχθρού.
15.      τζιφλίκι(ή τσ-)—μεγάλο αγρόκτημα, τουρκ. chiflik.
16.      παράς = η μικρότερη (μετά το άσπρο) τουρκική νο­μισματική μονάδα, αντίστοιχη του 1/40 του γροσιού.
17.      πλοκάρω = πολιορκώ, μπλοκάρω, Ιταλ. blocaro.
18.      υπόσχοντας = υποσχόμενος. Για την ακρίβεια το χειρόγραφο έχει: υποσχόνοντάς μου.
19.      τρεις πληγές = Εκτός εκείνης που έλαβε το 1821 στο πόδι και του τσακίσματος του χεριού του στους Μύλους.
20.      τζεμχανές = πολεμοφόδια, τουρκ. ceblane.
21.      συστήζομε == συστήνομε.
22.      Ωστόσο αργότερα στ’ Απομνημονεύματα θα γράψει: «και ομολογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον, περίπου σα­ράντα χιλιάδες γρόσια», βλ. σημ. 6.
23.      τ ζ ε β α ϊ ρ ι κ ά (ή τζο-) = πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά, τουρκ. cevahir.
24.      δ ο ύ λ ο ι = υπηρέτες (όχι σκλάβοι).
25.  Πραγματικά του δόθηκε το αναπηρικό βοήθημα, διότι πισωσέλιδα του συστατικού του Αλ. Βλαχόπουλου σημειώθηκε «Εις το Γενικόν Φροντιστήριον δια να του εξακολουθήται ο μισθός του και το σιτηρέσιόν του χωρίς διακοπήν μ' όλην την απουσίαν του, δια να φροντίσει περί της υγείας του. Εν Αιγίνη τη 17 Αυγούστου 1828».
26.  Ο Μακρυγιάννης μεταχειριζόταν το «γιώτα», υπογραφόμενος «Μακρυγιάννις», ενώ ο Δημοτσέλιος το «ήτα»,
γι’ αυτό και υπογραφόταν «Δημοτζέληος».

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Μάιος 1975
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

………………………………………………………….
«…’Ενας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό…»

Απόσπασμα από το «Ματρόζο» του Γεωργίου Στρατήγη 

Δυστυχώς ίδια η μοίρα για τους τρανούς ήρωες!
………………………………………………………….





Δεν υπάρχουν σχόλια: