ΣΤΑ ΒΛΑΧΙΚΑ ΚΟΝΑΚΙΑ
του Νίκου Σωτηρόπουλου
«Γρήγορα νάρθεις άνοιξη κι όμορφο καλοκαίρι
να βγει η βλάχα στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσει.
Να πιεί νερό απ' τον έλατο και κρουσταλλένια βρύση
να μαναρέψει τα αρνιά και να τυροκομήσει...»
Στην τοποθεσία «Βλάχικα κονάκια» ζούσαν με τις φαμελιές τους παραχειμάζοντες με τα κοπάδια τους οι οικογένειες των Ντουρακαίων, Δρακαίων, Λαρσαίων κ.ά.
Οι νομάδες αυτοί κτηνοτρόφοι είχαν ενοικιάσει το «Μετόχι» της Ιεράς Μονής Αγάθωνος με την γενικότερη ονομασία «Συκιά». Τα όρια αυτής της περιοχής άρχιζαν από το Αρχανόρεμα, Πλατανόρεμα, Συκιόρεμα και έφταναν μέχρι τα όρια των χωριών Αρχάνι, Ασβέστη, Νέα Γιαννιτσού, Κούρνοβο και Περιβόλι. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων που βοσκούσαν σ'
αυτή ξεπερνούσε τα 1500 κεφάλια. Τη χειμερινή περίοδο, η οποία άρχιζε από τον Αη-Δημήτρη και τελείωνε τ’ Αη Γιωργιού όλες οι οικογένειες στεγάζονταν σε «τουρλούκες» (=καλύβες με κωνικό σχήμα και καλοπλεγμένες ολόγυρα συμμετρικά με χεριές από σάλωμα ραγαζιού ή σίκαλης. Η δεξιότητα των ανθρώπων αυτών, ιδίως των γυναικών, στο φτιάξιμο της καλύβας, ήταν ζηλευτή. Το εσωτερικό με την εστία της φωτιάς στο κέντρο και τα στρωσίδια ολόγυρα με τις ζεστές φλοκάτες, τις πολύχρωμες καραμιλωτές και τα μορφοκεντημένα προσκέφαλα πιστοποιούσαν την αρχοντιά - αξιάδα της «Κυράς» αυτού του χώρου. Η
καλοσύνη και η
φιλοξενία
απαράμιλλη, ο σεβασμός και η σεμνότητα διακριτή σε όλους.
Είχα την τύχη σε
ηλικία οχτώ ετών να
επισκεφτώ τα
«κονάκια» ως βοηθός (παπαδάκι) του Παπαθανάση Πολύζου Ιερέα της Ενορίας Ασβεστίου για τον Αγιασμό και το διώξιμο των «Καλικαντζαραίων». Περάσαμε απ' όλα τα καλύβια και τα μαντριά. Μας «φόρτωσαν» καλούδια (πίτες, τυριά, λουκάνικα μέχρι και «κουσμάρι» από νιογέννητα αιγοπρόβατα). Εκεί βρήκα όλους τους συμμαθητές μου που έρχονταν κάθε μέρα με τα πόδια για να παρακολουθήσουν μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο Ασβεστίου.
Με χαρά σημειώνω ότι τα
πανέξυπνα εκείνα βλαχόπουλα πρόκοψαν στην ζωή τους και αρκετά από αυτά κατέλαβαν επίζηλες υπεύθυνες θέσεις με σημαντική προσφορά στο Κοινωνικό σύνολο. Αξέχαστη μένει σ' όλους τους Ασβεστιώτες η γραφική κι όμορφη παρουσία, στον εκκλησιασμό των κοριτσιών και νιόπαντρων ζευγαριών το βράδυ στην Ανάσταση με τα κεντημένα μαντήλια, τα ατλαζένια σκουφιά, τις μεταλλικές αγκράφες, τις λαμπερές πούλιες, τις κεντημένες ποδιές με τον πλατύ κάμπο και τον
δαντελένιο περίγυρο.
Στους έξι μήνες που παραχείμαζαν στα βλαχοκόνακα εκτελούσαν όλες τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις στην Εκκλησία του χωριού μας
(όπως γάμους, βαπτίσεις, κηδείες, μνημόσυνα κ.ά.). Άλεθαν τα γεννήματα τους στο μύλους της Ρούζιας και είχαν άριστες σχέσεις με το χωριό μας. Όμως η εικόνα που μένει βαθιά
χαραγμένη στη μνήμη όλων των Ασβεστιωτών είναι το
πέρασμα των κοπαδιών, την Άνοιξη προς τα βουνά και το Φθινόπωρο προς τα χειμαδιά. Ατελείωτη σειρά αιγοπροβάτων, τα οποία συνόδευαν μπρος και πίσω οι τσοπάνηδες με τις μακριές κάπες ανάρριχτα και τα μεγαλόσωμα τσοπανόσκυλα σε ρόλο άγρυπνων φρουρών των κοπαδιών.
Ακολουθούσαν οι μικροφαμελιές με τις αποσκευές φορτωμένες
στα αλογομούλαρα και τις μικρομάνες ζαλικωμένες τα λιανοπαίδια με τα κατακόκκινα μάγουλα
λαγιασμένα στους ώμους των μανάδων και κουκουλωμένα μέχρι τα αφτιά για να μην
κρυώσουν.
Σαν συμπέρασμα αυτής της όμορφης αναδρομής
σημειώνω με μεγάλη ευχαρίστηση, ότι κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες αισθάνομαι την
ανάγκη να γυρίσω τη μνήμη στα παλιά και να θυμηθώ τα απλά, τα ανθρώπινα, τα Χριστιανικά, τα παραδοσιακά και ό,τι καλό κληρονομήσαμε από τους παππούδες και
γονείς μας για να συνηθίζουμε και να
νιώθουμε και εμείς οι ίδιοι για λίγο παιδιά με το ίδιο αίσθημα
νοσταλγίας και αγάπης.
Πηγή: Εφημερίδα «ΑΣΒΕΣΤΙΩΤΙΚΟΙ
ΠΑΛΜΟΙ»
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου