Α Μ Υ Γ Δ Α Λ Ι Α
[Η
νυφούλα του Γενάρη]
Ποιητικός
λόγος: Γιάννης Σαντάρμης, πεζός
λόγος: Τάκης Ευθυμίου, από το βιβλίο
τους «Φυτά, Πουλιά & Ζώα του Τόπου μας – Μύθος & Λαϊκή Παράδοση»
Η ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
Στην αυλή
μας άνθισε
άσπρη
αμυγδαλιά
και
μελίσσι ξάνθισε
στην
ανθοβολιά.
Χιόνι γεναριάτικο
έφερε ο
βοριάς
κι έδιωξε
τον κάτοικο
της
καλοκαιριάς.
Σαν
ασπροπερίστερα,
τώρα η
αμυγδαλιά,
ως και τα
πιο ύστερα
έχει τα
κλαδιά.
Κι η ματιά
απ’ τα χιόνια της
δεν μπορεί
να πει
ποια ’ναι τ’ ανθοκλώνια της,
ποια η
χιονοσκεπή.
Από την αρχαιότητα ακόμα, η αμυγδαλιά
θεωρήθηκε σύμβολο της ξαναγεννημένης φύσης, ύστερα από τον πρόσκαιρο χειμερινό
θάνατο, επειδή ανθίζει ανυπόμονα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Πατρίδα της αμυγδαλιάς είναι η Συρία. Το επίσημο όνομά της είναι
«αμυγδαλή» και αναφέρεται στη θεά Κυβέλη, που σημαίνει «Μεγάλη Μητέρα».
Οι αρχαίοι Έλληνες, ωστόσο, γνώριζαν από παλιά αυτό το δένδρο
και το καλλιεργούσαν για τον καρπό του, το αμύγδαλο, που χρησιμοποιείται είτε
στη ζαχαροπλαστική, είτε στη φαρμακευτική, είτε για ξηρά τροφή. Γι’ αυτό οι
αρχαίοι προγονοί μας έπλασαν για την αμυγδαλιά έναν όμορφο μύθο. Ο βασιλιάς της
Θράκης Σίθωνας είχε μια θυγατέρα, τη Φυλλίδα, που θέλησε να την παντρέψει με το
Δημοφώντα, το γιο τού ήρωα Θησέα. Κάποτε ο Δημοφώντας έφυγε για μακρινό ταξίδι
και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε γρήγορα κοντά της. Η Φυλλίδα τον
αποχαιρέτισε και τον περίμενε. Πέρασαν όμως πολλά χρόνια κι ο Δημοφώντας δε
γύρισε. Απελπισμένη η βασιλοπούλα, επειδή πίστεψε πως τον έχασε για πάντα,
κρεμάσθηκε σ’ ένα δένδρο. Το δένδρο αυτό κράτησε την ψυχή τής άμοιρης κόρης μέσα του κι από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα,
ούτε ξανάνθισε πια.
Κάποτε, μες στο Γενάρη, γύρισε ο γιος του Θησέα. Σαν έμαθε το
τραγικό χαμό της καλής του, πήγε και αγκάλιασε τρυφερά το δένδρο. Από τότε,
άρχισε να βγάζει φύλλα και άνθη.
Η ψυχή τής βασιλοπούλας αναγάλλιασε με το γυρισμό του καλού της,
μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Παρέμεινε δένδρο κι από τότε κάθε
χρόνο το Γενάρη, ομορφοστολίζεται με κάτασπρα λουλούδια, για να ευχαριστήσει
τον καλό της, που, έστω και καθυστερημένα, τη θυμήθηκε.
Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΑ
Σε
πλανέψαν τ’ άστρα,
του
ηλιού η αντηλιά
κι
έγινες γελάστρα,
πικραμυγδαλιά.
Έχεις
κάθε κλώνι
μ’
άνθινη αγκαλιά,
κάλεσες
τ’ αηδόνι,
μέλισσες,
πουλιά.
Χιόνι
ήρθε στο φράχτη,
χιόνι
στα κλαριά
και
τ’ αηδόνι εσκιάχτη
κι
έφυγε μακριά.
Απ’
τ’ αηδόνι έρμη
κι
από τη σμηνιά,
μένεις,
δίχως θέρμη,
νύφη
στο χιονιά.
Μια λαϊκή παράδοση,
αναφέρεται στην αμυγδαλιά με την παρακάτω ιστοριούλα.
Μια φορά, ήταν ένα ορφανό κορίτσι. Το περιμάζεψε μια γριά, που
ήταν πολύ κακιά και το βασάνιζε σκληρά. Δεν το τάιζε καλά. Το έντυνε με
κουρέλια. Το έστελνε να κάνει δύσκολες δουλειές. Το κορίτσι αυτό το έλεγαν
Αμυγδαλιά. Μια νύχτα του Γενάρη, η γριά το πέταξε έξω από το σπίτι. Τότε, το
κορίτσι τράβηξε για το δάσος. Κάθισε κάτω από ένα γυμνό δένδρο κι έκλαιγε, ως
το πρωί. Παρακαλούσε το Θεό να βγει ο ήλιος και να ζεσταθεί, γιατί κινδύνευε να
πεθάνει. Τότε, ξαφνικά, αν και ήταν Γενάρης, βγήκε ένας λαμπρός και ζεστός
ήλιος. Το γυμνό δένδρο πέταξε κάτασπρα λουλούδια. Η μικρή όμως δε βάσταξε.
Ξεψύχησε και η ψυχούλα της ανέβηκε στον ουρανό. Όταν ήρθαν οι ξυλοκόποι στο
δάσος, βρήκαν την κοπέλα πεθαμένη. Τη γνώρισαν ποια ήταν, είδαν και το δένδρο
ανθισμένο, παραξενεύθηκαν και το ονόμασαν, για χάρη της, αμυγδαλιά.
Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
Το κορίτσι, η Αμυγδαλιά,
όμορφο που είναι!
-Έτσι
μες στην αγκαλιά
του
Γενάρη μείνε.
-Έτσι
μένω η καψερή
πάντα
το Γενάρη
και
το χιόνι ας με βαρεί
κι
ο βοριάς ας πάρει.
Αχ,
μια γρια, μια γρια κακή,
μ’
έμασε στο σπίτι,
μ’
είχε μες στο σπίτι εκεί,
σαν
φτωχό σπουργίτι.
Κι ένα βράδυ με χιονιά
που
ο βοριάς αλύχτα,
δε
μου έδωσε γωνιά,
μ’
έβγαλε στη νύχτα.
Έκατσα
στο δέντρο αυτό
και
πικρά θρηνούσα
και
τον ήλιο τον καυτό
για
να βγει ζητούσα.
Κι
ήρθε αχτίδα ξαφνικιά
μέσα
στο Γενάρη,
και
το δέντρο μια γλυκιά
πήρε
άνθινη χάρη.
Μα
ξεψύχησα εγώ
μες
στο χιονοτόπι
και
το φως με βρήκε εδώ
μα
κι οι ξυλοκόποι.
-Μυγδαλίτσα,
Αμυγδαλιά,
όμορφη
που είσαι,
στου
χιονιά την αγκαλιά,
σαν
το φως βαρεί σε.
Ο λαός μας
σοφίσθηκε κι ένα αίνιγμα για το δίλουβο καρπό της αμυγδαλιάς στη σποροθήκη του.
Δυο αδέρφια αγκαλιασμένα,
σε σεντούκ’ είναι
κλεισμένα.
Μια παροιμία, που
αναφέρεται στο αποκορύφωμα της τεμπελιάς, λέει: Ο τεμπέλης δεν τρώει
αμύγδαλα, γιατί βαριέται να τα σπάσει.
Η
ασπροντυμένη ανυπόμονη νυφούλα του χιονιά, που μες στην καρδιά του χειμώνα
φοράει το λουλουδένιο νυφικό της και προμηνάει την άνοιξη, δικαιολογημένα «κλέβει» τις καρδιές όλων των ρομαντικών
ανθρώπων.
Γλωσσάρι
σμηνιά, η= σμήνος μελισσών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου