TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Εργαλεία Παράδοσης

Παύλος Κοντέλλης: Τα «Εργαλεία της Παράδοσης»
Διακόσια τριάντα αντικείμενα δεμένα με τον μόχθο των ανθρώπων που δουλεύουν τη γη εκτίθενται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του συλλέκτη Παύλου Κοντέλλη στο Ρουφ
Ο Παύλος Κοντέλλης με την ανεμοδούρα
Όταν ήταν παιδί περνούσε τα προπολεμικά καλοκαίρια στον Ασώματο - ένα μικρό χωριό κοντά στην Αγιάσο της Λέσβου - απ' όπου κατάγονταν οι γονείς του. Εκεί πέθανε, τον Σεπτέμβριο του 1940, ο πατέρας του Ιωάννης Κοντέλλης, αντιπρόσωπος των γεωργικών ελκυστήρων Fordson στην Ελλάδα ήδη από το 1919. Μετά τον πόλεμο, το 1945, επέστρεψε με την υπόλοιπη οικογένεια από την Αθήνα στη Μυτιλήνη. Ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών. Βολτάριζε με τους φίλους του στα χωράφια και παρατηρούσε, μέσα στο λιοπύρι, τις ακάματες εργασίες των αγροτών. Ο ίδιος χάζευε το όργωμα, τα βόδια ή τ' άλογα που έσερναν πίσω τους το ξύλινο αλέτρι και αυλάκωναν το χώμα - το συγκεκριμένο θέαμα τον σαγήνευε και τον συγκινούσε. Μια ημέρα έπιασε την κουβέντα μ' έναν γέροντα ζευγά και εκείνος του εξήγησε πόσο δύσκολο ήταν «να περπατάς όλη μέρα πίσω από ένα ζο για να οργώσεις, να σβαρνίσεις και να κάνεις ένα σωρό άλλες δουλειές που χρειάζεται η γη». Συγκλονίστηκε από τα ανεπιτήδευτα λόγια του μόχθου, χαράχτηκαν στο μυαλό του. «Από τότε άρχισα να συνειδητοποιώ το πάθος μου για τη γεωργία» είπε τις προάλλες στο «Βήμα» ο επιχειρηματίας Παύλος Κοντέλλης, ο οποίος έχει συμβάλει ως επαγγελματίας αποφασιστικά, από τη δεκαετία του 1950, στην εκμηχάνιση της ελληνικής γεωργίας και σήμερα κατέχει μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικές συλλογές προβιομηχανικών γεωργικών εργαλείων στη χώρα.
Τα διακόσια τριάντα, μέχρι στιγμής, αντικείμενα εκτίθενται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του στην οδό Ορφέως 113, στην περιοχή του Ρουφ. Εκεί μας υποδέχθηκε και, με αμείωτο ενθουσιασμό, μας ξενάγησε μετά την πρόσφατη κυκλοφορία του πολυτελούς δίγλωσσου λευκώματος «Εργαλεία της Παράδοσης - Tools of Tradition» από τις εκδόσεις Καπόν. «Όλα τα αγαπώ, τα φροντίζω και τα συντηρώ» τόνισε ο ίδιος «και τους κάνω απεντόμωση κάθε έξι χρόνια». Τα φωτογραφημένα, από τον Σωκράτη Μαυρομμάτη, απαστράπτοντα εργαλεία της συλλογής συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα της Μιμίκας Γιαννοπούλου, η οποία ανέλαβε την επιστημονική τεκμηρίωση, και πραγματικά «ζωντανεύουν» δίπλα στις εντυπωσιακές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες του εμπνευσμένου Λαρισαίου Τάκη Τλούπα (1920-2003) που απαθανάτισε με τρόπο απαράμιλλο την αγροτική ζωή στον θεσσαλικό κάμπο.

Ο Παύλος Κοντέλλης άρχισε να ελίσσεται χαμογελαστός ανάμεσα στα ξύλινα και στα σιδερένια αλέτρια, σύμβολα δύο διαφορετικών εποχών, ενώ δεν παρέλειπε να επιδεικνύει τα διαφορετικά είδη δρεπανιών ή τις πλουμιστές ρόκες που κρέμονταν στους τοίχους.«Αυτό εδώ», μας είπε κάποια στιγμή, «λέγεται ανεμοδούρα». Άρπαξε τότε τη χειρολαβή του καλοκαμωμένου εργαλείου που χρησίμευε για το ξεκούκισμα του βαμβακιού, τον διαχωρισμό δηλαδή των ινών από τους σπόρους, και εξήγησε ότι «η πρώτη ύλη περνούσε μεταξύ των κυλίνδρων και το καθαρό βαμβάκι έβγαινε από τη μια πλευρά, ενώ οι σπόροι έπεφταν από την άλλη». Ύστερα, λίγα μέτρα πιο πέρα, στάθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο φυσερό. «Αυτό ανήκε στο παλαιό σιδεράδικο του Ηρακλή Βούρου στο χωριό μου. Το δούλευα όταν ήμουνα μικρός και ελάμβανα μια καραμέλα ως αντίτιμο για εργασία μισής ώρας» θυμήθηκε με νοσταλγία. «Αυτό εδώ» συνέχισε, σηκώνοντας το δάκτυλό του, «είναι ένα σιδερένιο μαγγάνι που χρησίμευε για το ζέσταμα του σιδήρου», αντικείμενο που χρησιμοποιούνταν από τη βιομηχανία Ισηγόνη, η οποία κατασκεύαζε και εγκαθιστούσε ελαιουργεία.

Ο Παύλος Κοντέλλης πάντως ήταν συνειδητοποιημένος από μικρός, ήξερε τι θα έκανε στο μέλλον. «Ήθελα να ασχοληθώ με τα γεωργικά μηχανήματα και όχι με τα αυτοκίνητα που ήταν η δουλειά που κληρονομήσαμε από τον πατέρα μου» εκείνος και τ' αδέλφια του, είπε. Η Ford, η αμερικανική εταιρεία που αντιπροσώπευε η οικογενειακή επιχείρηση, εκτός από τα αυτοκίνητα έφτιαχνε και τα «βενζινάροτρα», όπως έλεγαν τότε τα τρακτέρ - με αυτά, άλλωστε, ασχολήθηκε στην αρχή της σταδιοδρομίας του και ο ίδιος ο Χένρι Φορντ. «Όταν τέλειωσα το σχολείο, το 1950, πήγα για δύο χρόνια στην Αγγλία και παρακολούθησα το Ford Management School. Εργάστηκα σε όλη την παραγωγική αλυσίδα, σε όλα τα τμήματα των γεωργικών ελκυστήρων, από το χυτήριο μέχρι τη συναρμολόγηση, τη δοκιμή και την παράδοση του τρακτέρ στον αγρότη. Έκανα επιπλέον και μαθήματα στη Ransomes που τότε ήταν η μεγαλύτερη κατασκευάστρια εταιρία αρότρων στην Ευρώπη» υπογράμμισε.

Στην πατρίδα ο Παύλος Κοντέλλης επέστρεψε το 1952. Ήταν γεμάτος όρεξη και είχε σκοπό να δημιουργήσει μια νέα επιχείρηση που θα βοηθούσε τους έλληνες αγρότες να βελτιώσουν τη ζωή και τις καλλιέργειές τους. «Την αμέσως επομένη ημέρα έφυγα από την Αθήνα και πήγα στη Λάρισα, την καρδιά της αγροτικής Ελλάδας τότε. Ξεκίνησα να προωθώ γεωργικά μηχανήματα. Εκείνη την εποχή στον θεσσαλικό κάμπο υπήρχαν ελάχιστα τρακτέρ αλλά αρκετοί αντιπρόσωποι άλλων εταιρειών, γερμανικών και αγγλικών μεταξύ άλλων. Πήγα, που λέτε, και τους βρήκα. Εκείνοι, μεγάλοι άνθρωποι καθώς ήταν, γέλασαν μαζί μου επειδή δεν είχα ακόμη κλείσει καλά-καλά τα είκοσί μου χρόνια. Ένας, όμως, από αυτούς μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν "έβγαιναν" και πολύ έξω από τη Λάρισα. Είχα τότε ένα αυτοκίνητο Van που έγραφε με μεγάλα γράμματα "τρακτέρ Fordson". Κάθε πρωί έφευγα και γύριζα τον θεσσαλικό κάμπο, πότε προς Καρδίτσα, πότε προς Φάρσαλα, πότε προς Ελασσόνα. Αποτέλεσμα; Σε διάστημα δέκα μηνών, παρά δύο ημέρες, είχα πουλήσει 147 τρακτέρ!» ανέφερε ο ίδιος μ' ένα πλατύ χαμόγελο.

Τότε γνώρισε τυχαία τον άνθρωπο που «έσπειρε» μέσα του την ιδέα για τη συλλογή, τον «θαυμάσιο φίλο μου» Τάκη Τλούπα, ένα φωτογραφικό λεύκωμα του οποίου ήταν τοποθετημένο πάνω σε έναν από τους δύο σοφράδες - χαμηλά παραδοσιακά τραπεζάκια, κάθονταν σταυροπόδι γύρω τους - που κοσμούν το γραφείο του Παύλου Κοντέλλη, αρμονικά «δεμένοι» με τους σύγχρονους καναπέδες. «Με γνώρισε όταν ακόμη δεν είχε αγοράσει τη Vespa του. Μια ημέρα που πίναμε τσίπουρο σ' ένα μαγαζί μού ζήτησε να τον παίρνω μαζί μου στα χωριά για να βγάζει φωτογραφίες». Κάποια στιγμή, παρακινημένος από την περιέργεια, τον ρώτησε «βρε Τάκη, γιατί φωτογραφίζεις;» τις αγροτικές δουλειές.«Με τα σίδερα που πουλάς σε λίγο καιρό δεν θα γίνονται οι δουλειές όπως τώρα - ούτε το όργωμα, ούτε ο θερισμός, ούτε τα αλώνια, τα εργαλεία θα τα κάψουνε, σ' το λέω, ή που θα σαπίσουνε και θα χαθούνε» του απάντησε αφοπλιστικά ο Τλούπας. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, μια παθιασμένη ιστορία με μπόλικο μεράκι.

Και τι δεν βλέπει κανείς σε αυτόν τον χώρο: από χειρόμυλους για το άλεσμα δημητριακών και οσπρίων μέχρι πήλινες κυψέλες για τα μελίσσια και πρέσες για τη συμπίεση σταφυλιών ή ελαιοπολτού - εντυπωσιακές είναι ομολογουμένως οι αδοκάνες με τους ενσφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους που έδεναν στα άλογα, βασικότατες για το αλώνισμα. Πολλά αντικείμενα, χειροποίητα εργαλεία με αρκετές κατασκευαστικές παραλλαγές και πλούσια ονοματολογία ανά περιοχή προέλευσης, του τα έδωσαν αγρότες που αγόρασαν τρακτέρ, άλλα του τα χάρισαν συγγενείς, φίλοι ή εργαζόμενοι στην εταιρεία, αρκετά τα εντόπισε σε παλαιοπωλεία, ακόμη και σε μοναστήρια. «Και συνεχώς, όσο μπορώ, εμπλουτίζω τη συλλογή, μόλις χθες προσέθεσα κάτι» είπε με ικανοποίηση ο Παύλος Κοντέλλης, που αναζητεί πλέον τον ιδανικό χώρο στην Αθήνα για ένα μικρό μουσείο ώστε να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι αυτά τα πολύτιμα απομεινάρια της ελληνικής παράδοσης.

Στην αίθουσα συσκέψεων της εταιρείας, προτού καθήσουμε προκειμένου να συζητήσουμε - με εκπληκτική θέα στον Παρθενώνα - για την ελληνική γεωργία στο βάθος του χρόνου, ο Παύλος Κοντέλλης μάς έδειξε δύο μεγάλες ξύλινες κατασκευές για το μπάλιασμα των φύλλων του καπνού πριν από την εξαγωγή του - «νομίζω ότι τους χαλάσανε τους αγρότες με τις επιδοτήσεις» σημείωσε σχετικώς. Στο τέλος της περιήγησης μας υπέδειξε ακόμη μία ασπρόμαυρη, κορνιζαρισμένη φωτογραφία μεγάλων διαστάσεων. «Το 1905 ο πατέρας μου μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1911 εργάστηκε στην εταιρεία Dodge Brothers και αργότερα στη Ford, στο Ντιτρόιτ συγκεκριμένα. Επιστρέφοντας στη Μυτιλήνη το 1918 έφερε μαζί του το αυτοκίνητο που είχε αγοράσει, ένα Ford T. Ήταν και το πρώτο που έφτασε ποτέ στο νησί. Η φωτογραφία είναι από εκείνη την ημέρα, μαζεμένος ο κόσμος το περιεργάζεται. Το πούλησε. Μετά πούλησε κι άλλα. Έγραψε στην εταιρεία και ρωτούσε αν έπρεπε να επιστρέψει - καλούπια έφτιαχνε, αυτή ήταν η δουλειά του. Του απάντησαν ότι μπορούσαν να τα φτιάξουν και χωρίς αυτόν, "εσένα σε θέλουμε εκεί να τα πουλάς" του είπαν».
Πηγή: www.tovima.gr
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: