TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Ο καλογιάννος

                            Ο καλογιάννος

 


  Πουλάκια, που διαβαίνετε μες στ’ ουρανού τις ρούγες,

ποιο έχει τάχατε από σας τις πιο γερές φτερούγες;

                        Πουλάκια της ερήμου,

                        αν έχει κάποιο, ας πει μου.

 

  Ω, εγώ ’μαι ο φτερουγιστής, εγώ του κόσμου ο πλάνος,

εγώ ’μαι τ’ ανεμόδαρτο πουλάκι, ο καλογιάννος,

                        που στο λαιμό έχω γύρα

                        αιμάτινη πορφύρα.

 

Μου στάλαξε η συντρόφισσα, που να τη σώσω πήγα,

ζεστά αιματοσταλάματα απ’ την καρδιά της λίγα

                        κι εμπρός στο στήθος τα ’χω,

                        όπου κι αν πάω κι αν λάχω.

 

Με ξέρει ὁ άγριος άνεμος κι αυτό τ’ αστροπελέκι,

τώρα που φεύγει για μακριά το κάτασπρο λελέκι,

                        εγώ πίσω γυρίζω,

                        με νέφος φθάνω γκρίζο.

 

Άλλ’ αγριοπούλια ανάγερα καβάλα πάν’ στις χήνες,

ποτέ εγώ δε βουλήθηκα για ν’ ανεβώ σ’ εκείνες,

                        πετώ πίσω τους πέρα

                        στον κούφιο τους αέρα.

 

Μαζί μου έρχεται ο κότσυφας, η τσίχλα, η γκαλλιμάνα,

πουλάκια διαβατάρικα, πουλιά κι αυτά ’ναι πλάνα,

                        τραβάει για το λημέρι

                        καθένα του, που ξέρει.

 

Πιάνει τη στρέχα το στρουθί, το κεραμίδι κάτω

κι εγώ το φράχτη της αυλής και το φτωχό το βάτο,

                        φτεροκοπώ στον κήπο

                        κι απ’ τον αγρό δε λείπω.

 

Σκύβει το πρώτο λούλουδο και με καλωσορίζει

κι όπως πέφτει ψιλή-ψιλή βροχή και ψιχαλίζει,

                        απλών’ η κουκουμπέλα,

                        να μη βραχώ, μια ομπρέλα.

 

Μαράθη και φυλλομαδά η κόκκινη τουλίπα,

με σκιάχθηκε ο γραντσέολας και κρύφθηκε στην τρύπα

                        και στο νερό απ’ τα βράχια

                        πηδούν και τα βατράχια.

 

Στα νιοργωμένα οργώματα, σύντροφο έχω και ταίρι

τον όμορφο κορυδαλλό, τον ξανθοκατσουλιέρη,

                        σ’ αυτόν το χώμ’ αρέσει,

                        εγώ βρίσκω άλλη θέση.

 

Σαν ξεκουράζεται ο γεωργός, πετώ στο ξεροπέτρι,

πότε στα βοϊδοκέρατα, πότε στέκω στ’ αλέτρι,

                        πότε τσιμπώ προσφάι,

                        απ’ του ζευγά το πλάι!

 

Φθινοπωριά, μπερδεύομαι στο νιόφυτρο χωράφι,

βλέπω την πάχνα της αυγής και του σπερνού το τσάφι

                        και λέω πως πέφτει χιόνι

                        και πως το ψιλοστρώνει.

 

Κι όσο να ψάξω και να βρω απάνεμη απαγκιάστρα,

προβάλλει ο ήλιος το πρωί, αποτραβιούνται τ’ άστρα,

                        λιώνει το δροσολόι

                        κι έννοια πια δε με τρώει.

 

Σκληροί οι εχθροί της χειμωνιάς, χωρίς σπλαχνιά κι αγάπη,

με δέρνει το δριμόχολο, με βρέχει το δρολάπι,

                        το μοχλοβόρι πάρα

                        πολλή μου φέρνει αντάρα.

 

Τ’ άγριο το πετροχάλαζο, λες κι έχει με γινάτι,

με κυνηγά και κρύβομαι στο σπιτικό χαγιάτι

                        και με τον πάγο πάλι,

                        ζεστή εδώ βρίσκω αγκάλη.

 

Πέφτουν οι τούφες του χιονιού και τρέμω σαν καλάμι,

ζυγώνω στο παράθυρο, χτυπώ ικέτης το τζάμι

                        και ψίχουλα τ’ αθώο

                        παιδί πετά και τρώω.

 

Κι όταν κουρνιάζω τη νυχτιά στου λόγγου τ’ αγριοπούρνια,

κι η αράχνη με ψυχοπονά, γοργά μου υφαίνει κούρνια,

                        παχύ έν’ αραχνοπάνι,

                        βοριάς να μη με πιάνει!

 

Το καταχείμωνο, σα βγει μια αχτίδ’ από τον ήλιο,

μ’ αρέσει έξω να λιάζομαι στης φύσης το βασίλειο,

                        το κρύο στη σκιά να τσούζει,

                        το φώς εμέ να λούζει.

 

Στα κεραμίδια του σπιτιού, μαλώνουν σουσουράδες

κι εγώ για την αμάχη τους σκορπώ σκοπού γλυκάδες

                        και το βιολί μου το ’χω

                        ψηλά στην καπνοδόχο!

 

Την κουκουβάγια σκιάζομαι κι αυτό το κιρκινέζι,

με το κορμί μου κάνουνε πανέμνοστο τραπέζι,

                        σαν αστραπή, άμα δω τους,

                        στην κρύφτρα πάω του σκότους.

 

Το αγαπώ του τόπου μου το γνώριμο λημέρι

κι αν λάχει κι έρθει άλλο πουλί, του σταίνω άγριο σεφέρι,

                        και πάλι απ’ το τιρνέκι

                        βιγλοκοπώ ως παρέκει.

 

Αργά υπνώνω το σούρουπο, νωρίς ξυπνώ το τάχυ,

έχω μιαν έννοια μέσα μου, μια ασίγαστη έχω αμάχη,

                        για των πουλιών το γένος,

                        τη λέει η φωνή μου κι ο αίνος.

 

Τσιούρ από δω, τσιοὺρ από κει, τσιοὺρ κάνω παραπέρα,

λέω στα πουλιά να γείρουνε, γιατί τέλειωσε η μέρα,

                        τον κόσμο, αυγή, χαλάω,

                        να σηκωθούν, λαλάω!

 

Εγώ ’μαι ο μέγας βασιλιάς, εγώ ’μαι ο μέγας ρήγας,

κανείς, να γίνει ταίρι μου, δε βρίσκεται κολίγας,

                        μ’ έχει έτσι ο Πλάστης πλάσει,

                        στην όμορφή Του πλάση.

 

  Εσύ, πουλί, πουλάκι μου και διαβατάρικό μου,

και τη χρονιά την άλληνε να ’ρθείς στο σπιτικό μου,

                        για εσέ θα λαχταρίζω,

                        σα δω σύννεφο γκρίζο.

 

Μην ξεχάσεις, ξανάλα μου, εγώ ’μαι ντιβικιέλης,

θα σου ’χω κούρνια στη σκεπή, ζεστή, καθώς τη θέλεις,

                        φωλιά θα σου ’χω κι άλλη,

                        στο στήθος πιο μεγάλη.

 

Πως έφτασες θα μου το πει στου κήπου τη γωνίτσα

το ροδαλό κυκλάμινο, αυτή η χινοπωρίτσα,

                        θα μου το πει, μες στ’ άλλα,

                        κι η πρώτη βροχοστάλα.

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡ. ΣΑΝΤΑΡΜΗΣ

 

 

Γλωσσάρι

αγριοπούρνι, το = άγριο πουρνάρι.

αντάρα, η = ομίχλη, καταχνιά, κατσιφάρα.

απαγκιάστρα, η = μέρος προφυλαγμένο από τον άνεμο.

γινάτι, το = πείσμα, μπρί.

γκαλλιμάνα, η = πανέμορφο χειμωνιάτικο πουλί, λίγο μεγαλύτερο απ’ το τρυγόνι, έχει βαθυκύανο γυαλιστερό φτέρωμα, σκοτεινό στο στήθος, η κοιλιά του είναι λευκή και το ομοιόχρωμο λοφίο του ορθώνεται απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού με κυρτή κάμψη προς τα μπρός, πετά με καμπυλωτά φτερά, η φωνή του μοιάζει με νιαούρισμα γάτας, σκοίνικλος ο λοφιοφόρος.

γραντσέολας, ο = μεγάλος κάβουρας, που το καύκαλό του σκεπάζεται με άγριο πράσινο χνούδι.

δριμόχολο, το = ξαφνικός και ορμητικός βόρειος αγέρας.

δρολάπι, το = αγέρας και βροχή μαζί, υδρολαίλαπας.

καλογιάννος, ο = μικρό πουλί, μικρότερο απ’ το σπουργίτι, η κοιλιά του είναι λευκή, το μέτωπό του και ο λαιμός του κιτρινοκόκκινα, το αρχαίο όνομά του είναι πυραλίδα, το επιστημονικό του ερύθακας ο πυρρόχρους ή πυρρούλας και το λαϊκό του κοκκινολαίμης, κοκκινοστήθης, κοκκινοτραχηλίτσα, κοκκινογούης, κομπογιάννος, τσιπουρογιάννης, τσικογιάννης, γυφτούλα.

κιρκινέζι, το = είδος γερακιού, η κεχρίδα, το γνωστό σαΐνι ή λιμοξίφτερο ή τσίφτης, αρπακτικό και εύστροφο πουλί, στο μέγεθος του περιστεριού, έχει όμορφο σταχτί φτέρωμα, το οποίο φτέρωμα στο αρσενικό δημιουργεί ανταύγειες πρασινόφαιες, κουρνιάζει στις αστρέχες (γεισώματα) των σπιτιών, σε σχισμές βράχων και σε απρόσιτους πετρώδεις γκρεμούς.

κολίγας, ο = ο καθένας από τους συνεταίρους, που δανείζει αμοιβαία τα ζώα του για τις γεωργικὲς ἐργασίες, σέμπρος.

κουκουμπέλα, η = μανιτάρι [κοκο-μπέλα (αυγουλάκι άσπρο κι ωραίο)], κουκλιάνα (σκεπαστή).

μοχλοβόρι, το = ομίχλη με βοριά μαζί, ομιχλοβόρι.

ντιβικιέλης, ο = γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος, κιμπάρης.

ξανθοκατσουλιέρης, ο = το πουλί ο κορυδαλλός, σποροφάγο, μικρότερο απ’ τη γαλιάντρα, έχει φτερά ίδια στο χρωματισμό με το έδαφος, ξανθό, που δύσκολα το διακρίνει κανείς σ’ αυτό, το χαρακτηριστικό του σημάδι είναι μια μικρή φτεροδεσμίδα, σαν λοφίο (κατσούλα), που φέρνει επάνω στο κεφάλι του, ζει σε ακάλυπτους και ελεύθερους χώρους, όπου και φωλιάζει, δίπλα συνήθως σ’ ένα αγκάθι ή πλάγι σε κομμάτι (μπλάνα) χώματος, που σηκώνει το αλέτρι, ανάμεσα στα σπαρτά ή έξω στις χορταριασμένες εκτάσεις, μετακινείται δε περπατητά και γρήγορα στο έδαφος και, τέλος, νωρίς το πρωί που ξυπνά, ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό και χαιρετίζει το πρώτο φως της μέρας με γλυκά και χαρούμενα κελαδήματα, κατσουλέτρας, κατσουλάνι, σκορδαλλός.

πανέμνοστο, το = νόστιμο πολύ.

πάχνα, η = η δροσιά που κάθεται στα φύλλα των φυτών και των δένδρων, ασπρόπαχνα, τσάφι.

ρούγα, η = δρόμος, γειτονιά.

στρέχα, η = το γείσο της στέγης του σπιτιού, απ’ όπου τρέχουν τα βροχόνερα, σιάχος, ξεστόχι, σταλάχτρα.

στρουθί, το = σπουργίτι, τζαρτζάνι.

τάχυ, το = πρωί, νωρίς.

τιρνέκι, το = ακρινό αποφυλλωμένο κλαδί ή λιθάρι σε ψήλωμα, ασβεστωμένο απ’ τις κουτσουλιές, όπου ενεδρεύουν για τη λεία τους ορισμένα είδη πουλιών, ζαρίστρα.

χαγιάτι, το = χώρος κοντά στο σπίτι, για την τοποθέτηση πολλών αντικειμένων, υπόστεγος διάδρομος, μπαλκόνι.

χινοπωρίτσα, η = το κυκλάμινο, με τα ροζ άνθη, που φυτρώνει κατά ομάδες το φθινόπωρο, ασκλαμιδιά.

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

 

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Καλή χρονιά με υγεία και έμπνευση!