Τ Ο Δ Ο Κ Ι Μ Ι
[του
Γιάννη Αν. Σαντάρμη]
Ψηλά στη Γούρα στέκομαι κι ολόγυρα αγναντεύω,
το Δομοκό βλέπω από δω, το Νταοκλί από κείθε
κι από την άλλη τη μεριά θωρώ και την Καΐτσα,
που ‘χει τα βοϊδολίβαδα, που ‘χει τα βοσκοτόπια,
που ‘χει κι αυτό τ’ απλόχωρο και το φαρδύ το Σμάκι.
Εδώ ‘ναι γη για τρέξιμο, λακκούλα για λιθάρι,
είναι και τόπος διάπλατος που παίζουν το δοκίμι.
Σήμερα που ‘ναι τ’ Αη-Γιωργιού, που ‘ναι χρυσό γιορτάσι,
τρέχουν εδώ Καϊτσιώτισσες, φτάνουν εδώ Καϊτσιώτες,
έρχονται από το Νταοκλί βλάχοι Σαρακατσάνοι,
πλακώνει κι απ’ το Δομοκό σαν το μελίσσι ο κόσμος.
Όλοι στ’ αγνάντιο κάθονται κι όλοι για τήρα βγαίνουν,
οι γέροι παν σιμά-σιμά, για να κοντοκοιτάζουν,
οι νιες πίσω αραδιάζονται, ξοπίσω κι οι λεβέντες
και τα μικρά παιδάπουλα, να ‘ναι ψηλά, να βλέπουν,
όπ’ είναι δέντρο σκάλωσαν, όπου κοντρί ανεβήκαν
κι όπου τσούμα περίτρανη το στήσαν καραούλι.
Γύρα-τριγύρα ‘ναι ο ντουνιάς και μέσα εκεί στη μέση
τα παλικάρια μάχονται και παίζουν το δοκίμι,
π’ όσο πάει ένα φόρτωμα, τόσο κι αυτά ζυγιάζει,
οκάδες ξήντα η μια μεριά, οκάδες ξήντα η άλλη.
Ένας το πιάνει από τη μια, τα’ αγγίζει άλλος από ‘κει,
άλλος το σει, το ματασεί, μα εκείνο δε σαλεύει
κι άλλος μια στάλα το κουνά και το ματακαθίζει.
Στον κύκλο πρόβαλλε ο Καλτσάς, να παίξει το δοκίμι,
όλος ο κόσμος τον τηρά κι η μάνα του τού λέει.
-Σήκωσ’ την πέτρα, Μήτρο μου, να σε θαμάξει ο κόσμος.
Αρπάζει το δοκίμι ο νιος, στα γόνατα το φέρνει
Αρπάζει το δοκίμι ο νιος, στα γόνατα το φέρνει
κι εκεί που πάει στα στήθια του να τ’ ανεβάσει ο μαύρος,
του κόβονται τ’ ανάκαρα, λύνονται τα ήπατα του
και πέφτει αυτό απ’ τα χέρια του, κυλάει στα πόδια μπρος του.
Ο κόσμος αναδεύεται και βλέπει ολόγυρά του
και παλικάρι δεύτερο τώρα μπροστά προβαίνει,
προβαίνει εκείθε ο Κωσταντής, προβαίνει ο Βλαχάκης,
κανένας δεν ακούγεται, μόνο μια μάνα κράζει.
-Γιόκα μου, ήρθε η αράδα σου να παίξεις το λιθάρι,
για σήκωσε το, Κώτσιο μου, να σε χαρώ η καημένη.
Αδράχνει το δοκίμι ο νιος, στα γόνατα το πάει
για σήκωσε το, Κώτσιο μου, να σε χαρώ η καημένη.
Αδράχνει το δοκίμι ο νιος, στα γόνατα το πάει
κι εκεί που το κοντόφερε κι αυτός μέχρι τον κόρφο,
του κόβονται τ’ ανάκαρα, λύνονται τα ήπατα του
και πέφτει αυτό απ’ τα χέρια του, κυλάει στα πόδια μπρος του.
Πάλι ο κόσμος ταράζεται, πάλι τριγύρα βλέπει,
βλέπει στ’ αλώνι να ‘ρχεται τον Τόλια τον Τσεκούρα,
που ‘χει σα ελάτι το κορμί, σαν πάτερα τα πόδια,
που ‘χει και τα τετράπλατα και τα δεμένα στήθια
λες σα λιονταροτόμαρο με τρίχες σκεπασμένα,
π’ απ’ την πολλή πυκνάδα τους κι απ’ το δασυναρίκι,
αν πέσει αυτού, ρανίδα αργεί κατάσαρκα να φτάσει!
Κι η μάνα του, που ξάγναντα ψηλά από το τσογκάρι,
καθώς ο νιος κοντολυγά κι απλώνει στο δοκίμι,
από τ’ αγνάντιο τον θωρεί και τέτοια του φωνάζει.
-Σήκωσ’ το λίθο, Τόλια μου, πίσω σου πέταξε τον,
να ‘χει να μολογά ο ντουνιάς, να ‘χει να λέει ο κόσμος,
να ‘χω για την αξιάδα σου κι εγώ να κουβεντιάζω.
Κι εκείνος συναρίζεται να παίξει το δοκίμι,
φτύνει τ’ αντρίκια χέρια του, τα χεροπάλαμά του
και με τα’ ασκέλια του ανοιχτά, καλά τσιτσελωμένα
την πέτρα πιάνει σκύβοντας, την ξεκολλά από χάμου,
ντριτζώνεται για τα καλά κι από το τάνυμά του
οι νεύρες απ’ τα χέρια του κι απ’ τα λαιμά του ολούθε
φουσκώνουν σα δεντρογαλιές, τεντώνονται σαν κόρδες
και σα μασουροκάλαμα τυλώνονται ολόιδια.
Το λίθο όλο χεροκρατεί κι όπως αγάλια-αγάλια
τον φτάνει από τα γόνατα στη ζώστρα και στα στήθια,
ο κόσμος λατζοκόβεται κι η μάνα διάτες δίνει.
-Αναμεράτε, χωριανοί κι εσείς ξενοτοπίτες,
μην πάτε πλάι στο γιόκα μου, μη στέκεστε στη σκιά του,
μην το λιθάρι σας ευρεί, τι αυτός το ρίχνει αλάργα!
Το λόγο η μάνα όσο να πει και να τον αποσώσει,
αποσηκώνει ο νιούτσικος το τρίσβαρο δοκίμι
και το περνά απ’ τους ώμους του και πίσω του το ρίχνει,
που πέφτει και βαρεί στη γη, που πέφτει και βουλιάζει
κι ένας αχός περίγυρα βαρύς σκορπολογιέται.
Απ’ το πολύ το θάμασμα για τ’ άξιο παλικάρι,
σηκώνεται μεγάλος θρος, μια χλαλοή στον κόσμο
και το δασύ το σφύριγμα, βουερό-βουερό κι εκείνο,
από τη ράχη ροβολά κι απλώνεται στον κάμπο.
Για τούτη την αξιάδα τους, για τούτη την αντρειά τους,
κατσίκι δέχεται ο Καλτσάς, αρνόπουλο ο Βλαχάκης
κι ο πρώτος και καλύτερος, ο Τόλιας ο Τσεκούρας,
παίρνει άσπρο και τετράπαχο ζυγούρι για πεσκέσι
κι όλοι χρυσές τους λένε ευχές κι όλοι τους μακαρίζουν.
-Παιδιά, χαρά σ’ εσάς τρανή, χαρά σ’ εσάς μεγάλη,
χαρά ακόμα στις μάνες σας, χαρά και στο χωριό σας,
χαρά και στην πατρίδα σας και σ’ όλο σας τον τόπο.
Περφάνεια που ‘χει ο Δομοκός, περφάνεια το Ζητούνι,
περφάνεια, σα μανούλα λες, που ‘χει κι αυτή η Καΐτσα
για τα χρυσά της τα παιδιά και τ’ άξια παλικάρια.
χαρά ακόμα στις μάνες σας, χαρά και στο χωριό σας,
χαρά και στην πατρίδα σας και σ’ όλο σας τον τόπο.
Περφάνεια που ‘χει ο Δομοκός, περφάνεια το Ζητούνι,
περφάνεια, σα μανούλα λες, που ‘χει κι αυτή η Καΐτσα
για τα χρυσά της τα παιδιά και τ’ άξια παλικάρια.
Γλωσσάρι
ανάκαρα,
τα= σωματικές δυνάμεις, αντοχή, κουράγιο.
αναμερώ=
παραμερίζω κάνω πέρα.
Γούρα, η= το βουνό Όθρυς.
διάτα, η = συμβουλή, προτροπή, διαταγή, παραγγελία.
δοκίμι, το = κριτήριο δοκιμής, μέσο ελέγχου.
Ζητούνι, το = η Λαμία.
ζυγούρι, το = αρνί ενός έτους ή δυο χρόνων.
ζώστρα, η = ζώνη, η μέση του ανθρώπου.
ήπατα, τα = σωματικές δυνάμεις.
Καΐτσα, η = ορεινό χωριό του Δομοκού Φθιώτιδας, στη βόρεια πλευρά της δυτικής ‘Οθρυος, που κοντά της υπάρχει πεδινή περιοχή που λέγεται Δοκίμι, η οποία παλιότερα ονομαζόταν Σμάκι (Ζουμάκι). Η τοποθεσία αυτή
πήρε την ονομασία της από μια πέτρα που λεγόταν δοκίμι, που τη σήκωναν στο χώρο της οι νέοι του χωριού
και δοκίμαζαν τη δύναμη τους. Η πέτρα αυτή, που σώζεται στο ομώνυμο χωριό, έχει σήμα ημισφαιρικό και
ζυγίζει 100 οκάδες. Το δοκίμι σηκωνόταν πάνω απ' το
κεφάλι και ριχνόταν απ' τον αγωνιστή πίσω απ’ την ωμοπλάτη του. Το σήκωμα της πέτρας ως τα γόνατα ή το
στήθος, ήταν ήττα. Υπήρξαν αρκετοί επώνυμοι νικητές. Ο Νικόλαος Χρ. Κουτρούμπας, ετών 93, που απεβίωσε
το 1982, και ο Δημήτριος Αν. Πατρίδας, ετών 96, που απεβίωσε το 1992, κάτοικοι του παραπάνω χωριού, είπαν
ότι από το 1850 μέχρι τα τελευταία χρόνια μόνον ο
Απόστολος Τσεκούρας, που γεννήθηκε το 1846, μπόρεσε να σηκώσει και να ρίξει το δοκίμι πίσω απ' την πλάτη
του. Ανέφεραν, επίσης, πως ο Κωνσταντίνος Βλαχάκης, έτος γέννησης 1852, και ο Δημήτριος Κάλτσας, έτος
γέννησης 1886, σήκωσαν το δοκίμι ως το ύψος του στήθους. Υπήρξαν και άλλοι αθλητές του δοκιμίου, αλλά με
μικρότερες επιδόσεις. Στην Αράχωβα της Λειβαδιάς το
αγώνισμα αυτό γινόταν τη μέρα του Αγίου Γεωργίου
και ο νικητής έπαιρνε, σαν έπαθλο, ένα αρνί.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου