ΤΟ ΘΟΛΩΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΖΙΑΣ
του Νίκου Σωτηρόπουλου από το βιβλίο του:
«Λαογραφικά για το χωριό μου τον Ασβέστη»
![]() |
Το γεφύρι της Ρούζιας σήμερα |
Στη συμβολή των ρεμάτων Ασβεστιώτη και Σκιορέματος, εκεί που παλιότερα ήταν ο μύλος, σώζεται μέχρι σήμερα το θολωτό πέτρινο γεφύρι για να θυμίζει στους διερχόμενους από το παράπλευρα σύγχρονο τσιμεντένιο τη δική του ιστορία. Το γεφύρι αυτό εξυπηρετούσε για πολλά χρόνια το πέρασμα των κτηνοτρόφων (Βλάχων και Σαρακατσαναίων), αλλά και των αγωγιατών, οι οποίοι διακινούσαν τα εμπορεύματα από και προς τις παραλίες των Ράχεων και Φτελιού. Παραλίες στις οποίες άραζαν τα καΐκια με τα εμπορεύματα της Πόλης και της Αιγύπτου. Μετά την εκφόρτωση τους τα παραλάμβαναν οι αγωγιάτες και τα μετέφεραν στις εσχατιές τις ορεινής Πίνδου και μέχρι τα Γιάννενα.
Σε χάρτη της Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία καταγράφει τις κινήσεις των Σαρακατσαναίων από την ορεινή Πίνδο προς τα χειμαδιά, υπάρχει ειδικό βέλος το οποίο δείχνει την πορεία από τη Βουλγάρα - Φουρνά - Ζαχαράκι - Λάπατο - Φτελιά - Μονοδένδρι - Παλαιά Γιαννιτσού -Παλιασβέστη - Ασβέστη - Ρούζια - Συκιά - Ασττροκκλησιά - Κούρνοβο - Καλαμάκι - Αντίνισσα -Παλαιοκερασιά - Ράχες - Πελασγία - Φτελιό - Αλμυρός.
Ακόμη, ο δρόμος αυτός όπως έλεγε ο παππούς μου Ηρακλής Σωτηρόπουλος, εξυπηρετούσε τον ανεφοδιασμό των στρατιωτικών τμημάτων, τα οποία είχαν αναλάβει την προάσπιση των συνόρων του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους το οποίο προέκυψε από την επανάσταση του 1821.
Το γεφύρι αυτό είναι το μόνο που εξασφάλιζε το πέρασμα των κτηνοτρόφων και αγωγιατών σε όλο το μήκος της παραπάνω διαδρομής. Όπως δε μου έλεγε ο Ηπειρώτης μπάρμπα-Θανάσης Μπουτσορής (πατέρας συναδέλφου), είναι έργο συστηματικής αρχιτεκτονικής επινόησης έμπειρων μαστόρων. Την ευθύνη της κατασκευής είχε ο πρωτομάστορας, ο οποίος έκανε και το σχέδιο του τόξου του γεφυριού και με βάση αυτό άρχιζε η κατασκευή. Επέλεγε το σημείο εκείνο που οι όχθες του ρέματος ήταν σταθερές και στέρεες και το άνοιγμα όσο το δυνατό μικρότερο. Άνοιγαν τα θέμελα και υποστύλωναν το όλο έργο. Το χτίσιμο άρχιζε ταυτόχρονα και από τις δύο όχθες. Για λάσπη χρησιμοποιούσαν τον καλά ψημένο ασβέστη με καθαρή ρεματίσια άμμο. Στο θολωτό μέρος και στα καίρια σημεία των ενώσεων χρησιμοποιούσαν ειδικό μείγμα για τη συγκόλληση των αρμών, το οποίο αποτελούνταν από τριμμένο κάρβουνο, ψιλοκομμένο τραγόμαλλο, ασβέστη και ασπράδια αυγών. Το υλικό αυτό το έλεγαν «κερέτσι».
Τις πέτρες του θόλου τις πελεκούσε ο πρωτομάστορας ή ο ειδικός πελεκητής και τους έδινε συνήθως τέτοιο σχήμα (Π), ώστε να εφαρμόζουν τέλεια. Το επάνω μέρος (κούτπας) είναι φαρδύτερο και το κάτω στενότερο. Το τοξοειδές σχήμα είχε το πλεονέκτημα να εξασφαλίζει την τέλεια συμμετρία και την απόλυτη στερεότητα του γεφυριού και να εναποθέτει το βάρος στις βάσεις, οι οποίες εδράζονται επιμελημένα στις γρανιτένιες όχθες.
Για τον ΑΣΒΕΣΤΗ το γεφύρι αυτό, ήταν το μόνο πέρασμα στις μεγάλες βροχοπτώσεις όταν τα ρέματα ήταν κατεβασμένα και αδιάβατα. Ήταν το σίγουρο και ασφαλές διάβα κάθε Ασβεστιώτη, όταν ήθελε να επικοινωνήσει με τα καμποχώρια και τα άλλα αστικά κέντρα για τις αναγκαίες και απαραίτητες προμήθειες του.
Ήταν το γεφύρι που εξυπηρετούσε το σύνολο της κτηνοτροφίας, γιατί τα περισσότερα χειμωνομάντρια βρίσκονταν στον Καναρά, το Φυλίκι, το Γελαδόγρεκο, τα Κουκιά, του Βρακά και αλλού.
Εκεί θεμελίωσε και στέριωσε το νερόμυλο του για το άλεσμα κάθε γεννήματος (σταριού, καλαμποκιού, βρώμης, σίκαλης κ.λ.π.) απαντοχή και στήριγμα κάθε Ασβεστιώτικης φαμελιάς. Εκεί που πίστευε ότι συνάζονται τα βράδια οι νεράιδες και τα ξωτικά πειράζοντας το μυλωνά και τον ίδιο κάτω από το ρυθμικό ήχο της μυλόπετρας και της φτερωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου