TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Μάγκες & ...Κουτσαβάκια (2)

ΜΑΓΚΕΣ   και  ...ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ (2)
ΠΟΛΙΤΕΙΑ - ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
-Περιοδολόγηση στο Ρεμπέτικο-
[του Μπάμπη Μώκου]
 
Πληθώρα λαογράφων, Αθηναίων κυρίως, αναφέρονται σε σχέση με τον "κουτσαβακισμό", προδιορίζοντας τη "μαγκιά" σαν νοοτροπία, μοντέλο αναβίωσής του. Άλλο όμως Μάγκας και άλλο Κουτσαβάκι. Καμιά σχέση. Ο Μάγκας έχει μπέσα, τα κουτσαβάκια όχι. Ποτέ οι μάγκες δεν χρησιμοποιούν τη λέξη "κουτσαβάκι" με τη θετική έννοια.
Για την ιστορία, τα κουτσαβάκια εμφανίζονται και δρουν κυρίως στην Αθήνα (περιοχή Ψυρρή) στην Πλατεία Ηρώων και στου "Καποδίστρια", επί της σημερινής οδού Μιαούλη, χρονικά  στο τέλος του 19ου αιώνα, ανάμεσα στη Βασιλεία του Όθωνα και του Γεωργίου του Α΄. Είναι τύποι του απόλυτου περιθωρίου. Θρασύδειλοι, εριστικοί, χαμερπείς, τραχείς,
είρωνες στους περαστικούς, τρομοκρατούν τον κόσμο και "τραβούν μαχαίρι" για "ψύλλου πήδημα". Ταραχοποιά στοιχεία, τραμπούκοι, άθλιοι, κάτι σαν τους σημερινούς μπράβους και "νονούς".
Παρ' όλα αυτά, μέρος του λαϊκού τότε στοιχείου τους εκτιμά γιατί τους έχουν απαντοχή για επίλυση προβλημάτων τους και θεμάτων τους που αδυνατούν να  φθάσουν στην εξουσία, που για τους απλούς λαϊκούς είναι απόμακρη ή κωφεύει.
Και αφού με τον τρόπο τους (παλικαροσύνη κ.λ.π.) επιλύουν προβλήματά τους, οι απλοί λαϊκοί φθάνουν να  θεωρούν τα κουτσαβάκια ακόμα και ήρωες (εξ ου και το στέκι τους, η Πλατεία Ηρώων, στου Ψυρρή, που μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει όνομα). Σημ: Πολλοί εκ των υστέρων κουτσαβάκηδες  ήταν οι ίδιοι παλιοί αγωνιστές της επανάστασης, αρματολοί, κλέφτες κ.α.). Γι' αυτό και ο απλός λαός τους θεωρούσε ήρωες. Βέβαια η πλειονότητα των αγωνιστών δεν ...περιέπεσε στον κουτσαβακισμό!..
Κοινωνιολογικοί και ιστορικοί ερευνητές, προσπαθώντας να αποτιμήσουν-αιτιολογήσουν  τη συμπεριφορά των κουτσαβάκηδων, μιλούν, εκτός των άλλων, για  κάστα αντισυμβατική, λούμπεν, επιδειξίες, φιγουρατζήδες, με υπερβολική φαλλοκρατική αντίληψη, χαρακτηριστικό αρσενικής ανδροκρατικής ηλίθιας παθογένεσης.

Ιδιαίτερη, συνήθως, σκόπιμη, προσφιλής τους τακτική, να ρίχνουν το ζωνάρι τους στον  δρόμο για να το πατήσει κάποιος διαβάτης αθέλητα και να αρχίσουν καυγά. Αρκεί να τους "στραβοκοιτάξεις" και τελείως αναίτια να σου επιτεθούν.
Ποιά όμως ήταν η προέλευση των κουτσαβάκηδων; Πως προέκυψαν; Κάθε κοινωνικά αντισυμβατική ομαδοποίηση, κάθε σχετική ιδιόμορφη "δράση",  έχει τα αίτια και τα αιτιατά της. Θετικά η αρνητικά.
Αν κανείς ανατρέξει στην νεοελληνική ιστορία και κύρια στην ιστορία των μεταεπαναστατικών του 1821 χρόνων, θα διαπιστώσει τα παρακάτω: Οι κλέφτες, οι αρματολοί και οι άλλοι απλοί λαϊκοί πολεμιστές αγωνιστές της επανάστασης, από το 1827 και εντεύθεν για τους αγώνες και τις θυσίες τους  αναμένουν οφέλη ανταποδοτικά. Περιμένουν δηλαδή με πρωτόγνωρη ανυπομονησία και προσμονή από την υποτυπωδώς μορφοποιημένη και εν συγχύσει τότε εξουσία (εμφύλιοι κ.λ.π.) να τιμήσει τη δράση τους ανταποδοτικά. Πιεστικά λοιπόν και με τραχείς έως ανοίκειες συμπεριφορές, απαιτούν δηλαδή άμεσα ανταλλάγματα ελάχιστης κοινωνικής αποκατάστασης ή αναγνώρισης για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην πατρίδα. Προσδοκούν  κάθετα κοινωνική ένταξη η παραχώρηση γης, αξιώματα έστω και συνήθη κατώτερα η ανώτερα και γενικά αναγνώριση για ό,τι προσέφεραν πολεμώντας τον Τούρκο.
Συνειδησιακά, εσωτερικά, έχουν βαθειά πεποίθηση πως ναι μεν πολέμησαν για την ελευθερία, αλλά ελευθερία γι’ αυτούς σημαίνει καταφανή αλλαγή όρων διαβίωσης.
Αυτό πασχίζουν να κατακτήσουν, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνουν και είναι το μεγάλο παράπονό τους, αφού λόγω των συμπεριφορών διεκδίκησης, οι κρατούντες τους  θεωρούν ...ανυπότακτους, παρακατιανούς ασύντακτους, μη αποδοχείς, μη επιδεκτικούς καμιάς προσπάθειας συνεννόησης και σε κανένα αίτημά τους δεν ανταποκρίνονται.
Στο μεταξύ, υπάρχουν ακόμα μεγάλες οικογένειες "τα σόγια" ονομαστών παλιών πολέμαρχων,  που διαθέτουν ακόμα τεράστια δύναμη και η γνώμη τους στο λαϊκό στοιχείο μετρά ιδιαίτερα. Και αφού οι αγωνιστές μόνον αυτούς αναγνωρίζουν και όχι τους ...ξενόφερτους (όπως έλεγαν), συσπειρώνονται γύρω απ’ τις οικογένειες των  πολέμαρχων  και τους πολυπληθείς γόνους τους, ομαδοποιούνται και πολεμούν κάθε "κυβερνητική" απόφαση  η μέτρο, φθάνοντας να ανέχονται με το ζόρι έως πλήρους ανυπακοής την όποια γι’ αυτούς ...ξενόφερτη διακυβέρνηση.
Έτσι επιδίδονται ακατάπαυστα σε συμπεριφορές αυθαίρετες, αντιεξουσιαστικές, αντιδραστικές, πολλές φορές συνωμοτικές, ακόμα και σε προσπάθειες υποδαύλισης, υπονόμευσης της κρατικής εξουσίας, φθάνοντας μέχρι σε αυτοδικίες, ακόμα και σε εγκληματικές πράξεις απέναντι σε υψηλούς κρατικούς αξιωματούχους (Δολοφονία Καποδίστρια κ.α.).
Η κυρίως μετά το 1933 κρατική εξουσία, είναι αλήθεια, έχει δύσκολο έργο για το πως θα χειριστεί αυτούς τους ανθρώπους που οι περισσότεροι είναι αγράμματοι, απροσάρμοστοι, "αγρίμια" των βουνών και των λημεριών, ανυπότακτοι και δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ανήκεις,  να διοικείσαι από συντεταγμένο κράτος.
Θέλει να τους ικανοποιήσει, αλλά αδυνατεί, αφού το κράτος είναι ακόμα ασύνδετο, ασυντόνιστο και οι πόροι που διαθέτει ελάχιστοι. Αυτή την αδυναμία οι αγωνιστές την αντιλαμβάνονται σαν προσβολή, παραγκωνισμό , ότι οι κυβερνώντες με δόλο, πονηρά, εκδικητικά, τους αγνοούν παραδειγματικά. Τότε και αντιδρούν λυσσαλέα. Η κρατική εξουσία επανέρχεται, διορίζει μερικούς  ...κρατικούς χωροφύλακες, αλλά οι υπόλοιποι-οι περισσότεροι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αυτοί λοιπόν οι άλλοι οι περισσότεροι-οι υπόλοιποι, σηκώνουν παντιέρα  και δημιουργούν κίνημα  παρόμοιο μ’ αυτό του "Απελατισμού".
Διαμορφώνουν δηλαδή ένα κίνημα εμφανούς ιδιότυπου αντιπερισπασμού, ένα τρόπο ζωής ολοφάνερα αντιδραστικό προς την εξουσία, αλλά κυρίως προς τους πρώην συμπολεμιστές-συντρόφους τους που τώρα είναι ...βολεμένοι, αφού διορίστηκαν χωροφύλακες.
Συνεχής "κοινωνικός αυτοματισμός" όπως θα λέγαμε σήμερα, τους σπρώχνει στο απόλυτο περιθώριο, σε πράξεις  πρωτόγνωρης αυθαιρεσίας και τρόπο ζωής άβατο, κλειστό, ακανόνιστο, χωρίς ίχνος δομικής συλλογικότητας, συνεχούς παραβατικότητας.
Αυτό είναι που διαμορφώνει πλήρη αντιθετικότητα με την νόμιμη κοινωνικότητα  και, εν πολλοίς, προσδιορίζει του λοιπού τη στάση της Κρατικής Αρχής  απέναντί τους, που πλέον  δεν είναι παρά ένα "κρυφτούλι", ένα αδυσώπητο κυνήγι διαρκείας.
"Απελάτης" τι σημαίνει: Σημαίνει παραβολικά  τον ατίθασο, τον ανυποχώρητο τον προκλητικά επικαλούμενο την αντρειοσύνη του, τον εν τέλει, προκλητικά αντικοινωνικό, που δεν καταλαβαίνει από νόμιμη τάξη, τον αντιθετικό που έχει "δικό του θεό" και ζει σε ένα περίγυρο, μια δική του κοινωνία, τον απροσάρμοστο τον ασύντακτο και σε καμιά περίπτωση προσαρμόσιμο σε κάθε είδους και μορφής κοινωνία. Αυτόν 
που διακηρύσσει πως: Για να σε υπακούσω, να σε υπηρετήσω, θέλω αυτό κι  ...αυτό, όπως εγώ το ορίζω, όπως με ικανοποιεί, κατα το συμφέρον μου και δεν καταλαβαίνω τίποτα και κανέναν, αλλιώς λειτουργώ τρομοκρατικά.

Ενδεικτική αναφορά στους Απελάτες κάνει με τον δικό του τρόπο στον "Δωδεκάλογο  του Γύφτου" ο μέγας Κωστής Παλαμάς:

          "Και τους τρέμουν των κάμπων οι κιοτήδες 
          και με ονόματα τους κράζουν πονηρά.
          Κλέφτες και απελάτες και προδότες
          τους μισούν οι Βασιλιάδες κι όλοι οι Τύραννοι..."

Αναφορά στα χαρακτηριστικά του "Απελατισμού " κάνει και ο Νίκος Μπελογιάννης στο κεφάλαιο "Πρώτες μακρινές ρίζες" του βιβλίου του "Κείμενα απ’ την Απομόνωση".

Χρόνο, με τον χρόνο, το μίσος και η στάση των κουτσαβάκηδων προς την κρατική  εξουσία αρχίζει να διογκώνεται αρνητικά, να παίρνει διαστάσεις απόλυτα προκλητικές και οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές τους χαρακτηρίζονται από υπερβάλλουσα αυθαιρεσία και τρόπο ζωής ιδιαίτερα αντικοινωνικό. Ομαδοποιημένοι  λοιπόν, περιχαρακωμένοι, κυρίως σε μεγάλα αστικά κέντρα, είναι οι πρώτοι σε κάθε μορφής εγκληματικότητα και βέβαια στην εθιμικότητά τους έχει προεξάρχουσα και μοναδική  θέση μια άλλης μορφής διασκέδαση που δεν έχει καμιά σχέση με τα Δημοτικά τραγούδια ή άλλου είδους αστικά τραγούδια που εκείνη την εποχή επικρατούν. Καθώς είναι καθοριστικά επιρρεπείς σε λούμπεν διαβίωση, δεν μπορεί, παρά και οι επιλογές διασκέδασής τους να είναι παρόμοιες. Όμως ποιές;
Προσεταιρίζονται λοιπόν, οικειοποιούνται, βρίσκουν "ανοιχτή την πόρτα"  λαϊκών ακουσμάτων των φυλακών, του περιθωρίου και μπαίνουν-ταυτίζουν τις μουσικές διαθέσεις τους και ακούσματα με τεχνοτροπία πρωτόγνωρη που συνάδει με τον τρόπο ζωής τους.
Αφού λοιπόν αλλεπάλληλα μπαινοβγαίνουν στις φυλακές και τα κρατητήρια, ουσίες, ναρκωτικά, πορνεία, αγωνία για την επικείμενη δίκη και καταδίκη, αυτά είναι που τους  απασχολούν σαν πρωτεύοντα βιώματα, αυτές είναι οι παραστάσεις της ζωής τους.
 Ακριβώς αυτά είναι που καταγράφουν και υπηρετούν σε στίχους λαϊκούς ιδιόμορφους, σε γλώσσα περίεργη της πιάτσας και ενός άλλου είδους μουσική απ’ όπου ασφαλώς λείπουν τα πνευστά και βασιλεύει ένα όργανο σαν μικροταμπουράς πότε με δύο πότε με τρεις διπλές χορδές, σαν τον κατοπινό μπαγλαμά, εύχρηστο, ελαφρύ, συνήθως αυτοσχέδια κατασκευή. Αυτό το όργανο, πρόχειρο στη χρήση, βολικό να μπορούν, λόγω μεγέθους να το κρύβουν σε κάθε περίπτωση, εύκολα από τους δεσμοφύλακες.
Στη φυλακή λοιπόν του Μεντρεσέ και στην Παλιά Στρατώνα, πρωτοεμφανίζεται απ’ αυτούς τους παραβατικούς ανθρώπους ένα άλλο είδος τραγουδιού, τα Μουρμούρικα και τα Ντουζενάτα. Τραγούδια "μελισματικά" αυτοσχέδια στη στιχουργική (σε μέτρο οκτασύλλαβο) τα περισσότερα, σε τόνο βαρύ, στακάτο μελωδικά ασύντακτο, καταδεικτικό "βαθειάς οδύνης" του παράνομου φυλακισμένου.
 Αυτά λοιπόν τα Μουρμούρικα δεν αποτελούνται από σταθερούς στίχους (είναι στιγμιαίας έμπνευσης), σε πάγια μελωδική σειρά και συνταιριάζονται με δίστιχα ελεύθερης λεκτικής συρραφής. Είναι τυπικότατο στοιχείο ανώνυμης δημιουργίας και της προφορικής παράδοσης, κάτι που συνδέει τη Δημοτική με τη ρεμπέτικη παράδοση. Κατά κάποιον τρόπο το Λαϊκό Αστικό Τραγούδι με αστικά άλλης τεχνοτροπίας και ύφους. Σημαντικό πως οι εκτελέσεις είναι μουσικά στο σύνολό τους αντισυμβατικές, προσομοιάζουν δε αργότερα στο στίχο με τους Χαλεπιανούς Μανέδες (για τους ειδικούς).

     Ενδεικτικά αναφέρονται:

1.     -"Καρδιά απαρηγόρητη, παρηγορήσου ‘ατή σου
         κι άλλες καρδιές το πάθανε, δεν είσαι μοναχή σου".

2.     -"Τα παλαιά μου βάσανα περάσανε και πάνε.
         Τα τωρινά γενήκανε θεριά για να με φάνε…".

3.     -Τα βάσανά μου χαίρομαι, τι πίκρες μου γλεντίζω
         κι όπως τον εύρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω…".

Τα "ντουζενάτα" τραγούδια ή αργότερα το ντουζένι είναι το τραγούδι, όπου η πάνω τρίτη ή δεύτερη χορδή του μπαγλαμά, της πανδουρίδας, του ταμπουρά δεν "πατιέται" με το δάκτυλο στο "τάστο" του όργανου, ώστε κατα το παίξιμο να κρατιέται διαρκώς ένα "ίσο" δηλαδή μια απεριόριστη "ισοκρατία". Πρόκειται για εκπληκτική μέθοδο κουρδίσματος και παιξίματος, γλυκιά κατά την μελωδική απόχρωση και απόλυτα ιδιαίτερη στη μορφοποίηση ενός "γεμάτου" ύφους τραγουδιού.
Το ντουζένι είναι ο απόλυτα "εμπρηστικός" μελωδικά τρόπος, ο υπέροχα διαπεραστικά  συγκινησιακός, του τρίχορδου μπουζουκιού.
Φανταστικοί "μουσικομαστόροι" στα ντουζένια και καραντουζένια υπήρξαν κοντά περίπου  ένα αιώνα αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στέλιος Κερομύτης και ο Απόστολος Χατζηχρήστος.
Τώρα σε ό,τι αφορά τα Μουρμούρικα, σαν τραγούδια μπορεί να πρωτοδημιουργήθηκαν  σε συνθήκες "αλλιώτικες" και από ανθρώπους του υποπρολεταριάτου, αλλά δεν παύουν να αποτελούν μορφή τέχνης πολιτισμικής και αντικείμενο έρευνας μουσικολογικής.
Το τραγούδι, κανένα τραγούδι δεν μπορείς να το...αλυσοδέσεις, να το μαντρώσεις όσο ψηλά και ...θεόρατα κι αν είναι τα τείχη, όποιας φυλακής. Η μελωδία και ο στίχος θα ..."καβαλήσουν" τον αέρα, θα βγουν στόμα με στόμα έξω, θα ελευθερωθούν και θα γίνουν μιλιά, απαντοχή, μπορεί και απάντηση στην όποια εξουσιαστική αρχή. Έτσι  αυτά τα τραγούδια και ο ...τρόπος τους "τρύπησαν " τους τοίχους της φυλακής  και "περπάτησαν" παραέξω όπου κάποιοι ...ανυπόμονοι "εκτός" τα σεβάστηκαν, τα υιοθέτησαν, τα βελτίωσαν, τα μορφοποίησαν μελωδικά, τα εξέλιξαν, σύμφωνα με τον ντουζενάτο τρόπο και δημιούργησαν μουσικό ρεμπέτικο τρόπο ζηλευτό, που χρόνο με τον χρόνο πέρασε στο γύρω πλατύ υποβαθμισμένο κοινωνικά λαϊκό περίγυρο σαν τραγούδι παράπονου, διαμαρτυρίας, επισήμανσης της κοινωνικής αδικίας και ταξικής ανισορροπίας. Αλλά και σαν τραγούδια της ξενιτειάς, του αποχωρισμού, της προσμονής, της χαράς, της λύπης, της απόγνωσης, του πόθου και του έρωτα-του "νταλκά".

            Ενδεικτικά:

            "Παίξε γιαβάσικη πενιά 
            κι ένα γλυκό ντουζένι
            για να σ’ ακούσει μια ψυχή
            που σε καταλαβαίνει...".

(Απόσπασμα από το Τραγούδι του Απόστολου Χατζηχρήστου: "Χατζηχρήστος" ή "Ηρθαμε να γλεντήσωμε".

Ακριβώς αυτή την εποχή, δηλαδή γύρω στα 1850, αρχίζει να αναδεικνύεται το Αστικό Τραγούδι, αφού για τον κάτοικο των μεγάλων αστικών κέντρων τα Δημοτικά έχουν μπει σχεδόν στην άκρη.
Και αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δηλαδή η παραπάνω θεώρηση, προκύπτει αποδεικτικά  σαν ιστορικά θεωρημένη πρωτεύουσα αιτία-αφορμή για τον προσεταιρισμό από πλευράς του ρεύματος του κουτσαβακισμού αυτών των λαϊκών ακουσμάτων, αφού μ’ αυτά ήταν συνυφασμένη η εθιμικότητά τους, μπορεί και η ίδια η ζωή τους.
Από την άλλη πλευρά οφείλει να επισημανθεί πως σε σχέση με την αντιμετώπιση του ρεύματος και των "συνηθειών "-μουσικών και  ...άλλων των κουτσαβάκηδων και της νοοτροπίας τους  από πλευράς της Αστικής Διοίκησης, η όλη διαδικασία των "δρώμενων" αποτελεί κάτι που, εν πολλοίς, τη "βόλευε" και ήταν συγκριτικά πρωτεύον σημείο αναφοράς κοινωνικού διαχωρισμού, στόχος, άλλοθι, για να κάνει τη ...δουλειά της.
Όσο για τα τραγούδια που περιέχουν "δόση" κουτσαβακισμού η μαγκιάς, παρά την "περιθωριακή" κατα τον αστισμό θεματολογία τους, σε πείσμα διάφορων, πολλά απ’ αυτά ως τις μέρες μας τραγουδιούνται.
Και κάτι τελευταίο: Το ότι κάποιος τραγουδά ή ευχαριστιέται ένα τραγούδι αυτού του είδους , δεν σημαίνει και καλά, ότι ταυτίζεται με τη θεματολογία του και κύρια, κατ’ ανάγκην  με το "ποιόν", τη "φάτσα", την ..πολιτεία ζωής του κάθε δημιουργού.
Υπάρχει άλλωστε γι’ αυτό μια παραδοχή: Οποιοδήποτε αποτέλεσμα, προϊόν τέχνης αν δεν το αποδέχεσαι, προσπέρασέ το, μην το...τιμάς και, προ παντός, μην το  απαξιώνεις...


Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: