TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Το τζάκι του χωριού

ΤΟ ΤΖΑΚΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
[Ο κράχτης της φαμίλιας]
του Ζάχου Ξηροτύρη

Το τζάκι, έργο κι αυτό της λαϊκής τέχνης και αρχιτεκτονικής του λαϊκού σπιτιού, είναι τόσο ποθητό σε όλους μας και τόσο νοσταλγι­κά το αναζητάμε. Μας φέρνει αναμνήσεις, μας ξετυλίζει αναμνήσεις από το παρελθόν, από τότε που η φαμίλια ήταν όλη συγκεντρωμένη γύρω-γύρω στο αναμμένο τζάκι σαν κλωσσοφωλιά. Έχει επιβληθεί μέ­σα μας και στη μνήμη μας το τζάκι και δύσκολα ξεχνιέται, γιατί γαλουχηθήκαμε κοντά σ' αυτό όπως στην κούνια.

    Αυτό το τζάκι επόθησε ο Οδυσσέας στις πολύχρονες περιπλανήσεις του «καπνόν αναθρώσκοντα», αλλά και πόσοι νεοέλληνες ποιητές δεν ύμνησαν το τζάκι με τη φωτιά του, ο Δροσίνης, ο Αθάνας, ο Πετμεζάς, ο Μανδάλης, ο Λάσκος και τόσοι άλλοι. Παραστατικότατοι είναι οι στίχοι του Μανδάλη: «αλήθεια τί θα έδινα αν μπόραγε να μ' εύρει μια νύχτα του Δεκέμβρη εκεί κοντά στην παραστιά, αντίκρ' απ' τη φωτιά. Να ‘ναι γιαγιάδες γύρω μου, γονιοί, πάπποι, προπάπποι, να μολογάν για ξωτικά να λεν για τον Αράπη - για τον τρανό το Δράκοντα, π' όχει θεριού θωριά».
Αλήθεια, αν μπόραγε το τζάκι  να μιλήσει με το στόμα, πόσα δε θα ‘λεγε, τι παραμύθια, τι δράκους και νεράιδες, για όμορφες βασιλοπού­λες και τι ξωτικά δεν άκουσε και όλα αυτά γίνονταν πιο φανταχτερά και άσβεστα στη μνήμη των μικρών, από το φως της άσβεστης φωτιάς του χειμώνα κοντά στο τζάκι.

Το τζάκι του σπιτιού, που τόσο το ύμνησαν ποιητές και λαογράφοι, ήταν γνωστό από την αρχαιότητα «εν στέγη τις ήμην παρ' έστία». Στη βαθειά αρχαιότητα δεν είχαν όλα τα σπίτια τζάκι παρά μόνο τα πλουσιόσπιτα, το τζάκι ήταν ένδειξη αρχοντιάς και διακρίσεως, γι' αυ­τό έμεινε μέχρι σήμερα η, πασίγνωστη εκείνη φράση «κρατάει από τζά­κι». Όσο πιο μεγάλο μάλιστα ήταν το τζάκι, τόσο πιο αριστοκρατική εθεωρείτο η καταγωγή  του  ιδιοκτήτη.
Το τζάκι ήταν οικόσημο ευπορίας και αρχοντιάς, γιατί ο πολύς ο κόσμος έμενε σε χαμοκέλες, με λασπόχτιστες ταράτσες και ο καπνός δεν ανέθρωσκε αλλά διέρρεε από δω και από κει, από τα χατήλια και τις πρωτόγονες πόρτες. Ύστερα που χτίστηκαν τα χωριά, όλα τα σπί­τια είχαν τζάκι. Σήμερα μόνο προόδευσε ο πολιτισμός, όπως λέμε τη σύγχρονη εξέλιξη και αντικαταστάθηκε και στο χωριό το τζάκι με δια­φόρων ειδών σόμπες. Ωστόσο όμως, κάποιο τζάκι έχει κρατηθεί στα χωριατόσπιτα και θ' ανάψει φωτιά στις γιορτές και τις επίσημες μέρες.
Τζάκι έχουν σήμερα όλα τα καθωσπρέπει σπίτια, των πλουσίων στις πόλεις. Γυρίσαμε ξανά στην εποχή που το τζάκι ήταν οικόσημο αρ­χοντιάς και ευμάρειας. Αυτή τη διάκριση είδε και ο Προμηθέας στους θεούς του Ολύμπου να έχουν όλοι τζάκια και φωτιά, να χαίρονται μο­νοπωλιακά ένα τέτοιο αγαθό, το ‘κλεψε κι αυτός από τους θεούς και το ‘φερε στον άνθρωπο. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει την αδικία των Θεών να πλάθουν τον άνθρωπο γυμνό με μια επιδερμίδα σαν τσιγαρόχαρτο και να του στερούν το αγαθό της φωτιάς.
Οι Έλληνες αγάπησαν πολύ την εστία και το τζάκι, εκεί συγκεντρώνονταν γύρω στην ίδια φωτιά, «οι όμαιμοι, οι κασίγνητοι, οι ομόσιτοι και ομόκαπνοι», δηλαδή εκείνοι που είναι από την ίδια μάνα, έχουν το ίδιο αίμα και ζουν όλοι μαζί γύρω στη φωτιά. Οι πρόγονοί μας θεοποίησαν τη φωτιά και είχαν κάμει ειδικό βωμό που έκαιγε «το ακοίμητον πυρ».
Ο μεγάλος αυτός κράχτης συγκεντρώνει όλη τη φαμιλιά γύρω του, από δω κι από κει τα παραγώνια των γερόντων και πλάι στον τοίχο οι μπολίτσες - μικρά παραθυράκια που συγκεντρώνουν χρειαζούμενα είδη των γερόντων και πρώτο απ' όλα το καφοκούτι και καφόμπρικο και το τσιμπούκι και τα πριοβολικά του παππού.
Το τζάκι δημιουργούσε μια γαληνεμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού και της οικογένειας. Η φωτιά για να μη σβήσει θέλει επαγρύπνηση, γι αυτό εκεί σε κάποια άκρη βρίσκεται πάντα πρόχειρη η μασιά να αναβά­λει τη φωτιά και να ακουσθεί ο γνώριμος γδούπος της απάνω στο α­ναμμένο κούτσουρο.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ομορφιά από μια νύχτα του χει­μώνα να βρίσκεσαι πλάι σε ένα τζάκι αγροτικό, που στέκει εκεί κολλη­μένο στον τοίχο με μια λιτή μεγαλοπρέπεια. Σαν ο βοριάς έξω λυσσομα­νάει το τζάκι επιβάλλεται, γίνεται κυρίαρχος με κείνες τις πύρινες φλό­γες και δίπλα του το μαυρισμένο λυχνάρι κολλημένο μ' ένα καρφί στον τοίχο, στέκει σαν ψηλομύτα μεγάλη κυρία έτοιμο να προσφέρει τις φω­τιστικές του υπηρεσίες, που μάλλον περισσότερο καπνό ανέθρωσκε και λιγότερο έφεγγε.
Το τζάκι παίρνει το χειμώνα την πιο τιμητική θέση. Η θέα του δεν είναι μόνο θερμαντική, αλλά και ποιητική με κείνες τις πύρινες γλώσσες, με τη μεθυστική του ζέστη, με το τριζοβόλημα των ξύλων και τον ανάλαφρο βόμβο της φλόγας. Τέτοιες ώρες το τζάκι τραγουδάει, οι φλόγες του γεμίζουν τα φτωχόσπιτα από φως, η ζέστη παχνίζει τα τζάμια, κι απλώνεται μια παραμυθένια θαλπωρή. Και τις ώρες του φαγητού με το σοφρά στη μέση, μια κατανυκτική σιγή επικρατεί.
Και σαν πέσει της νύχτας το σκοτάδι, η γιαγιά στο παραγώνι ξετυλίγει την ανέμη της μνήμης της και λέει παραμύθια για μικρούς και μεγάλους.
Πόσα νυχτέρια κοριτσιών δεν είδε αυτό το τζάκι, πόσα τραγούδια δεν άκουσε και βεγγέρες του χωριού δεν είδε.
Εκεί σ' αυτό το τζάκι εύρισκε η φαμελιά την πιο μεγάλη θαλπωρή και ευχαρίστηση. Αυτό το τζάκι κοντά στο μικροκάλυβο τραγούδη­σαν ποιητές όπως ο Αλ. Φωτιάδης «καλύβι ανεμοσάλευτο σαν πόσα δε μου λέει το βραδινό σου κάπνισμα η  χαμηλή σου στέγη».
Δεν βασιλεύει όλο το χρόνο το τζάκι, μόνο το χειμώνα, κι ύστερα παραδίνει τα σκήπτρα στο ζωοδότη ήλιο. Μα και τότε που δεν μας θερ­μαίνει σωματικά, μας θερμαίνει ψυχικά με τη νοσταλγία του. Νοσταλ­γούμε το πατρικό μας σπίτι, το φτωχικό μας καλύβι, τη φάτνη της γεννήσεως μας, το λιμάνι που οδηγούν όλοι οι ούριοι άνεμοι.
Η ανακάλυψη της φωτιάς ήταν μια μεγάλη επιτυχία και ίσως το κριτήριο μεταβάσεως του ανθρώπου από το σκότος στον πολιτισμό. Οι προγονοί μας έδωσαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε έπλασαν το μύθο του Προμηθέα και ακόμα τη θεοποίησαν τη φωτιά και θεοί, όπως ο Ζευς, ο Ήφαιστος, την έθεσαν υπό την προστασία τους. Και στους Δελφούς ήταν βωμός της θεάς Εστίας και Εστιάδες ιέρειες φροντιστές.
Τη φωτιά ο λαός μας δεν τη μεταχειρίζεται για σωματική θέρμανση μόνο, αλλά και αλληγορικά. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στα χωριά μας συντροφεύουν τη φωτιά με δυο από τα καλύτερα κούτσουρα και εννοούμε να είναι ενωμένο και συντροφευμένο το αντρό­γυνο. Το ίδιο και οι ποιμένες, δεν ξεχωρίζουν τη φωτιά αυτές τις μέ­ρες για να μη χωρίζουν και λιγοστεύουν τα πρόβατα τους.
Όταν τα κούτσουρα της φωτιάς έβγαζαν μια απότομη λάμψη και βομβούσε, οι καλοί μας χωρικοί πίστευαν ή υποπτεύονταν, ότι κάποιος κουβεντιάζει γι' αυτούς και μπορεί να τους κακολογεί, γι' αυτό αποτεινόμενοι προς τη φωτιά έλεγαν «αν είναι φίλος να χαρεί, κι αν είν' οχτρός να σκάσει».
Πάντα φιλόξενο το σπίτι και το καλύβι με το τζάκι του και τη φωτιά που δεν μιλούν, αλλά πολλά λένε. Πρώτη θέση διακριτική για το σεβάσμιο γέροντα και για τον μουσαφίρη που του προσφέρεται τιμη­τικά. Εκεί θα. ζεσταθεί ο ξένος αντικρίζοντας τη λαμπερή φωτιά, εκεί θα αναθερμανθεί και η ψυχή του αναπολώντας την καλοσύνη της ψυχής του  φιλόξενου νοικοκύρη.
Αυτό το τζάκι συνάζει τη φαμελιά σαν κλωσσοφωλιά, αυτό και φίλους, συγγενείς και γειτόνους θα συνάξει τις χειμωνιάτικες βραδιές που στα βουνά χιονίζει. Δεν είναι άψυχο το τζάκι, δε δίνει ζωή μόνο με τη ζεστασιά του, είναι σύντροφος τις ατέλειωτες κείνες νύχτες του χειμώνα, ξέρει να μιλάει με τις πύρινες κείνες γλώσσες του.
Ποια φαντασία μπορεί ν' αναπληρώσει κείνη την πραγματικότητα να πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι στις πλαγιές του βουνού, να ντύνει στ' άσ­πρα δέντρα, σπίτια και γης και από το τζάκι ολόισιος ο καπνός προς τα  ουράνια σαν προσευχή ευχαριστίας στο Δημιουργό των πάντων.
Και μεις οι ξενιτεμένοι του χωριού μένομε άφωνοι νοσταλγοί του σπιτιού και του τζακιού.  Δε μιλάμε,  νοσταλγούμε!

Πηγή: «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια: