TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Το Καλωσόρισμα

     ΤΟ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ
        [Στους 67 επώνυμους αγωνιστές του 1821
         του χωριού Αρχανίου Φθιώτιδας]
         του Γιάννη Αν. Σαντάρμη
                     Κατάκορφα στη Γουλινά, ψηλά στην Καταβόθρα,
                     ο Κοντογιάννης κάθεται κι αντίπερα αγναντεύει,
                     βλέπει στης Γούρας τα βουνά, τηράει κατά τ' Αρχάνι.
                 -Σούρα, ωρέ καπετάνο μου, χουχότα καμιά ψίχα,
                     να πάει αλάργα η σουριξιά, να πάει μακριά η χουχότα,
                     να 'ρθεί μιντάτι απτα χωριά, μιντάτι κι απ' τ' Αρχάνι.
                     Βάνει ο Μήτσος στη γλώσσα του ραϊβά το δάχτυλο του
                     και μιά σουράει τραχιά - τραχιά, μια χουχοτάει περίσσια
                     κι αχολογάει η Γουλινά, βουίζει η Καταβόθρα.
                     Ο αγέρας παίρνει τον αχό, τον πάει κατά τη Γούρα,
                     κουρμαίνονται οι Αρχανιώτισσες, ακούνε οι Αρχανιώτες
                     κι αυτά τ' Αρχανιωτόπουλα τα κλεφτομαθημένα
                     θωρούν τριγύρα τα βουνά και τό 'να στ' άλλο λέει.
                -Ετούτο το χουχότησμα, το σουριξίδι ετούτο
                    είναι καβούλι κλέφτικο, καβούλι καπετάνου.
                    Και, νά, βαριά αρματώνονται εξήντα εφτά λεβέντες,
                    γοργά φιλάντους σπιτιακούς, γοργά ξεπροβοδιούνται,
                    γοργά κινάνε απ' το χωριό, κινάνε από τ' Αρχάνι
                    και κάνουν τον κατήφορο και ροβολάν στον κάμπο
                    κι αδρασκελάνε το Σπερχειό και στο βουνό κολλάνε,
                    πάνω κολλάνε στον Αϊτό, ψηλά στην Καταβόθρα.
                    Κι ο Κοντογιάννης καρτερεί και τους καλωσορίζει.
                -Καλώς της Γούραςτα παιδιά, καλώς τους Αρχανιώτες.
                -Γεια σου, ωρέ καπετάνο μας, γεια σου και στονταϊφά σου.
                    Σταυροφιλιούνται αδερφικά και γλυκοχαιρετιούνται.
                   Κι ο κοντογιάννης στέκεται και τους καλορωτάει.
               -Παιδιά μ', δεν είχατε κοπή, δεν είχατε ζευγάρι,
                  δεν είχατε, ωρέ, κι άλεσμα κι ήρθατε όλοι μπουλούκι;
                  -Τα πρόβατα άλλος άφησε, το βοϊδοζεύγαρο άλλος
    κι άλλος στο μύλο τ' άλεσμα και τρέξαμε κοντά σου.
   -Τι να σας πώ, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω,
   το γλήγορο σας μάζωμα κατάκαρδα θαμάζω.
  -Τι θέλεις, καπετάνο μας, κι όλο σουράς και σκούζεις;
  -Τι να χαλεύω, ωρέ παιδιά, τι λέτε πώς γυρεύω·
   εσάς τα λιμοξίφτερα και τα γεράκια θέλω,
   ν' ανοίξτε τις φτερούγες σας και τα ποδόνυχά σας,
   τα όρνια για να διώξουμε, τα μαύρα καλιακούδια,
   που ξενοτρων' στον τόπο μας, που βοσκούνε τη γή μας,
   ζαμάνια τώρα και καιρούς και τετρακόσιους χρόνους.
  -Νά 'ξερες, καπετάνο μας, να κάτεχες, στ' αλήθεια,
  μ' αυτά που κρένει η γλώσσα σου, που μελετά η λαλιά σου,
  σαν τι φωτιά μας άναψες βαθιά μές στην καρδιά μας.
  Αντάμα με τ' ασκέρι σου κι εμάς λογάριασε μας
 και πες μας πού 'ναι πόλεμος και πού βαστιέται αμάχη
 κι εμείς γι' αυτόν τον τόπο μας να πάμε να σφαγούμε
 και για την πίστη του Χριστού να χαλαστούμε ακέριοι.
 -Να ζάτε, ωρέ λεβέντες μου, ν' ακούω να λέτε τέτοια,           
 μα πλιότερο ν' αυτιάζομαι και τα σπαθιά σας θέλω,
 ν' ακούω και τα τουφέκια σας κι αυτά να μη σωπαίνουν,
 κάθε σπαθιά κι ένας εχθρός, κάθε κοψιά και Τούρκος
 και κάθε μπαρουτόβολο κι ένα κουφάρι νά 'ναι.
 Κι εκεί στα λόγια τα στερνά, στ' αντρίκια αυτά τα λόγια,
 ξεβγάνει απ' το σελάχι του κουμπούρι ο καπετάνος
 και στον αγέρα τουφεκά και με το βρονταρίκι
 καλωσορίζει τα παιδιά και πάλι ματαλέει.
 -Καλώς τα τ' άξια τα παιδιά και τ' άξια παλικάρια.           
Φτεροκοπάνε οι βρονταριές στα κλέφτικα λημέρια            
κι από κορφή σ' άλλη κορφή και ράχη σ' άλλη ράχη
το
καλωσόρισμα όλοι ακούν, μαθαίνουν το χαμπέρι
.           
Σουράνε οι βίγλες στη σειρά, σκούζουν τα καραούλια
και
σε καθένα σούρισμα και σε καθένα σκούσμα
κι ένα τουφέκι ακούγεται, θαρρείς κι αυτό πως λέει.
-Καλώς τα τ' άξια τα παιδιά και τ' άξια παλικάρια.

Γλωσσάρι
αδρασκελώ = περνώ επάνω από κάτι με ανοιγμένα τα σκέλη, κάνω μεγάλα βήματα, βα­δίζω.
Αϊτός, ο = ύψωμα ορεινό στην Οίτη, επάνω από την Υπάτη Φθιώτιδας, όπου ο οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης είχε το κλέφτικο λημέρι του.
Αρχάνι, το = ημιορεινό χωριό της δυτικής Φθιώτιδας, το οποίο, όπως φαίνεται από τα ιστορικά αρχεία του Κράτους, πρόσφερε στον απελευθερωτικό Αγώνα του εικοσιέ­να εξήντα εφτά (67) επώνυμους κατοίκους του.
αυτιάζομαι = βάζω αυτί κι ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι.
βίγλα, η = παρατηρητήριο σε ψηλή θέση απ' όπου μπορεί να παρατηρεί κανείς έναν με­γάλο κύκλο ξηράς ή θάλασσας, σκοπιά, φυλάκιο.
Γουλινά, η = οροσειρά της Οίτης στο δυτικό μέρος της, που χωρίζεται απ' αυτή απ' το πο­τάμι Ίναχο (Βίστριζα) και της οποίας η ψηλότερη κορυφή έχει 1400 μέτρα ύψος.
Γούρα, η = το βουνό Όθρυς.
ζαμάνι, το = πολύ χρονικό διάστημα, αρκετός καιρός.
ζευγάρι, το = ζεύγος από βόδια ή άλογα που χρησιμοποιούνται για το όργωμα της γής.
καβούλι, το = συνθηματικό σημάδι συνεννόησης στα χρόνια της κλεφτουριάς με τουφέ­κι, με σφύριγμα, με χουγιατό, με φωτιά, ακουστική δηλαδή και οπτική τηλεγραφία, συμφωνία, σύνθημα.
Καταβόθρα, η = το βουνό Οίτη.
κολλώ = ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, φθάνω.
Κοντογιάννης Μήτσος = διάσημος οπλαρχηγός από την Υπάτη της Φθιώτιδας. Είχε ηθικό κύρος και διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις της Ρούμελης. Συμμετείχε στις μάχες του Πατρατζικιού (Υπάτης), της Άμπλιανης και στην τελευ­ταία πολιορκία του Μεσολογγίου. Γιος του ήταν ο Νίκος, που πήρε μέρος σε πολ­λές μάχες της ανατολικής Ρούμελης και σκοτώθηκε στη μάχη της Καλιακούδας. Άλλος μικρότερος γιος του ήταν ο Βαγγέλης, που μόλις 17 χρόνων έλαβε μέρος στον Αγώνα. Ανδραγάθησε σε συγκρούσεις της ανατολικής Ρούμελης και της δυτι­κής. Βοήθησε απ' έξω το Μεσολόγγι κατά την έξοδο. Εξάδερφος του Μήτσου Κοντογιάννη ήταν ο Σπύρος, που με τον αδερφό του Νίκο έδρασαν αξιόλογα στη διάρκεια της επανάστασης.
κοπή, η = κοπάδι.
κουρμαίνομαι = βάζω αυτίν' ακούσω με προσοχή, ακροώμαι, ακούω.
κουφάρι, το = πτώμα ανθρώπου.
λιμοξίφτερο, το = είδος γερακιού, η κεγχρίς, το γνωστό κιρκινέζι ή σαΐνι ή τσίφτης, αρπακτικό και εύστροφο πουλί, ορμητικό, στο μέγεθος του περιστεριού, με όμορφο σταχτό φτέρωμα, το οποίο φτέρωμα στο αρσενικό δημιουργεί ανταύγειες πρασινόφαιες, κουρνιάζει δε στις αστρέχες (γεισώματα σπιτιών), σε σχισμές βρά­χων και σε απρόσιτους βραχώδεις γκρεμούς.
μιντάτι, το = βοήθεια, επικουρία.
ξεπροβοδώ = συνοδεύω κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, προπέμπω, ξεβγάνω.
ραιβά, επίρρ. = όχι ίσια, στραβά, πλάγια, λοξά, στρεβλά.
σελάχι, το = ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3-5 ή και περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο, ανάδεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος για την τοποθέτηση χρημάτων, μαντηλιών προ­σώπου, καπνοσακκουλών, κουμπουριών και άλλων μικροαντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.
σουριξιά, η = σφύριγμα.
σουρώ = σφυρίζω δημιουργώντας οξύ ήχο.
ταϊφάς, ο = το σώμα ανδρών ενός οπλαρχηγού, μπουλούκι, ακολουθία.
χαλεύω = ψάχνω να βρω, ζητώ, γυρεύω
χουχότα, η = δυνατή και παρατεταμένη φωνή
χουχότησμα, το = φωνάζω δυνατά και παρατεταμένα.
χουχοτώ = φωνάζω δυνατά και παρατεταμένα.
ψίχα, η = μικρή ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: