TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη



Στη μνήμη του συνάδελφου Μηχανικού Αλέκου Παναγούλη
Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου
Στα χρόνια του τότε Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου που λίγη σχέση έχει με το σημερινό, όλοι οι σπουδαστές, ειδικά της ίδιας ή κοντινής χρονιάς, άσχετα Σχολής, γνωρίζονταν τουλάχιστον φυσιογνωμικά.
Κάποιοι, όπως οι συνάδελφοι που εκπροσωπούσαν πολιτικές παρατάξεις, της Αριστεράς, του Κέντρου, των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη, της Δεξιάς, σ’ αυτά τα χρόνια του 1-1-4, των πολιτικών διεργασιών, του επωαζόμενου πουλιού της δικτατορίας, ήσαν γνωστοί σε όλους.
Ο πιο μαχητικός και αγωνιστικός του χώρου του, της Ένωσης Κέντρου, πιθανέστατα και όλων των άλλων χώρων, μ’ αυτή την αστραφτερή ματιά, έτοιμος να φθάσει στα άκρα, ακόμη και να συμπλακεί μ’ αυτούς της Ε.Κ.Ο.Φ., σε συνελεύσεις, πορείες, πολιτικές συζητήσεις μέσα στο Πολυτεχνείο κι έξω απ’ αυτό, υποτιμητικός, βαθιά είρων, σαρκαστικός* για τους αντιθέτων πολιτικών απόψεων, ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, σπουδαστής της Σχολής Μηχανολόγων- Ηλεκτρολόγων, μεγαλύτερός του Νικόλα.
Περίπου τέλη Ιούνη 1966, ένα μίγμα έκπληξης και αμηχανίας ήταν τα συναισθήματά του Νικόλα όταν τον είδα φαντάρο να παρουσιάζεται στην 133 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού στην Καβύλη της Ορεστιάδας, που μαζί μ΄ ένα τάγμα πεζικού, μια επιλαρχία αρμάτων, ένα λόχο ΛΟΚ, μια διμοιρία διαβιβάσεων, αποτελούσαμε ένα ενιαίο στρατόπεδο «θέσης τάξης θυσίας» όπως τους είπαν και κατάλαβαν, δίπλα στον Έβρο, όπου υπηρετούσε σαν δόκιμος έφεδρος αξιωματικός σε εποχή που πραγματικά ήσαν έτοιμοι ν΄ αρπαχτούν με τους «γείτονες»..
Έκπληξης, βλέποντας έναν συνάδελφο Μηχανικό, αγωνιστή όμως, σε μέρες που ο ίδιος ψαχνόταν και «καθόταν στ’ αυγά του». Αμηχανίας γιατί τον είχαν «πετάξει» εκεί πάνω σαν φαντάρο, ενώ ο Νικόλας ήταν δόκιμος, για τον τρόπο που πιθανά θα τον έβλεπε ο ίδιος και για την πιθανή συμπεριφορά του σ’ ένα χώρο που καμιά σχέση δεν είχε με τις ελευθερίες του Πολυτεχνείου. Αμηχανίας και για τα φιλύποπτα μάτια που παρακολουθούσαν, έτοιμα για κακίες, τα τεντωμένα σαν αντένες αυτιά να πιάσουν στιχομυθίες.
Αναγνώρισε τον Νικόλα αμέσως. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Δεν ήξερε τ’ όνομα ή επίθετό του μην έχοντας συστηθεί. Αγκαλιάστηκαν σχεδόν.
- Τι γίνεται ρε συνάδελφε, εδώ κι’ εσύ; τον ρώτησε ο Αλέκος.
-Εδώ.
-Πώς είναι τα πράγματα;
- Α!, όχι και τόσο άσχημα!.
Τι να του πει;
- Δε μου λες, υπάρχει κάποια θεσούλα, κάπου να την βγάλουμε. Μπορείς να κάνεις τίποτε;
- Τι να σου πω, θα προσπαθήσω.
Πραγματικά, κάτι έκανε. Έπιασε έναν έφεδρο ανθυπίατρο, πολύ καλό παιδί, καλή του ώρα, τον παρακάλεσε. Τον πήρε νοσοκόμο - βοηθό του στο μικρό τους αναρρωτήριο.
Ο Νικόλας τον είδε 2-3 φορές μέχρι που αποσπάστηκε αιφνιδιαστικά στην Αλεξανδρούπολη. Γυρίζοντας στο στρατόπεδο αργά κάποιο βράδυ να πάρει φύλλο πορείας για μετεκπαίδευση στο ΚΕΥΠ στη Λαμία και να κοιμηθεί για να φύγει πρωί-πρωί, δεν είχε χρόνο να χαιρετιστούν. Έμαθε από τον ανθυπίατρο που τον είδε για λίγο ότι ο Αλέκος τον ρώτησε μια -δυο φορές γι΄ αυτόν με το γνωστό του ύφος.
  • Τι έγινε μ’ αυτόν τον συνάδελφο - δόκιμο και τον εξαφάνισαν;
Οι μικρές συζητήσεις τους ήσαν για συνηθισμένα πράγματα, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, απολιτικές. «Φύλαγε τα ρούχα του» από κάποιον, που δεν είχε γνώση τι είναι με την συνηθισμένη καχυποψία και κρυψίνοια των «συνωμοτών» καθώς και των οργανωμένων στελεχών όλων των πολιτικών παρατάξεων προς τους ανοργάνωτους, είναι δεν είναι του χώρου τους, και μάλιστα δόκιμο έφεδρο αξιωματικό.
Ο Νικόλας τον εύρισκε στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο των επισκέψεών του στο αναρρωτήριο να διαβάζει. Το μαγαζί είχε πολύ λίγη δουλειά, δεν είχε κανείς την πολυτέλεια να αρρωστήσει σε μια περίοδο έντονης αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Συνήθως ξαπλωμένος με πλάτη στο κεφαλάρι σε σιδερένιο στρατιωτικό κρεβάτι με πολυχρησιμοποιημένες χακί κουβέρτες πάνω στο στρώμα, φορώντας στολή αγγαρείας κι’ αρβύλες, διάβαζε για να σκοτώσει την ώρα του περιοδικά και ...μίκυ- μάους που άφηναν οι φαντάροι.
Τίποτε δεν φανέρωνε κάτι από την μελλοντική του πορεία.
Από την συνοριακή αυτή μονάδα μετατέθηκε στη Βέροια επί Χούντας, απ’ όπου λιποτάκτησε σε μια κάθοδό του στην Αθήνα, ώστε να πραγματοποιήσει Αύγουστο του 1968 την απόπειρα κατά του δικτάτορα.
Ο Νικόλας έχοντας απολυθεί πρόσφατα, διάβασε κάποιο μεσημέρι στην εφημερίδα για τον «οικοδόμο», όπως τον ανέφεραν, δηλαδή τον χειρώνακτα, επομένως κατά τη λογική τους, άτομο με χαμηλή μόρφωση, της εργατικής τάξης, σοσιαλιστή ή κομμουνιστή, επομένως μη αποδεκτό απ’ το μεγαλύτερο ποσοστό των συμπατριωτών της εποχής, επομένως απαξίωση του γεγονότος, και της απόπειράς του, με τη φωτογραφία με μαγιό όταν τον συνέλαβαν κοντά στη «τρύπα του Καραμανλή».
Τα υπόλοιπα της ζωής και του θανάτου του είναι γνωστά για όσους έστω για λίγο ασχολούνται με τα κοινά…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
* Σ’ ένα ποίημά του, γιατί ήταν και ποιητής, είναι ενδεικτικός ο χαρακτήρας του. Όπως λέγεται, το πρωτότυπό του το έγραψε με το αίμα του σ’ ένα βρώμικο χαρτί στην απομόνωση τον Ιούνιο του 1971. Αντίγραφό του από παλιά εφημερίδα χάρισε στον Νικόλα γνωστός δικηγόρος Πειραιά, μακαρίτης πλέον από χρόνια. 

Ξέσπασμα
Εσείς που ξεχνάτε το Χθες
που τόσο θολά βλέπετε το Σήμερα
που αδιαφορείτε για το Αύριο
που αναπνέετε για να πεθάνετε.
Εσείς που μόνο για χειροκροτήματα έχετε χέρια,
που κι’ αύριο θα χειροκροτάτε
απ’ όλους δυνατότερα όπως πάντα,
όπως και χθες, όπως και σήμερα.
Εσείς, ας ξέρετε λοιπόν
ζωντανά επιχειρήματα της κάθε τυραννίας,
πως τους τυράννους τους μισώ πολύ…
(Τόσο πολύ όσο σιχαίνομαι εσάς)

Νίκος Δημητρίου Παπαδιονυσίου
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: