ΤΟ
ΑΡΜΑΤΩΜΑ
[Του Γιάννη Σαντάρμη]
Στο ‘να μαντρί τα πρόβατα, στ' άλλο μαντρί τα γίδια
κι ολόγυρα στους οβορούς, στους φράχτες, στα παλούκια
κρέμουνται αρμάθες τα κυπριά κι αρμάθες τα κουδούνια.
0
τσέλιγκας από μαντρί σ’ άλλο μαντρί παγαίνει
και διαλαλεί στους μπιστικούς, στους κρεμαστάδες κράζει.
— Για ξεκρεμάστε τα διπλά και τα βαριά κουδούνια,
τα πράτα ν’ αρματώσουμε και τα κουφά τα γίδια,
τα πράτα ν’ αρματώσουμε και τα κουφά τα γίδια,
τι μοιάζουν σαν την εκκλησιά που σήμαντρο δεν έχει.
Μέσα στις δυο τους τις κοπές, στα δυο κοπάδια του έχει
τους παραγιούς που κουβαλάν, τους ψυχογιούς που φέρνουν,
που κουβαλάνε τα κυπριά, που φέρνουν τα κουδούνια.
Κάθε τσοπάνης κι ένα ζο βαστάει και τ’ αρματώνει.
— Άλλος γαλαροκούδουνα θηλιάζει στις γαλάρες,
άλλος στα στέρφα πρόβατα περνάει στερφοβροντάρια,
άλλος στα στραβομύτικα τα κριάρια κόθρα δένει
άλλος στα στέρφα πρόβατα περνάει στερφοβροντάρια,
άλλος στα στραβομύτικα τα κριάρια κόθρα δένει
και στα γκεσέμια τα τρανά, που σέρνουν το κοπάδι,
άλλος με διπλοκλείδωτη και πυξαρένια ζεύλα
κρεμάει πίπα τριοκάρικη, κρεμάει πίπα μεγάλη,
που ‘χει πλουμίδια στα πλευρά, σκαρπιάδες κεντημένους,
που ‘χει το στόμα το πλατύ και το μακρύ γλωσσίδι.
— Πιάσε, Νούλα, το ζάβαλο μηλιόρι με τη γκλίτσα
και τσάκωσε και τ’ άζαπο ζυγούρι απ’ το ποδάρι
και τσάκωσε και τ’ άζαπο ζυγούρι απ’ το ποδάρι
και φόρα στο ‘να κυπριοτό, στ’ άλλο τραχύ κουδούνι
ν’ ακούγω την αχούρα τους και να μου δίνει γνώρο
σε ποιο να βόσκουν γούπατο, σε ποια να σκύβουν γκούρα.
Λαιμοκρεμάν στην κάτσινα πανώρια κλαπακιόρα,
βάνουν βραχνό στην κάλεσα, βάνουν μουγγό στη γρίβα,
βάνουν στην γριβοκάλεσα λαγαριστό κουδούνι,
ξηντάρι σταίνουν στη σπανή, στη φλώρα βδομηντάρι,
περνάν στη λάγια σύβαρο, πανάλαφρο στην τσιούλα,
πλακωδερό στη βάκρινα, λιβαδινό στη μπάλια
και στη χελιά την κορμερή, που στη χοντρή σφαξιά της
μικρό δεν καταδέχεται να κουβαλάει βροντάρι,
μες σε στεφάνι ξομπλιαστό φοράν διπλό κουδούνι,
που κρέμεται όξω το τρανό και το μικρό είναι μέσα.
Κι αλλού ένας γερο-μπιστικός, πιο γνωστικός απ’ όλους,
στην προβατίνα την καλή, που μολαΐμηκη είναι,
περνάει κουδούνι με κλειστό το στόμα, που ‘χει μέσα
λιβάνι, ένα μικρό σταυρό κι εικόνισμα ένα ακόμα,
μες στο κοπάδι ολάκερο για να ‘ναι φυλαχτάρι.
Στη γιδοστρούγκα ο τσέλιγκας συχνογυρνάει και λέει
για το καθένα γιδερό, που βλέπει αρματωμένο.
— Για ιδές το σιούτο το τραγί τι μυταριά φοράει,
μην το πληγιάζει ο κύπρος του, σα γέρνει κατά πίσω.
Τήρα παστέλα η καψαλή, τήρα τροκάρι η ντρένια,
μην το πληγιάζει ο κύπρος του, σα γέρνει κατά πίσω.
Τήρα παστέλα η καψαλή, τήρα τροκάρι η ντρένια,
η τσιούλα η απλοκέρικη τήρα μπακίρι που ‘χει
κι ακόμα τήρα πως σπιθάν τα γερακοκουδούνια
στ’ αστάλωτα τραγόπουλα και στα μικρά κατσίκια.
Κρέμεται Αραχωβίτικη χαλκούρα στη βετούλα,
μπρούτζος Λιδωρικιώτικος γυαλίζει στην κατράνω,
βαστάει Μεσολογγίτικο τσοκάνι η μπουλουκιάρα,
η μπέστρα Σαλωνίτικο, Βραχωριανό η σαγόνα
και με Καρπενησιώτικο κι η λιάρα καμαρώνει.
Όλη τη μέρα αρμάτωναν οι μπιστικοί τα πράτα
κι όλη μέρα κουδούνιαζαν κι ο παραγιοί τα γίδια
κι εκεί το βράδυ που σχολάν και την αρμάτα παύουν
λόγια χρυσά στον τσέλιγκα, παινάδες αραδιάζουν.
— Σένα σου πρέπει, τσέλιγκα, σα μέγας που ‘σαι αφέντης,
να περπατάς στο σκάρισμα, να βγαίνεις στα λιβάδια
να περπατάς στο σκάρισμα, να βγαίνεις στα λιβάδια
μ’ αρματωμένα πρόβατα, μ’ αρματωμένα γίδια,
αρματωμένα με κυπριά και με βαριά κουδούνια.
Πάλι σου πρέπει, αφέντη μας, να ‘χεις και τα σουρτάρια
και τα γκεσεμοκρίαρα κι αυτά κουδουνιασμένα
να σέρνουν τα κοπάδια σου μ’ ένα διπλό καμάρι
για την τρανή τους κορμαριά, για τα λαμπρά βροντάρια.
Κι ακόμα ξαναπρέπει σου για τις αρματωσιές τους
κι εσύ διπλά να χαίρεσαι, διπλά να καμαρώνεις
καθώς βαριά θ’ αντιλαλούν, καθώς θ’ αχολογάνε
το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώ στους κάμπους.
Να κάνουν τον ανήφορο ν’ αχάνε σα μελίσσια,
να κάνουν τον κατήφορο να βάζουν σαν ποτάμια,
να κουδουνάν, να τσοκανάν και να χαλάν τον κόσμο
κι ο κόσμος, που θα τα’ αγροικά, να ξέρει απ’ το βουητό τους
ποιανού κοπάδια ροβολάν, ποιανού κοπές διαβαίνουν.
Γλωσσάρι
αρμάτωμα, το = το πέρασμα
του κουδουνιού
στο λαιμό
του προβάτου
ή του γιδιού.
αρματώνω
= περνώ το κουδούνι
στο λαιμό
του προβατιού
ή του
γιδιού.
βάζω = βουίζω.
βροντάρι,
το
= κουδούνι, κυπρί.
γκεσέμι,
το
= το κριάρι
ή το
τραγί που οδηγεί
το κοπάδι.
γκούρα, η = πηγή.
ζεύλα,
η
= ξύλινο στεφάνι για το κρέμασμα
του κουδουνιού,
μολαΐμικη, η = ήμερη, ήσυχη.
μυταριά, η = λωρίδες πέτσινες
δεμένες στο μέτωπο του κριαριού
ή του τρανού γιδιού, έτσι που να κρατούν
στη θέση της τη ζεύλα
με το βαρύ κουδούνι, για να
μην πληγώνονται
απ’ την
τριβή οι ώμοι
και ο λαιμός.
σκαρπιάς, ο = σκορπιός.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου