TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Παραδοσιακά παιχνίδια

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
του Τάκη Ευθυμίου

Καταγράφονται παρακάτω τα σπουδαιότερα παραδοσιακά παιχνίδια, που λίγο - πολύ όλες οι παλιότερες γενιές έπαιξαν κατά τη διάρκεια των ανέμελων παιδικών τους χρόνων. Πριν την έναρξη των ομαδικών παιχνιδιών, τα παιδιά μοιράζονταν σε ομάδες ή διάλεγαν τις μάνες, δηλ. τους αρχηγούς. Η διαδικασία αυτή γινόταν ή με κλήρωση ή με επωδές που περιείχαν ακαταλαβίστικα λόγια ή με το μέτρημα των ποδιών.
ΓΥΡΩ - ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ: Παιζόταν από αγόρια και κορίτσια ηλικίας 5-8 χρόνων. Σχημάτιζαν έναν κύκλο πιασμένα χέρι - χέρι και χοροπηδώντας γύριζαν γύρω-γύρω και τραγουδούσαν: « Γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανόλης, χέρια πόδια στην αυλή, όλοι κάθονται στη γη, τσίου !». Με την προφορά της λέξης «τσίου!» τα παιδιά κάθονταν καταγής, για να ξανασηκωθούν και ξαναρχίσουν το παιχνίδι, έως ότου βαρεθούν.
ΟΙ ΚΟΛΟΤΟΥΜΠΕΣ: Ήταν καθαρά αγωνιστικό παιχνίδι και παιζόταν συνήθως από αγόρια. Διάλεγαν ένα χλοϊσμένο ισιάδι, χωρίς λιθάρια και όριζαν την απόσταση με δρασκελιές. Παρατάσσονταν στην αφετηρία και με το σύνθημα του κριτή γινόταν η εκκίνηση. Οι παίχτες διέτρεχαν την απόσταση με συνεχόμενες κωλοτούμπες. Νικητής αναδειχνόταν ο παίχτης που τερμάτιζε πρώτος. Κατά τον αλωνισμό του σιταριού, οι πιτσιρικάδες συνήθιζαν να κάνουν κωλοτούμπες πάνω στο άχυρο, παιχνίδι ιδιαίτερα ευχάριστο και διασκεδαστικό. Βέβαια οι μεγάλοι γκρίνιαζαν, γιατί και το άχυρο σκορπούσαν και τα μαλλιά και ρούχα τους γέμιζαν με αγάνες.
ΜΑΡΜΑΡΟ - ΞΕΜΑΡΜΑΡΟ ή ΚΟΚΑΛΟ - ΞΕΚΟΚΑΛΟ: Το παιχνίδι αυτό απαιτούσε γερά ανακλαστικά. Παρατάσσονταν σε ίσια γραμμή. Όποιος κληρωνόταν τα φύλαγε, δηλ. στεκόταν σε απόσταση 6 μέτρων με την πλάτη γυρισμένη προς τα άλλα παιδιά. Μετρούσε ως τα τρία και γύριζε ακαριαία το κεφάλι του προς τους παίχτες. Στο διάστημα που μετρούσε, τα παιδιά με γρήγορα βήματα πλησίαζαν. Μόλις γύριζε το κεφάλι του ο φύλακας έπρεπε οι παίχτες να στέκουν ακίνητοι, μαρμαρωμένοι ή κοκαλωμένοι, γιατί αν ο φύλακας πρόφταινε και έβλεπε κάποιον να κινείται, αυτός έπαιρνε τη θέση του. Το παιχνίδι επαναλαμβανόταν. Όταν πλησίαζαν αρκετά το φύλακα, κάποιος τον χτυπούσε την κατάλληλη στιγμή στην πλάτη. Τότε όλοι οι παίχτες έτρεχαν να γυρίσουν στην αφετηρία. Αν ο φύλακας πρόφτανε ν' ακουμπήσει κάποιον από τους παίχτες, αυτός έχανε και έπαιρνε τη θέση του, διαφορετικά τα φύλαγε ξανά ο ίδιος.
ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ: Καθιστικό παιχνίδι που παιζόταν στα πέτρινα πεζούλια και στις εξώπορτες. Απαραίτητα πέντε στρογγυλά λιθαράκια (βόλοι), απ' όπου και η ονομασία. Με κλήρο οριζόταν ο παίχτης που θα έπαιζε πρώτος, δεύτερος κλπ. Ολοκληρωνόταν σε πέντε φάσεις. Περιελάμβανε το στάδιο της προπαρασκευής, που ήταν ίδιο για όλες τις φάσεις και της κάποιον από τους παίχτες, αυτός έχανε και έπαιρνε τη θέση του, διαφορετικά τα φύλαγε ξανά ο ίδιος.
ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ: Καθιστικό παιχνίδι που παιζόταν στα πέτρινα πεζούλια και στις εξώπορτες. Απαραίτητα 5 στρογγυλά λιθαράκια (βόλοι), απ' όπου και η ονομασία. Με κλήρο οριζόταν ο παίχτης που θα έπαιζε πρώτος, δεύτερος κλπ. Ολοκληρωνόταν σε πέντε φάσεις. Περιελάμβανε το στάδιο της προπαρασκευής που ήταν ίδιο για όλες τις φάσεις και της εκτέλεσης που ήταν διαφορετικό. Στην πρώτη φάση και στο στάδιο της προπαρασκευής ο παίχτης κρατούσε στη χούφτα του δεξιού χεριού τα τέσσερα πεντόβολα και στον αντίχειρα με το δείχτη του ίδιου χεριού το πέμπτο πεντόβολο. Στη συνέχεια, έριχνε στον αέρα ψηλά το στερνό πεντόβολο και ταυτόχρονα, έπρεπε ν' αφήσει στο πεζούλι τα τέσσερα πεντόβολα και να πιάσει στον αέρα το στερνό. Κατά το στάδιο της εκτέλεσης φώναζε: «ένα-ένα» και έπαιρνε από κάτω ένα-ένα τα τέσσερα πεντόβολα και συγχρόνως, κάθε φορά έριχνε κι έπιανε στον αέρα το πέμπτο. Στη δεύτερη φάση επαναλαμβανόταν ίδιο και απαράλλαχτο το στάδιο προπαρασκευής και ακολουθούσε η εκτέλεση, όπου ο παίχτης φώναζε: «δυο-δυο» παίρνοντας από κάτω δυο-δυο τα πεντόβολα και ταυτόχρονα, έριχνε κάθε φορά ψηλά στον αέρα κι έπιανε το πέμπτο. Με παρόμοιο τρόπο εκτελούνταν και οι πέντε φάσεις. Νικούσε, όποιος περνούσε με επιτυχία όλες τις φάσεις του παιχνιδιού.
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ): Στηνόταν ένας πρόχειρος μπερντές από σεντόνι καρφωμένο & ένα ξύλινο πλαίσιο. 0 καραγκιοζοπαίχτης, που πάντα βρισκόταν κάποιος πρόθυμος με ανάλογο υποκριτικό ταλέντο, κινούσε τα νήματα ή τα ξυλάκια των αυτοσχέδιων χάρτινων φιγούρων του θεάτρου σκιών, πάνω στο λεπτό σεντόνι. Οι θεατές παρακολουθούσαν από την άλλη μεριά του πανιού, βλέποντας τη σκιά που δημιουργούσε το φως του κεριού και ακούγοντας τη φωνή του καραγκιοζοπαίχτη. Το σενάριο ήταν πάντα αυτοσχέδιο και τοπικού χαρακτήρα για να προξενεί εντύπωση και γέλιο.
Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ: Παιζόταν μόνο από αγόρια γιατί ήταν βάρβαρο και επικίνδυνο παιχνίδι. Άνοιγαν κεφάλια και το αίμα έτρεχε νερό. Διεξαγόταν ανάμεσα σε ομάδες των συνοικιών. Στο χωριό μας ο πετροπόλεμος αυτός στη δεκαετία του '60 με 70, ανάμεσα στην πέρα και μεσαία συνοικία, είχε μετατραπεί σε αληθινό πόλεμο με διαμάχες που κρατούσαν καιρό και κορυφώνονταν κατά τις διακοπές του σχολείου. Οι δυο αντίπαλες ομάδες παραταγμένες απέναντι η μια με τη άλλη, σε ανοιχτό χώρο, προσπαθούσαν η κάθε μια για λογαριασμό της να εξαναγκάσουν τα παιδιά της αντίπαλης ομάδας, κάτω από βροχή λιθαριών, να υποχωρήσουν. Φυσικά νικήτρια θεωρούταν η ομάδα που κατατρόπωνε την αντίπαλη. 0 απολογισμός σε τρύπια κεφάλια αφορούσε και τις δυο ομάδες. Αρκετές φορές, μέλη της ομάδας κυρίως του μεσαίου μαχαλά που ήταν και η πολυπληθέστερη, αυτομολούσαν και έπαιρναν το μέρος της πέρας συνοικίας. Ως σπουδαίοι σκοπευτές στον πετροπόλεμο αναφέρονται οι Προβόπουλος Δημήτριος του Μένιου και ο Ευθυμίου Παναγιώτης του Στέργιου. Ο γράφων υπήρξε μάρτυρας σκληρών και Βάναυσων μαχών πετροπόλεμου μεταξύ πέρα και μεσαίου μαχαλά.
ΤΑ  ΣΚΑΜΝΑΚΙΑ: Τα παιδιά που έπαιρναν μέρος παρατάσσονταν σε μια γραμμή, το ένα πίσω από το άλλο. Το παιδί που κληρωνόταν, στεκόταν μ' ανοιχτά τα πόδια του μπροστά από τ' άλλα παιδιά. Έσκυβε τη ράχη του, στήριζε τα χέρια του στα γόνατα κι έβαζε το κεφάλι του στα σκέλια, για να μην το χτυπήσουν τ' άλλα παιδιά καθώς το πηδούσαν. 0 πρώτος παίχτης της παράταξης έπαιρνε φόρα, ακουμπούσε τα χέρια του στη ράχη του σκυμμένου παιδιού και το πηδούσε. Στο μέρος που έφτανε, έπαιρνε και αυτό την ίδια σκυφτή στάση. Με τον ίδιο τρόπο συνεχιζόταν το παιχνίδι για όλους τους παίχτες.
Στη δεκαετία του '60 στο σημείο που σήμερα δημιουργήθηκε η πλατεία, προτού να μπαζωθεί το ρέμα, υπήρχαν πανύψηλα πλατάνια. Από τα ψηλότερα κλωνάρια έδεναν χοντρά σχοινιά, τα παλαμάρια και τα χρησιμοποιούσαν ως αιώρα, όπως ακριβώς ο Ταρζάν για να πηδάνε από κλωνάρι σε κλωνάρι. Το παιχνίδι αυτό απαιτούσε ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ευλυγισία και αντίληψη. Συνέβησαν και ατυχήματα από τις πτώσεις γιατί το ύψος ήταν μεγάλο και το έδαφος ανώμαλο και πετρώδες.
Η ΣΦΕΝΤΟΝΑ: Γινόταν από μια κρανίσια διχάλα (τσιατάλα), για να είναι ανθεκτική.
Την πελεκούσαν κατάλληλα με το σουγιά, στρογγυλεύοντας τις άκρες τις διχάλας και έδεναν σφιχτά με σπάγκο δυο λαστιχένιες λουρίδες από σαμπρέλα. Στις άλλες άκρες του λάστιχου στερέωναν με τον ίδιο τρόπο ένα τρυπημένο πετσί που χρησίμευε για θήκη του λιθαριού. Έτσι η σφεντόνα ήταν έτοιμη για χρήση. Χούφτιαζαν με το αριστερό χέρι το κορμό της διχάλας και τοποθετούσαν στο πετσί ένα στρογγυλό λιθαράκι (βόλι). Στη συνέχεια τέντωναν το λάστιχο με το δεξί βαστάζοντας το πετσί. Σημάδευαν το στόχο που συνήθως ήταν πουλιά ή τσαμπιά από σταφύλια και άφηναν απότομα την κατάλληλη στιγμή το λιθάρι να εκσφενδονιστεί με δύναμη στο στόχο.Κατασκευαζόταν από ένα μεγάλο καρύδι (κοκόσια). Άνοιγαν αντικριστά δυο τρύπες, αφαιρούσαν την ψίχα και τοποθετούσαν ξύλινο άξονα με τυλιγμένο σχοινί, η άκρη του οποίου περνούσε από άλλη τρύπα. Παιζόταν όπως το σημερινό γιο-γιο.
ΧΡΥΣΟΜΠΟΥΡΜΠΟΥΝΑΣ: Είναι έντομο με χρυσοπράσινα φτερά. Τον έπιαναν και τον έδεναν σε μια λεπτή κλωστή. Τον αιωρούσαν, έως ότου ζαλισμένος πετάξει, ακολουθώντας την κυκλική τροχιά που όριζε η ακτίνα της κλωστής.
ΟΙ ΚΩΛΟΦΩΤΙΕΣ: Τις ανοιξιάτικες, άφεγγες βραδιές που οι κωλοφωτιές (πυγολαμπίδες) εντυπωσίαζαν με τις ακαριαίες αναλαμπές τους, τα παιδιά αρέσκονταν να τις κυνηγούν και να τις πιάνουν τραγουδώντας: «Τσίτα-τσίτα έλα δω να σου δώσω κάνα δυο, ν' αγοράσεις πέλο, πέλο και καπέλο». Τις κωλοφωτιές που έπιαναν, τις έτριβαν στα ρούχα και δημιουργούσαν ανεξίτηλα, φωτεινά γαλόνια.
Τ0 ΠΑΤΙΝΙ: Πρόκειται για τα ξύλινα γνωστά πατίνια. Το τιμόνι συνδεόταν με το σασί με λαμάκια και πύρο. Για ρόδες χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδιες ξύλινες ή ρουλεμάν που, όμως, ήταν δυσεύρετα εκείνη την εποχή. Το φρενάρισμα γινόταν με τη σόλα παπουτσιού ( κρεπ).


Δεν υπάρχουν σχόλια: