ΚΥΝΗΓΙ
του Τάκη Ευθυμίου
Κυνήγι αγριογούρουνου από Αγιωργίτες |
Τα παλιότερα χρόνια και στο χωριό μας το κυνήγι ικανοποιούσε βιοποριστικούς λόγους. Αργότερα κατέληξε σε άθλημα και διασκέδαση. Εκείνες τις παλιές εποχές όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ασχολούνταν με το κυνήγι γιατί αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αγροτικής ζωής. Σε κάθε σπιτικό το ντουφέκι ήταν απαραίτητο, τόσο για το κυνήγι όσο και για προστασία από τους ληστοσυμμορίτες που τότε λυμαίνονταν την περιοχή μας καθώς και από τα άγρια σαρκοφάγα ζώα.
Ο Άη Γιώργης και σήμερα διαθέτει μανιώδεις κυνηγούς, έχοντας να επιδείξουν απίστευτα κυνηγετικά κατορθώματα.
Ο κυνηγός εκτός από το όπλο του συνοδευόταν από τα εκπαιδευμένα σκυλιά του. Εξάλλου κυνηγός σημαίνει: οδηγός του σκύλου (κύων+άγω). Φορούσε μακριές λαστιχένιες μπότες για να προστατευόταν από τα λασπόνερα. Αρμάθιαζε τα φυσίγγια και τα κρεμούσε σταυρωτά στα στήθια του. Στον ώμο του κρεμούσε το σακίδιο που προοριζό ταν για τα σκοτωμένα πουλιά. Τα θηράματα που κυνηγούσε στον τόπο μας ήταν διάφορα ζώα, πτηνά της ξηράς και του ποτάμιου. Για το κυνήγι ξεκινούσε χαράματα, πιάνοντας το δικό του στέκι, την καθίστρα όπως την έλεγε. Αυτή ήταν μια κρυψώνα, ένα καραούλι για να ελέγχει τα θηράματα από απόσταση βολής.
Μεγαλύτερη επιτυχία οι κυνηγοί είχαν το χειμώνα που χιόνιζε και οι αγριόπαπιες και τ' άλλα αγριοπούλια έστρωναν χαμηλά και γίνονταν εύκολος στόχος. Αυτή την περίοδο οι κυνηγοί δεν εξασφάλιζαν μονάχα το φαγητό της πολυμελούς οικογένειας τους, αλλά και εισόδημα από την πώληση των θηραμάτων.
Οι λαγοί και τα τρυγόνια ήταν ο πρώτος στόχος του κυνηγού. Κατόρθωμα σπουδαίο ήταν να σκοτώσει λαγό ή τρυγόνα που φημίζεται για τη νοστιμιά της. Ο λαός μας θαύμαζε την όμορφη τρυγόνα και προσωποποίησε τη νύφη μ' αυτή πλάθοντας και το εξής τραγούδι που συνηθιζόταν στο κλείσιμο του συνοικεσίου: «Χρυσή τρυγόνα κυνηγώ χρόνους και πέντε μήνες κι απόψε την επιάσαμε σε ασημένια βρόχια».
Το κυνήγι του αγριογούρουνου γινόταν με παγάνα και ήταν το συναρπαστικότερο. Οι Αγιωργίτες κυνηγοί γνώριζαν καλά τα περάσματα των πουλιών και ζώων. Έτσι, έστηναν καρτέρι, τα εξολόθρευαν και επέστρεφαν χαρούμενοι με γεμάτο το σακίδιο τους. Υπήρχαν, φυσικά, περιπτώσεις που γύριζαν με άδεια χέρια και τότε σκαρφίζονταν χίλιες δυο προφάσεις για να διασκεδάσουν την αποτυχία τους. Γιατί σύμφωνα με τη Λαϊκή φράση: «Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είν' αδειανό και μια φορά γεμάτο». Εξάλλου οι κυνηγοί και οι ψαράδες συνηθίζουν τις υπερβολές στα κατορθώματα τους για να εντυπωσιάζουν.
Τότε που αφθονούσαν τα άγρια θηρία, ο λύκος, η αρκούδα και τα τσακάλια, οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο επιθέσεων, ιδίως όταν χιόνιζε πυκνά και οι λύκοι κατέβαιναν νηστικοί από τους γύρω λόφους στα μαντριά για τροφή. Υπάρχουν μαρτυρίες που κυνηγοί ήρθαν αντιμέτωποι με πεινασμένους λύκους και τότε έκαναν χρήση του όπλου τους ή αναγκάστηκαν τρομαγμένοι να λοξοδρομήσουν.
Τα όπλα τους, εκείνη την εποχή, ήταν μακρύκανες καραμπίνες, μονόκαννα και σπάνια δίκαννα, όλα εμπροσθογεμή. Αν και το μπαρούτι ήταν δυσεύρετο και πανάκριβο για τις άλλες περιοχές, οι προγονοί μας, κάτοικοι της Ζιώψης, είχαν την ευκολία να το προμηθεύονται από τους μπαρουτόμυλος του Μαυρίλου. Κατά την επανάσταση του '21 στο Μαυρίλο λειτουργούσαν 12 μπαρουτόμυλοι που τροφοδοτούσαν όλη την ευρύτερη περιοχή μας με την μαύρη πυρίτιδα, καθώς και τα επαναστατικά στρατεύματα του '21 σύμφωνα με επιστολή του Αθανασίου Διάκου. Ο κάθε μπαρουτόμυλος παρήγαγε 600 οκάδες πυρίτιδα το χρόνο. Οι κυνηγοί το μπαρούτι αυτό το επεξεργάζονταν και το έκαναν ισχυρότερο. Το ανακάτευαν με πολτοποιημένα σκόρδα και το μίγμα το τοποθετούσαν σε νεροκολόκυθο μέσα από το στόμιο του. Στη συνέχεια το βούλωναν και το άφηναν στον ήλιο όλο το Καλοκαίρι να ψηθεί στις καυτές ακτίνες του. Το φθινόπωρο έτριβαν τους βόλους του μπαρουτόσκορδου και το χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι. Τα σκάγια, επίσης, τα κατασκεύαζαν μόνοι τους από λιωμένο μολύβι. Το μίγμα του μπαρουτόσκορδου ήταν ισχυρότατο και είχε άριστα αποτελέσματα κατά την εκπυρσοκρότηση. Τα σκάγια που εκτοξεύονταν με τη δύναμη του έβρισκαν με επιτυχία το στόχο και πλήγωναν θανάσιμα το θήραμα. Τα πουλιά τα χτυπούσαν στα φτερά κατά το πέταγμα τους, οπότε με τον τραυματισμό τους ήταν καταδικασμένα, γιατί δε μπορούσαν πλέον να πετάξουν. Έπεφταν στη γη βγάζοντας μια θρηνώδη κραυγή.
Οι κάτοικοι στην καθομιλουμένη χρησιμοποιούσαν παροιμιώδεις φράσεις σχετικές με το κυνήγι για να εντυπωσιάσουν. Μερικές από αυτές ήταν: «Όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, δεν πιάνει κανένα», αναφέρεται στους πλεονέχτες. «Όσες παγίδες ξέρει ο κυνηγός, τόσα μονοπάτια ξέρει η αρκούδα», λέγεται για του ξύπνιους και «Όποιος μετράει τις ριξιές, λίγα πουλιά σκότωνες αφορά τους τσιγκούνηδες.
Ο Άη Γιώργης συνεχίζει και σήμερα αμείωτα και γενικευμένα την παράδοση των μανιωδών κυνηγών και γι’ αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα και ως κυνηγοχώρι.
Η χαρά του κυνηγού είναι να σκοτώσει λαγό, με τη βοήθεια του κυνηγόσκυλου. Εδώ ο Γεροθανάσης Βασίλης μια χαρά τα κατάφερε στα πλούσια πάτρια κυνηγοτόπια (1970).
ΤΟ ΚΥΝΗΓΟΣΚΥΛΟ
Εγώ έχω ένα ντορόσκυλο, έχω μια λαγωνίκα,
όλο γαυγίζει για να βγει, να πάει θέλει κυνήγι,
βγαίνω σ’ έναν λογγότοπο, πολλές βολές δω βγήκα,
μα πίσω ματαγύρισα με την καζάντια λίγη.
Αλλού την τσάγκρα αναγυρνώ, ας σειούνται κοντοπούρνια,
άμα σκοτώσω τα πουλιά και σώσω τα λαγούδια,
γιατάκι δε θα ματαϊδώ, ούτε θα ιδώ και κούρνια
κι εγώ θέλω λαγοσκουξιές, πουλιών ν’ ακούω τραγούδια.
Σαντάρμης Αν. Γιάννης
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
γιατάκι, το= βεργόπλεκτο κατάλυμα του κλεφταρματωλού, φωλιά λαγού, κοιμηθιά, καθιά, στρώμα.
λαγωνίκα, η= κυνηγόσκυλο για λαγό.
ντορόσκυλο, το= κυνηγόσκυλο για ανίχνευση του θηράματος.
τσάγκρα, η= μακρύκαννο κυνηγητικό τουφέκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου