TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Το άλεσμα

ΤΟ ΑΛΕΣΜΑ
του Γιάννη Αν. Σαντάρμη
                      Στο μύλο πάνε κορασιές, στο μύλο παλικάρια,
                      στο μύλο και γερόντισσες τ' αλέσματα ν' αλέσουν,
                      με ζα τα πάνε οι άρχοντες, με ζα οι αρχοντοπούλες
                      κι η καψερή η φτωχολογιά και οι ξενοδουλεύτρες
                      στην πλάτη έχουν το ξάλεσμα, στα χέρια έχουν τη ρόκα,
                      έχουνε και στο στόμα τους λιανό-λιανό τραγούδι.
                     Εκεί στην άκρη του χωριού, στης ρεματιάς τον όχτο,
                     εκεί 'ναι μύλος πέτρινος, όπου μυλαύλακο έχει,
                     πού 'χει κεφαλοκάλανη, πού 'χει μακρύ βαγένι,
                     πού 'χει και την αυλή τρανή και στον πλατύ της τόπο
                     ένας μεγάλος πλάτανος παχύ τον ίσκιο απλώνει.
                     Γιόμωσε η αυλή απ' αλέσματα, φορτώματα ο μύλος,
                     γιόμωσαν απαλέτισσες και τα πεζούλια απ' όξω
                     κι όσο να φτάσει η αράδα τους κι όσο να 'ρθεί η σειρά τους,
                     μες στη δροσιά του πλατανιού, κάτου απ' την αποσκιούρα,
                     κάποια τουλούπα γνέθει εδώ, κάποια τσουράπι πλέκει,
                     για τον καλό της άλλη μια κεντάει χρυσό μαντήλι,
                     σε νάκα άλλη παράμερα κοιμάει βυζασταρούδι
                     κι αλλού μες στην κορφή μια γριά, πού 'χει βαθιά τη γνώση,
                     γλυκά τους μύθους μολογά κι οι γύρα την ακούνε.
                     Μα κόβει την κουβέντα της, το έργο τους χαλάει
                     πότε του μύλου το βουητό, του βαρδαριού η αχούρα
                     και πότε πάλι ο μυλωνάς, π' όξω στην πόρτα βγαίνει
                     κι άλλη καλεί απαλέτισσα, σ' άλλον λαλεί απαλέτη
                     να φέρει το σιτάρι του, να ρίξει τ' άλεσμα του.
                     Καθάριος χύνεται ο καρπός στου μύλου το κοφίνι
                     κι απ' το κοφίνι ξεγλυστρά και στο καρύκι πέφτει.
                     Στριφογυρνά η μυλόπετρα κι όλο γυρίζει η ρόδα
                     κι όλο τσακίζει τα σπειριά, τα τρίβει και τα λιώνει.
                     Όξω πετιέται ολόζεστο τ' αλεύρι από τη φτύση
                     και την πλατιά κι ολάνοιχτη γιομίζει αλευρούσα
                     και πασπαλώνει η πάσπαλη, σα νιόπεφτο λες χιόνι,
                     του μύλου τα παράθυρα κι αυτή την πόρτα ως όξω.
                     Ανάρια-ανάρια ο μυλωνάς, κι αυτός πατόκορφα άσπρος,
                     πιάνει στο χεροπάλαμο και ψηλαφεί τ' αλεύρι,
                     να ιδεί ψιλό αν ξεχύνεται, να ιδεί χοντρό αν ξεβγαίνει,
                     να ιδεί κι ολοξεφλούδιστο, σπαστό το στάρι αν πέφτει,
                     κατά πώς το παράγγειλαν οι αλεσματαραίοι.
                     Κι αν είναι στάρι της χαράς και στάρι είναι του γάμου,
                     παραραδίζει ο μυλωνάς τ' αλέσματα όλα τ' άλλα,
                     τ' αλεύρια αλέθει ψιλαχνά και στάλα ξάι δεν παίρνει.
                     Κι όπου τ' αλεύρια ο μυλωνάς ξαγιάζει, ευχές μοιράζει.
                     -Τ' αλεύρι καλοζύμωτο και καλοφαγωμένο.
                      -Κι εσένα ο μύλος να βροντά χειμώνα - καλοκαίρι.
                      Παίρνει το ξάγι ο μυλωνάς με την πλατιά ξαγιάρα,
                      παίρνουν κι οι νοικοκύρηδες και του χωριού οι κυράδες
                      και κουβαλάνε με τα ζα και παν στα σπιτικά τους
                      άλλοι καλαμποκάλευρο και σιταράλευρο άλλοι,
                      αυτό μπομπότα να γενεί, ξανθό πλαστάρι εκείνο,
                      κάποιο φλαγούνα ολόγλυκια, κάποιο άλλο μπουλουγούρι
                      και τραχανάς πανέμνοστος το καταχείμωνο άλλο.
Γλωσσάρι
άλεσμα, το = η ποσότητα των καρπών που προορίζεται για άλεση η αλέσθηκε.
αλευρούσα, η = ο χώρος, που είναι είτε από λαμαρινένιο περίγυρο, είτε από σανί­δι, μπροστά στο στόμα του μύλου που πέφτει και μαζεύεται το αλεύρι.
απαλέτης, ο = αυτός που περιμένει ν' αλέσει το γέννημα του στο μύλο, αλεσματάρης.
απαλέτισσα, η = η γυναίκα που περιμένει ν' αλέσει τ' άλεσμα στο μύλο, απαλέτρα.
βαγένι, το = βαρέλι.
βαρδάρι, το = ξύλινο καρέλι (τροχίσκος) που βροντώντας στριφογυρίζει, για να κουνιέται, μικρό ξύλο που κανονίζει το πέσιμο τ' αλέσματος απ' το καρύκι του μύλου.
καρύκι, το = μικρή τρύπα στο κοφίνι του μύλου, απ' όπου πέφτει λίγο-λίγο τ' άλε­σμα που αλέθεται.
κεφαλοκάλανη, η = το κανάλι που φέρνει το νερό του αυλακιού στο βαρέλι του μύλου, το κεφάλι της κάλανης.
κοφίνι (του μύλου), το = κασσόνι σανιδένιο, φαρδύ επάνω και στενό κάτω, σα χωνί, που μπαίνει μέσα το άλεσμα.
νάκα, η = ελαφρή, δερμάτινη κούνια για βρέφη, κατάλληλη να φορτώνεται στον ώμο,ανεμόκουνα.
ξαγιάζω = κρατώ το αλεστικό δικαίωμα.
ξαγιάρα, η = τενεκεδένιο ή ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιεί ο μυλωνάς να πάρει την πληρωμή του για το άλεσμα που άλεσε σε κάποιον.
ξάι, το = το ποσοστό αλευριού που κρατάει δικαιωματικά ο μυλωνάς σαν αμοιβή για τον κόπο του, αλεστικά.
ξάλεσμα, το = το λίγο σιτάρι που φορτώνεται στην πλάτη ο άνθρωπος και πάει να το αλέσει στο μύλο, ενώ το φορτωμένο στο ζώο, που είναι και πολύ, λέγε­ται άλεσμα.
παραραδίζω = παίρνω, ενώ δεν μου ανήκει, την αράδα κάποιου άλλου, υπερπηδώ τη σειρά μου.
πάσπαλη, η = η άχνη απ' τ' αλεύρι που σηκώνεται κατά το άλεσμα στο μύλο.
πασπαλώνω = σκεπάζω με λεπτή επίστρωση.
φλαγούνα, η = λεπτή κουλούρα ψωμιού, λαγάνα.
φτύση, η = η τρύπα που, σαν ανοιχτό στόμα, είναι στο μπροστινό γυρόξυλο του μύλου για να βγαίνει έξω τ' αλεύρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: