ΤΟ ΚΟΤΣΥΦΙ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Κοτσύφι, που ραντίζεσαι στην άκρη της βρυσούλας,
εγώ, άμα θέλεις, νίβω σε, αν βούλεσαι, σε πλένω,
έχω δροσιάς σταλάγματα της ρόδινης αυγούλας,
έχω και μοσχοσάπουνο νεραϊδοκαμωμένο.
Είχα, ξέρεις, την άνοιξη, τη νύχτα και τη μέρα,
μέσα στον κήπο της αυλής που λάλαγε τ’ αηδόνι,
δε θέλω άλλο ξαντίμεμα, δε θέλω άλλη πλέρα,
θέλω κι εσύ εδώ να το λες με το βαρυχειμώνι.
Γλωσσάρι
ξαντίμενα, το = ανταπόδη, ανταμοιβή.
πλέρα, η = πληρωμή, μισθός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου