Η Γκόλφω
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Από το πρωί υπήρχε μια περίεργη αναστάτωση σ’ όλο το χωριό και τα νέα διαδίδονταν αστραπιαία, από τον ένα μαχαλά στον άλλο. Το βράδυ θα έχουμε σινεμά! Ήταν σημαντικό γεγονός, όσο να πεις, για ένα χωριό που δεν είχε ούτε ραδιόφωνο. Θα ήταν γύρω στο ’60 και η είδηση τάραξε ευχάριστα και απρόσμενα τα ήρεμα νερά, μιας κοινωνίας με αργούς και νωχελικούς ρυθμούς.
Δυο τρεις φαντάροι ήρθαν από το Δομοκό, μ’ ένα τζιπάκι και μια κινηματογραφική μηχανή. Τους υποδέχτηκε ο πρόεδρος του χωριού και καθίσανε στο καφενείο του Καραμπούλα, κάτω απ’ τη μουριά, για κανένα ουζάκι. Καλοκαίρι ήταν, η ζέστη κρατούσε ακόμα κι έτσι κανείς δεν βιάζονταν. Άρχισαν λοιπόν την ψιλοκουβέντα και τσούγκριζαν τα ποτήρια. Σε μια μεγάλη μπομπίνα ήταν τυλιγμένη η ταινία κι έκρυβε τα μυστικά της, μέχρι να σκοτεινιάσει.
Οι άνθρωποι που συμμάζεψαν νωρίτερα τα ζωντανά τους, ετοιμάζονταν για το σινεμά, που φυσικά ήταν δωρεάν! Κι όταν άρχισε να σουρουπώνει άντρες, γυναίκες και παιδιά κατηφόριζαν για την πλατεία, στο παλιό σχολείο. Άλλοι κρατούσαν σκαμνάκια, άλλοι καρέκλες κι άλλοι θα κάθονταν σταυροπόδι καταγής. Εκεί στο ψηλό πέτρινο σπίτι του Αρβανίτη, κάρφωσαν οι στρατιώτες ένα μεγάλο άσπρο πανί, για οθόνη!
-Τι έργο θα μας παίξουν, ρώτησε η γιαγιά Μυγδάλω.
-Τη Γκόλφω, της απάντησε η νύφη της η Γιαννούλα.
Πολλοί δεν είχαν ξαναδεί σινεμά, μόνο ακουστά τον είχαν κι ανυπομονούσαν να ξεκινήσει η ταινία. Τα παιδιά μπήκαν μπροστά απ’ τους μεγάλους και έκατσαν κατάχαμα κάνοντας φασαρία.
-Μωρέ τι θάματα είναι τούτα, έλεγαν οι γιαγιάδες.
Όταν όλα ήταν έτοιμα άρχισε η προβολή, άρχισε η μαγεία στο πανί. Ξαφνικά τα παιδιά ησύχασαν κι οι μεγάλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Με τα μάτια καρφωμένα στο πανί, ρουφούσαν κάθε λόγο, κάθε κίνηση των ηθοποιών. Έβγαιναν τότε πολλές κοπέλες φεγγαροπρόσωπες, με μακριές πλεγμένες κοτσίδες και κεντητά μαντίλια, κρατώντας τις στάμνες τους, να πηγαίνουν στη βρύση για νερό. Και νέοι καλοφτιαγμένοι με τις φουστανέλες να βόσκουν τα πρόβατα στο βουνό.
Μια μικρογραφία της κοινωνίας τους, με τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες χαρές. Η επιθυμία των κοριτσιών να έχουν μια καλή τύχη και να παντρευτούν έναν όμορφο νέο και καλοκαμωμένο. Κοντολογίς μια ακόμα ιστορία αγάπης με τις χαρές και τους καημούς της! Και ανάμεσα στην αγάπη και τα νιάτα έμπαινε το άτιμο το χρήμα, γκρεμίζοντας όνειρα και όρκους. Ύστερα ακολουθεί η απογοήτευση και για τους πιο αδύναμους η απόγνωση και το φαρμάκι!
Όταν η Γκόλφω πήρε το φαρμάκι και πήγε να φαρμακωθεί, τότε μετάνιωσε κι ο Τάσος και έτρεχε να την βρει. Μπροστά ανοίγονταν δυο δρόμοι, η Γκόλφω πήγε αριστερά κι ο Τάσος διάλεξε λάθος δρόμο πήγε δεξιά. Τότε φώναζαν τα παιδιά από δω Τάσο, από δω! Συμμετείχαν όλοι στο δράμα της Γκόλφως, κάποιοι δάκρυζαν κρυφά κι άλλοι ήλπιζαν να την προλάβει ο Τάσος.
Την άλλη μέρα όλοι συζητούσαν για την υπόθεση του έργου, το ίδιο και τα κορίτσια της γειτονιάς στο κέντημά τους.
-Τέτοιον άντρα που βάζει τον παρά πάνω απ’ την αγάπη να τον βράσω, έλεγε η μία.
-Κι αυτή η ρουφιάνα η Σταυρούλα η ξεδιάντροπη, που πήγε να χτίσει την ευτυχία της πάνω στην δυστυχία της Γκόλφως, γερά θεμέλια έβαλε.
-Εγώ για κανένα Τάσο δεν θα έκανα κακό στον εαυτό μου, είπε η Δρόσω, υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.
-Δεν ξέρεις που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η απόγνωση και η προδοσία.
-Είναι κοντά η χαρά κι ο εφιάλτης, πάντα έτσι γίνεται και θα γίνεται.
Κι όμως υπάρχουν πολλές θάλασσες, που σε περιμένουν να τις ταξιδέψεις, μην αφήσεις τις μυλόπετρες να σε συνθλίψουν στη δύσκολη στιγμή, είπε η μάνα της Δρόσως που κρυφάκουγε. Δεν ξέρει κανένας ποιος δρόμος τον περιμένει, ο Θεός μια πόρτα κλείνει μια πόρτα ανοίγει, συμπλήρωσε!
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου