Κ Ο Σ Μ Ι Κ Ο Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ο
H «ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ» ΜΟΥΣΙΚΗ
[του Μπάμπη
Μώκου]
Το «οινικόν,
περίοπτον ες Ρωμανίαν ορίζεται»= Το κρασί θεωρείται σπουδαίο στο Βυζάντιο. Απέραντες εκτάσεις με αμπελώνες, κύρια
καλλιεργούμενες από μοναχούς παράγουν εκλεκτά κρασιά. Την αμπελουργία θεράπευαν πρωταρχικά οι μοναχοί
θεωρούντες το κρασί ως «έτερον της αγίας κοινωνίας λατρευτόν στοιχείον κατά
πρόσμειξιν».
Και οι απλοί όμως λαϊκοί κατείχαν μεγάλες εκτάσεις αμπελιών. Άλλωστε το Βυζάντιο έκανε και εξαγωγή κρασιών.
(«Μεγίστην
τοις άλλοις οινικήν καπηλείαν* διέθετεν».).
Οι Βυζαντινοί όπως θα λέγαμε σήμερα ήταν
«κρασοκανάτες». Σε κάθε ανεπίσημο ή
επίσημο γεύμα η δείπνο το κρασί ήταν απαραίτητο. Στις παρέες , στα
μιμαρεία*, στα καπηλειά*, στις πλατείες κατανάλωναν ποσότητες «οίνου εν θέρμη» (έπιναν
πάντα το κρασί ζεστό) και ποτέ νερωμένο.
Είναι περίφημο και ονομαστό το είδος
«Κόνδικτος» (Κρασί με μέλι και πιπέρι). Ονομαστό
θεωρούσαν και είδος κρασιού με το όνομα «Μαλβαζίας οίνος», συγγενές
προς τον «Ιπποκράτειον Οίνον» των αρχαίων Ελλήνων. Είχαν πάντως την
προνοητικότητα πριν πιούν να καταναλώνουν διάφορες τροφές και κυρίως ωμό
κραμβολάχανο και πικραμύγδαλα για να μη μεθούν.
Το έπιναν σε ειδικά κρασοπότηρα και ένα απ’ αυτά το ξεχώριζαν και το ονόμαζαν
«καύκο» ή «καυκίον». Αναφέρεται από τους ιστορικούς γεγονός χαρακτηριστικό, όπου στον Βυζαντινό Ιππόδρομο ο Δήμος
(ο λαός)
τραγουδά σκωπτικά προς τον μέθυσο αυτοκράτορα Φωκά: «Πάλιν τον καύκιον
έπιες, πάλιν τον νουν απώλεσας». Όπου ο Φωκάς εκνευρισμένος ανταπαντά στον
κόσμο χυδαία και εξοργίζει τον Ηράκλειο ο οποίος διατάσσει την εκτέλεσή του.
Το
γεγονός πως το κοσμικό βυζάντιο δεν μας άφησε αρκετά «υπολείμματα»-μνημεία
ύπαρξής του (κτίρια, θέατρα, λουτρά, χώρους διασκέδασης-ψυχαγωγίας κ.λ.π.), παρά μόνον εκκλησίες σαν δείγματα αντίληψης θεοκρατισμού, δεν
σημαίνει πως οι Βυζαντινοί υπολείπονταν σε εκδηλώσεις κοσμικότητας.
Το Βυζάντιο δεν ήταν μόνο θεοκρατικό, πνευματικό, σκυθρωπό, ούτε δύσθυμο, μελαγχολικό, βλοσυρό.
Ο κόσμος λάτρευε την
παρεΐστικη κοσμική μουσική και διασκέδαζε, τραγουδούσε, όχι μόνον προσεύχονταν.
Οι Βυζαντινοί δεν ήταν μόνο θεοσεβείς αλλά και υπέρ το δέον φιλάρεσκοι. Σε
κοινωνική διαστρωμάτωση αποδέχονταν και τη χλιδή και την ανατολική εξωτικότητα
και «το έριχναν έξω» κρασοπίνοντας και διασκεδάζοντας παρεΐστικα, συνοδεία οργάνων. Πιστοποιημένα το Βυζάντιο ήταν και άκρως ερωτικό.
Άνθρωποι
απλοί όπως κι εμείς, αλλά και ευγενείς και αξιωματούχοι στην καθημερινότητα είχαν σε υψηλή θέση τον έρωτα, το χορό, την
ιδιαίτερη ατομική περιποίηση (αρώματα, κοσμήματα, ενδυματολογικά πρότυπα
κ.λ.π.) και σε υψηλή, περίοπτη θέση τη μουσική. Γι’ αυτό και
συχνά επιμελώς οργάνωναν, δεν παρέλειπαν με την κάθε ευκαιρία να τιμούν το «ορχείσθαι» και
«βαλλίζειν». («Βαλλίζειν»: Τύπος χορού κυκλικού δύο ατόμων γυναίκας
και άνδρα, πρόσωπο με πρόσωπο, σαν τον σημερινό Αιγαιοπελαγίτικο
μπάλλο).
Στοιχεία (τοιχογραφίες κ.α. από το παλάτι
του «Βουκολέοντα» - «Νέον», «Χρυσοτρίκλινο», «Μαγναύρα»,
«Πορφύρα», (δίπλα από τον Βασίλειο τον Α΄ και την Ευδοξία), περιδιαβαίνουν,
μοφοποιούν κοσμικότητα, αποδεικνύουν καταφανέστατα συμπεριφορές ερωτικές, ορχηστρικές,
παρεΐστικα
ψυχαγωγικές συνοδεία οργάνων, όχι εκκλησιαστικών, μα εγχόρθων, όπως το κανονάκι, ο ταμπουράς, το κλαρίνο
κ.α.).
Πρωτομάστορες της κοσμικής βυζαντινής
μουσικής που χαρακτηρίζεται σαν «μάνα» της σημερινής παραδοσιακής, ανοιχτής
Αιγειοπελαγίτικης, νησιώτικης -ρεμπέτικης- σμυρνέικης, αναδείκνυαν μουσικά και στιχουργικά τις αρετές και την δυναμική του σύμμικτου μουσικού
ύφους που
καθορίζονταν σαν διαφορετικό από την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.
Οι Ι. Κουκουζέλης, Μανουήλ Χρυσάφης, Ξένος
Κορώνης, Νικηφόρος Ηθικός, Γαβριήλ Ξανθόπουλος, Ι. Λαμπαδάριος, Γρηγόριος
Αλυάτης, Γρηγόριος Γλυκύς, ήταν οι περισσότεροι διαμορφωτές της κοσμικής
βυζαντινής μουσικής.
Στα Πριγκηποννήσια τον 19ο αιώνα οι χοροί και οι
διασκεδάσεις έδιναν κι έπαιρναν έως τις πρωινές ώρες. Άλλες διαρκούσαν
μερόνυκτα.
Η εξευγενισμένη νοοτροπία συγχρωτισμού ανδρών και γυναικών στο ίδιο μέρος (ακόμα και στα δημόσια λουτρά), επέτρεπε «άμετρον οινοποσίαν και εν ορχήσαι
συνεύρεσιν» των βυζαντινών.
Οι περιγραφές της Άννας της Κομνηνής
(Αλεξ. Ζ΄ ΙΙ) είναι χαρακτηριστικές του ξεδώματος των κατοίκων της πόλης.
Στη γιορτή των « Καλένδων «που διαρκούσε
από τα Χριστούγεννα έως τις 6 Ιανουαρίου, ο κόσμος γέμιζε διασκεδάζοντας
τα καπηλειά*, την αγορά, τις πλατείες και οι ιδιωτικές και
όχι μόνο μουσικές ψυχαγωγικές συγκεντρώσεις ήταν «διαρκείς, περίφροντεις και εξαίσιαι».
Στο Βυζάντιο σαν εμπορικό σταυροδρόμι, διαπίστωνε κανείς μεγάλη επισκεψιμότητα από λαούς και φυλές κάθε είδους. Αυτοί οι άνθρωποι,
πέρα από τις
δουλειές τους, αναζητούσαν και τη διασκέδαση, το ξέδωμα. Κυρίως αναζητούσαν
γυναικεία συντροφιά, συχνάζοντας στα καπηλειά «μετά γυναικών Δημοσίων». Ο όρος Δημόσια
γυναίκα, σήμαινε (όπως και
σήμερα),
την πόρνη, την ελευθεριάζουσα. Η εκκλησία προέβαλε τεράστια αντίδραση, με συχνές παραστάσεις διαμαρτυρίας προς την Πύλη. Όμως
οι Οθωμανοί
και διάφοροι συμφερολάτρες θυμήθηκαν τότε τον «κατ’ ανοχήν βίον» αυτών των
γυναικών. (Από εκεί πήραν και τα μπορντέλα την ονομασία Οίκοι Ανοχής). Σημ:
Βέβαια ο όρος είναι αρχαίος…
Τον ερωτισμό κατά έκφρασιν, τους οίκους
ανοχής, τα «ερωτικά συμπλέγματα και σκιρτήματα» τα συναντούσε κανείς αδιάλειπτα.
Πρόχειρα «φύλλα» (σαν τις σημερινές σημειώσεις) εδίδασκαν χορόν
«τσαλκάντζες και λυγίσματα» (τσακίσματα της φωνής και του σώματος) και
δεν παρέλειπαν να απεικονίζουν ακόμη και να προτρέπουν «εις
άμετρον υιοθεσίαν στάσεων πράξεως ερωτικής». (Όπως περίπου στα σημερινά
πορνοπεριοδικά!). (Χωνιάτης)
Ήδη από το 1250 οι λαϊκοί βυζαντινοί
επιδίδονταν και σε αδιάλειπτη ανάγνωση πλήθους ερωτικών μυθιστορημάτων.
Κατά τον Hang George Beck η καθημερινότητα στο Βυζάντιο περιείχε μέγιστη δόση χυδαιότητας. Αναφέρονται έργα όπως: «Υσμινίας και
Υσμίνη» του
Ευμάθιου Μακρεμβολίτη, «Ροδάνθη και Δοσικλής» του Θεοδώρου Προδρόμου, «Δροσίλλα
και Χαρικλής» του Νικήτα Ευγενιανού, «Αρίστανδρος και Καλλιθέα» του
Κωνσταντίνου Μανασσή κ.α. Ο ονομαστός Νικήτας Χωνιάτης υπήρξε περιβόητος
εκφραστής ερωτικών διηγήσεων, όπου αναφέρονται
συχνές οινομουσικές τάσεις. Σημαντικά είναι στο Βυζάντιο τα ερωτικά λογοτεχνικά
έργα από 1300-1540: «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη»,
«Αχιλληίδα», Βυζαντινή Ιλιάδα, «Φλώριος και Πασιφλόη», «Σεμίραμις και Αλέξανδρος»,
«Ιμπέριος και Μαργαρώνα», όπου με εκφραστικότητα και γλαφυρότητα περιγράφονται
παραστατικά ερωτικές στάσεις και σκηνές, καθώς και «σεξουαλικές παρεκκλίσεις».
Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός, ο
νεοπλατωνισμός αλλά και άλλα θρησκευτικά ρεύματα θεωρούσαν την σωματκή έλξη, την
ηδονή, την απόλαυση, την οινοποσία, μαζί
με κοσμική μουσική απαγορευμένες.(Κανών VΓ. Της εν Λαοδικεία Τοπικής
Συνόδου 343-381). «Ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους
απερχόμενους βαλλίζειν και ορχείσθαι, αλλά σεμνώς δειπνείν και αριστάν ως πρέπει
Χριστιανοίς».
Καίτοι η
ορθοδοξία είχε υιοθετήσει το «ταμπού» της παρθενίας, ο ερωτισμός, ο
αισθησιασμός, η άμετρη μουσική οινοποσία, οι διαρκείς
μουσικοδιασκεδάσεις συχνά υπερέβαιναν τις αντιστάσεις της ορθόδοξης
εκκλησίας.
Στα παραπάνω συνηγορούσε το
γεγονός πως στις αυλές των αυτοκρατόρων ο έρωτας και η εξουσία, συνομωσίες,
ίντρικες και συμφέροντα ήταν οι κυριότερες
ασχολίες ανδρών και γυναικών. Ο έρωτας ήταν πάντα συνυφασμένος με τις
δολοπλοκίες και οι δολοπλοκίες με τον έρωτα.
Είναι γνωστό το πρότερο παρελθόν της
αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία πριν την
στέψη εξέτρεφε ερωτικά για χρόνια πλήθος δούλων και «περιπατητών της
Πόλης» (ήταν καταγέλαστη, περιβόητη
πόρνη).
Στα «Ροζάλια» (τοπική γιορτή) οι
γυναίκες προσέρχονταν «απαραιτήτως κατόπιν λουτροθεραπείας και «κατά
μύρον ενδεδυμέναι δια να καθίστανται καθαραί και εύκαιραι δι’ ό,τι
προκύψει κατά την όρχησιν και τον χορόν». Όπου οι γυναίκες
βαμμένες και ολόγυμνες στροβιλίζονταν έως παραισθήσεως, τραγουδώντας και
πίνοντας παρεΐστικα.(«οίνος και λαλήματα
έδιδον την
εν ορχήσαι γραμμήν …αμέτρως».
Σημαντικός για την εποχή λογίζονταν ο
χορός «Γέρανος», που σήμερα χορεύεται στην Πάρο και ονομάζεται «Αγέρανος». Επίσης
ο «Μακελάρης», χορός των Μακελάρηδων (εκδορέων και χασάπηδων) με βήματα όπως του
σημερινού χασάπικου.
Στις παραπάνω εκδηλώσεις επικρατούσε το
«διασεβάσμιον», δηλαδή ο αλληλοσεβασμός και τιμητική διάθεση και κυριαρχούσε το
«πλαίσιον μέτρου», δηλαδή όχι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Είναι βέβαια χαρακτηριστικές οι αναφορές όπου στη διάρκεια των εκδηλώσεων
εξυφαίνονταν ειδύλλια ακόμη και με άτομα διαφορετικού θρησκεύματος. (Σε αλλοθρήσκους
οι επιμειξίες ήταν απαγορευτικές σε κοινωνίες όπως του μετέπειτα
Βυζάντιου).
Όταν οι πράξεις ωχριούν, οι λέξεις περισσεύουν.
Μ’ αυτή την μικρή φράση μπορεί να
φωτογραφηθεί, να αποτυπωθεί η κοσμική ζωή στο Βυζάντιο.
Ο Ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές στην
πραγματεία του «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός»-Εκδ.Παπαζήση, αναφέρεται
παραστατικά στην ερωτική ζωή της Πόλης, αλλά και ολόκληρου
του Βυζάντιου: Αφού μιλά για την Π α λ λ α κ ε ί α και την ευρέως διαδεδομένη πορνεία
φθάνει με λεπτομέρειες στη συνήθεια των Σ υ ν ε ί σ α κ τ ω ν: «Πολίται δηλαδή, αλλά
προπάντων κληρικοί και μοναχοί προσελάμβανον εις τον οίκον τους παρθένους μη
εχούσας συγγενείς η απροστάτευτους και συνέζων μετ’ αυτών, διαβεβαιούντες ίνα
τας προστατεύσωσιν από την πονηρίαν του κόσμου, ως έλεγον…».
Αυτή την συμπεριφορά καυτηρίασαν κατά καιρούς
ο Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κ.α.
Εκτενή επίσης αναφορά στην κοσμικότητα του
Βυζάντιου συναντά κανείς και σε μία
εμπεριστατωμένη μελέτη της Κας Μαρίας Καμπούρη-Βαμβούκου, καθηγήτριας
του ΑΠΘ.
Έγκριτοι ονομαστοί βίωσαν κατά καιρούς
στην κοσμικότητα του Βυζαντίου, καταγράφοντας κάθε εθιμικότητα . Πρόκειται για
τους
Αρέθιο, Τζέντζη, Ιωάννη Νηστευτή, Κλήμη Αλεξανδέα, Ζωναρά, Λέοντα τον Μεγάλο, Θεόδωρο Στουδίτη κ.α.
Τέτοιας έκτασης ήταν κάποιο καιρό οι
κοσμικές διαθέσεις των βυζαντινών ώστε Ρωμιοί λόγιοι της Ρωμανίας (έτσι
ονομάζονταν τότε) μιλούσαν για «βίον
άπαντα εορτή άγουσι μίαν».
Όλα βέβαια τα παραπάνω ήσαν καταδικαστέα από
την εκκλησία και τους εκπροσώπους
της. Χαρακτηριστικό πώς σπουδαίοι εκκλησιαστικοί ταγοί δεν
εδίστασαν να χαρακτηρίσουν την άλωση και την πτώση της Πόλης ως τιμωρία
Θεού (Των ημαρτημένων θεϊκήν παρέμβασιν υφιστάμεθα»). (Γεννάδιος Σχολάριος).
Οι ίδιοι θεωρούσαν την κοσμική
συμπεριφορά των Βυζαντινών ως «ηθικήν έκλυσιν τεραστίαν», εχθρό της
πνευματικότητας. Το ορθόδοξο δόγμα όμως αποδέχεται το διφυές, δηλαδή και το
πνεύμα και την ύλη(;). Οπότε; Άλλωστε, αποδειγμένα, η κοσμική βυζαντινή
μουσική δεν
ταυτίζονταν οπωσδήποτε με ακραίες συμπεριφορές διασκέδασης. Δεν σήμαινε δηλαδή
πως όποιος ήταν συμπαθών σ’ αυτού του είδους τις μελωδίες και στίχους ήταν κατ’
ανάγκην έκλυτος.
Αν κανείς μελετήσει την βυζαντινότητα
θα διαπιστώσει τεράστια πολιτιστική συμβολή της κοσμικής μουσικής, γιατί αυτή
και μόνον σαν προφορική μουσική αποτύπωνε την εθιμικότητα του κοσμικού
βυζαντινισμού απ’ αρχής έως και της πτώσης της πόλης, αλλά και μετέπειτα.
Είναι εκείνη που μαζί βέβαια με την
εκκλησιαστική μουσική διαμόρφωσαν μέγα μέρος της ελληνικής μουσικής
παράδοσης που φθάνει ως τις ημέρες μας και, παρά τη διαφωνία ωρισμένων …πότισαν
και στέριωσαν το δέντρο της Λαϊκής Αστικής ελληνικής μουσικής. Της μουσικής που κατ’ εξοχήν εκφράζεται παρεΐστικα.
Άλλωστε, «Η αμαρτία είναι Βυζαντινή κι ο
έρωτας Αρχαίος» (Σχόλιο του Μάνου Χαντζιδάκι για «Τα Τραγούδια της Αμαρτίας»!!!)
*Καπηλειά= Από το ρήμα
Καπηλεύω=εμπορεύομαι.
*Μιμαρεία= Πρόχειρες σκηνές με μίμους, θεατρίνους, ζογκλέρ κ.α.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου