Ένα μερόνυχτο, στο Λάπατο Δικάστρου
στα μέσα του προηγούμενου αιώνα
[του Λεωνίδα Ιωάννου
Καρφή, Αντιστρατήγου ε.α.]
1960.
Το Λάπατο (Βοιδολίβαδο)
Λάπατο, τοπωνυμία, ιστορία
Το Λάπατο είναι τοπωνυμία
περιοχής στα Β.Α. του Δικάστρου, σε υψόμετρο 1.200 μ., με πλούσια χλωρίδα και
πηγές και απέχει από το χωριό μιάμιση ώρα με τα πόδια. Η περιοχή είναι σχετικά ομαλή και κατάλληλη, ιδανική, για τη βοσκή ζώων. Ήταν ο
τόπος, όπου οι κτηνοτρόφοι και οι γεωργοί πήγαιναν τα ζώα τους (πρόβατα, βόδια), για να βοσκήσουν, μέρα-νύχτα, όλο το
καλοκαίρι.
Σύμφωνα
με ιστορικές μαρτυρίες, το Λάπατο ήταν περιοχή θερινής βοσκής ζώων, από
αρχαιοτάτων χρόνων. Οι κτηνοτρόφοι, Δόλοπες, Λαπίθες της Θεσσαλίας και Αινιάνες των κωμών
της πεδιάδας του Σπερχειού ποταμού, έφερναν τα πρόβατά τους για θερινή βοσκή και ίδρυσαν την θερινή κώμη Λαπιθίη, Λαπίθη, Λάπιθο,
από την οποία προέρχεται και η τοπωνυμία Λάπατο.
Η κώμη Λαπιθίη κατέστη σημαντική κώμη των
Αινιάνων, καθώς οι κάτοικοί της ήταν κτηνοτρόφοι και προέρχονταν από όλες τις εντεύθεν του Σπερχειού ποταμού κώμες των
Αινιάνων. Αντιπρόσωποί της συμμετείχαν,
τους θερινούς μήνες, στο «Κοινό των
Ανιάνων», στην Υπάτη. Η κώμη ήταν θερινή, οι κάτοικοι κτηνοτρόφοι, οι
εγκαταστάσεις πρόχειρες και δεν
διασώζονται σήμερα ίχνη τους.
Από
την Ρωμαϊκή εποχή, το Λάπατο μετετράπη, από θερινή κώμη των κτηνοτρόφων Αινιάνων, σε τόπο θερινής βοσκής βοδιών των γεωργών του
οικισμού της Ζημιανής (Δικάστρου). Την απαρχή έκαναν οι Ρωμαίοι Οροφύλακες της
διάβασης Τυμφρηστού, οι οποίοι
καθιέρωσαν την γεωργία και άρχισαν να εκτρέφουν βόδια, τα οποία
μπορούν και οργώνουν βαθειά τα ορεινά
χωράφια.
Ο Αγροτικός Βυζαντινός νόμος
Από
αρχαιοτάτων χρόνων ένα αγροτικό έθιμο όριζε, ότι τα οικόσιτα ζώα, κυρίως βόδια
και γουρούνια, τους καλοκαιρινούς μήνες, έπρεπε να διαμένουν σε τοποθεσίες,
μακριά από τα σπίτια. Λόγοι υγείας των οικογενειών, αλλά και της Κοινότητας,
επέβαλλαν την μακροχρόνια τήρηση του εθίμου, το οποίο καθιερώθηκε και τον 8ο
αιώνα, με τον Κώδικα Βασιλικών, έγινε νόμος της Αυτοκρατορίας.
Η
απομάκρυνση των βοδιών και των γουρουνιών από τα σπίτια ήταν από τα βασικότερα
μέτρα προστασίας των ανθρώπων από τις μολύνσεις και τις επιδημίες του
καλοκαιριού. Επιλέγονταν κατάλληλες τοποθεσίες και χρησιμοποιούνταν ως θερινά
Λιβάδια βοδιών ή Μαντριά γουρουνιών. Έτσι προέκυψαν τα Βοιδο-Λίβαδα και τα Γουρνο-Μάντρια, στο
Δίκαστρο.
Ο Ματαράγκας,* ο θρύλος του Λάπατου
Μέχρι
και τα μέσα του προηγούμενου
αιώνα, κάθε χρόνο, από του Αγίου Κων/νου, 21 Μαΐου
μέχρι του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, η περιοχή του Λάπατου ήταν ένα
κοινοτικό Βοιδο-Λίβαδο. Εκεί, μακριά
πλέον από τα σπίτια, ξεκαλοκαίριαζαν τα
βόδια, που είχαν ανάγκη ποιοτικής και ποσοτικής κατανάλωσης χορταριού, για να αντέξουν, το Φθινόπωρο, στο
ζυγό.
Μερικά
βόδια, κατά τη διαμονή τους στο Λάπατο, επέδειξαν τέτοιες αγωνιστικές και
αρχηγικές ικανότητες, ώστε
κατέστησαν θρύλοι. Ένας από τους
θρύλους του Λάπατου, ήταν, κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα, ο
Ματαράγκας του Γιάννη Καρφή. Ήταν ο αήττητος αρχηγός της αγέλης των βοδιών, στο
Λάπατο, για παραπάνω από μια δεκαετία.
Ο
Ματαράγκας, καλοταϊσμένος το χειμώνα με αγριοτρίφυλλο από τα Καρφαίικα Λιβάδια,
είχε πολλές αξιοσύνες στο όργωμα, αλλά και στην πάλη. Κατά τον πηγαιμό του στο
Λάπατο, γύμναζε τα κέρατά του,
ξεριζώνοντας κέδρα και πουρνάρια
και προπονούνταν για τη μεγάλη μάχη της απόλυτης κυριαρχίας του στην
αγέλη των βοδιών.
Η
πρώτη, μεγάλη και τελική, πάλη γίνονταν στο χώρο της αρχικής συγκέντρωσης των
βοδιών, στη θέση Καρακώστα. Μέσα σε
λίγες ώρες, ο Ματαράγκας αναδεικνύονταν ο άξιος νικητής και ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός
της αγέλης. Περιφανής, τότε, αναλάμβανε την προστασία της αγέλης, καθόλη την θερινή περίοδο, από τα σλάπια, τους λύκους.
Στο
Λάπατο ίσχυε η Αρχή της Ισχύος του Ενός. Το Βόδι-Νικητής ήταν ο αρχηγός της
αγέλης, ο κυρίαρχος του Λάπατου. Στο
πέρασμά του, όλα τα άλλα βόδια παραμέραγαν. Είχε πάντοτε το προβάδισμα και την
προτεραιότητα, ήταν επικεφαλής της αγέλης. Προηγούνταν, ηγούνταν, στη βοσκή και
στο πότισμα. Πρώτο στην απόκρουση των
κινδύνων, πρώτο και στο «πήδημα»
των αγελάδων.
Οι γελαδάρηδες, το Γρέκι
Τη
βοσκή των βοδιών επιμελούνταν πάντοτε κάτοικοι του χωριού, με πληρωμή, οι Γελαδάρηδες. Η πληρωμή ήταν σε
χρήμα ή σε είδος (στάρι, καλαμπόκι, τυρί, πατάτες, φασόλια). Η συμφωνία
γίνονταν τον Μάιο και οι πληρωμές μέχρι το Σεπτέμβριο. Οι Γελαδάρηδες ήταν
πάντοτε δύο, για την καλλίτερη επιτήρηση
και ασφαλή φύλαξη των βοδιών,
μέρα και νύχτα.
Μερικές
χρονιές, που δεν προσφέρονταν κανένας να κάνει το Γελαδάρη ή δεν επιτυγχάνονταν
συμφωνία για τον ορισμό τους, τη φύλαξη των βοδιών στο Λάπατο αναλάμβαναν οι
νοικοκυραίοι, με τη σειρά. Εναλλασσόμενοι, ανά δύο, πήγαιναν στο Λάπατο και
φύλαγαν την αγέλη, μια ή δύο μέρες, ο καθένας, το μήνα, ανάλογα με τον αριθμό των βοδιών, που είχαν
στο Λάπατο.
Μια
τοποθεσία στο Λάπατο, ευάερη και ευήλια,
ήταν το Γελαδό-Γρεκο, όπου στάλιζαν τα βόδια τα μεσημέρια και κοιμόνταν τα βράδια. Κοντά
στο Γελαδό-Γρεκο ήταν η βρύση, Βρύση του Γελαδό-Γρεκου, με τα κανάλια της, όπου τα
βόδια έπιναν νερό. Ένα δέντρο, κοντά στη Βρύση και ένα πρόχειρο Τσαρδάκι στη
σκιά του, ήταν ο τόπος, όπου ξεκουράζονταν
και κοιμούνταν οι Γελαδάρηδες.
Πολλά
βόδια είχαν στο λαιμό τους τσοκάνια, για να εντοπίζονται από τους ήχους τους,
όταν πρόγκαγαν, απομακρύνονταν ή κινδύνευαν. Άλλος ο ήχος της βοσκής και άλλος
ο ήχος του κινδύνου. Στο «Γρέκι», όταν αναχάραζαν, αλλά και στη βοσκή τους, η
ποικιλία των ήχων που εξέπεμπαν τα τσοκάνια, ήταν ένα ευχάριστο άκουσμα, μέσα στην απόλυτη ησυχία της φύσης.
Το μερόνυχτο, το μέτρημα,
η βοσκή
Το
μερόνυχτο, στο Λάπατο, άρχιζε το πρωί και τελείωνε το άλλο πρωί. Ήταν μερόνυχτο
ετοιμότητας και επαγρύπνησης, μην ξεφύγει κανένα Βόδι και του ορμήσει ο λύκος.
Τα βόδια μετριούνταν στο Γελαδό-Γρεκο, πρωί ή μεσημέρι, για να ελεγχτεί, αν
ήρθαν όλα και αν ξημέρωσαν όλα. Το μέτρημα ήταν δύσκολο, καθώς μερικά βόδια,
ιδιότροπα ή σκιαγμένα, μετακινούνταν και χάλαγαν τη σειρά.
Για
να επιτευχθεί γρήγορα και σωστά το μέτρημα, τα βόδια χωρίζονταν σε δύο ομάδες
και κάθε Γελαδάρης αναλάμβανε το μέτρημα, πρώτα της μιας ομάδας και μετά της άλλης και
έτσι γίνονταν η επαλήθευση. Ήταν σχεδόν
ακατόρθωτο, με την πρώτη, να μετρηθούν σωστά τα βόδια. Ο Γελαδάρης, όμως, που
επαναλάμβανε πολλές φορές το μέτρημα, μέχρι να το πετύχει, ήταν να τον κλαίς,
γινόταν μύθος στο χωριό.
Δυνατά,
στεντόρεια, ήταν τα χουγιάσματα των Γελαδάρηδων, όταν ακούγονταν παράξενοι ήχοι
τσοκανιών ή πρόγκισμα βοδιών. Ήταν η άμεση
επέμβασή τους, για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος και να αισθανθούν ασφαλή
τα βόδια. Την νύχτα, με το άκουσμα κάθε παράξενου ήχου, ο νεώτερος Γελαδάρης
έτρεχε από το Τσαρδάκι στο Γελαδό-Γρεκο, με ένα αναμμένο δαυλί στο χέρι και
χουγιάζοντας, για να αποτρέψει τυχόν
επιδρομές λύκων.
Βαρύ
το μερόνυχτο στο Λάπατο. Ο τόπος βοσκής των βοδιών έπρεπε να αλλάζει
πρωί και απόγευμα. Το πότισμα γίνονταν μεσημέρι και βράδυ. Όλα τα βόδια
έπρεπε να πιούν νερό και όλα να πάνε στο Γελαδό-Γρεκο. Τα ζαβά, τα ατίθασα
βόδια, έπρεπε να επιτηρούνται, για να μην ξεκοιλιάσουν τα αχαμνά, τα
αποκοντριασμένα. Δεν συγχωρούνταν στους Γελαδάρηδες, παλουκώματα, τραύματα ή το
φάγωμα των βοδιών από λύκους.
Το Λάπατο, σήμερα,
αύριο
Σήμερα
στο Λάπατο δεν ξεκαλοκαιριάζουν βόδια. Από τις τελευταίες δεκαετίες του
περασμένου αιώνα, που σταμάτησε η γεωργική καλλιέργεια και συνακόλουθα και η εκτροφή βοδιών στο χωριό, το Λάπατο άρχισε να μετεξελίσσεται, κατά φύση και να
μετατρέπεται σε μια
ειδυλλιακή δασική έκταση, χωρίς την κτηνοτροφική ζωή της.
Το ιστορικό και παραδοσιακό Βοιδο-Λίβαδο του Λάπατου, όπως και οι άλλες ιστορικές
και παραδοσιακές τοπωνυμίες του χωριού, τείνει με το χρόνο να καταστεί και θα
καταστεί, στο μέλλον, μια απλή τοπωνυμία του Δικάστρου, με λησμονημένη, από
τους νεώτερους και από τις επόμενες γενιές, την μακρά
κτηνοτροφική ιστορία του.
Ιστορικός,
κτηνοτροφικός, φυσικός δρυμός
Το
Λάπατο είναι μια περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Είναι περιοχή ιστορική, συνδέεται με την μακρά κτηνοτροφική ζωή τριών αρχαιοελληνικών φύλων,
των Δολόπων, των Λαπιθών, των Αινιάνων και των απογόνων τους, μέχρι σήμερα. Στο Λάπατο έχει τις πηγές του και το ρέμα του
Βέλη, που διασχίζει το Δίκαστρο και είναι παραπόταμος του Σπερχειού ποταμού.
Μπορεί
και πρέπει το Λάπατο να χαρακτηρισθεί και να διατηρηθεί στη μνήμη του χωριού, ως
ένας ιστορικός, κτηνοτροφικός και φυσικός δρυμός του
Δικάστρου.
* Το
όνομα του βοδιού
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
2 σχόλια:
Εξαιρετικό άρθρο, συγχαρητήρια στο συγγραφέα.
Ευχαριστώ θερμα.
Διαβάζω και εγώ με πολύ
ενδιαφέρον τα άρθρα σας και σας
συγχαίρω.
Χαίρομαι για αυτή την πνευματική
επικοινωνία μας.
Δημοσίευση σχολίου