TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Η Κόκκινη Φανέλλα

Η «Κόκκινη φανέλλα» & το «Κλειστό»
στο Νεχώρι Υπάτης
(του Γεωργίου Σκούρα)
Η «Κόκκινη Φανέλα» είναι ένα κατακόκκινο αμάνικο ολόσωμο (μάλλι­νο), πτυχωτό φόρεμα, που φτάνει ως τους αστραγάλους. Γίνεται από μάλλι­νο ύφασμα που υφαίνεται στον αργαλειό από την ίδια τη Νεχωρίτισσα. Το υφάδι και το στημόνι είναι γνεσμένο με τον ίδιο τρόπο στη ρόκα, ψιλό και κρουστό, πιο ψιλό το στημόνι και λίγο χοντρότερο το υφάδι. Μετά το ύφαμά του το ύφασμα βάφεται κόκκινο με φυτικές μπογιές, συνήθως από ριζάρι, και μετά ράβεται. Λέγεται Κόκκινη γιατί το χρώμα της, όπως είπαμε, είναι ολοκόκκινο και φανέλα γιατί έτσι λέγονται τα μάλλινα.
Η στολή αποτελείται από το πανωκόρμι και τη φούστα.
Το Πανωκόρμι γίνεται χωρίς μανίκια και μένει ανοιχτό μπροστά στο στήθος για να φαίνεται η κεντημένη τραχηλιά του ολόλευκου πλουμιστού πουκάμισου, που φοράει από μέσα και τα ολόλευκα μανίκια που κλείνουν στον καρπό του χεριού με κουμπάκι.
Η Φούστα ράβεται στο πανωκόρμι εσωτερικά. Είναι στενή στη μέση και φαρδιά κάτω, που φτάνει λίγους πόντους πάνω από το έδαφος, για να δια­κρίνονται τα μαύρα γοβάκια και λίγο από την άσπρη κεντημένη μάλλινη κάλτσα της.

Η φούστα δεν είναι μονοκόμματη. Αποτελείται από 6-7 κομμάτια υφά­σματος 40 εκατοστών πλάτους και μήκους ανάλογου με το μπόι της κοπέλας, από τη μέση ως τον αστράγαλο. Τα κομμάτια αυτά λέγονται μάνες. Η μια μάνα ράβεται δίπλα στην άλλη από το μέσα μέρος. Η μπροστινή μάνα ράβεται μονοκόμματη χωρίς πτυχώσεις. Οι πτυχώσεις γίνονται στις άλλες μά­νες, από τα πλάγια και προς τα πίσω. Φτάνουν δε τις 40 με 50 τέτοιες πτυ­χώσεις (δίπλες ή σούφρες) ή και περισσότερες. Κάθε σούφρα είναι όσο και το νύχι τού δείκτη του χεριού, περίπου 2 πόντους. Όλες οι πτυχώσεις αρμαθιάζονται με μια κλωστή, πιο πυκνά στο πάνω μέρος και αραιότερα όσο κα­τεβαίνουν. Όλες οι μάνες, όπως είναι ραμμένες η μια δίπλα στην άλλη ράβονται στο πανωκόρμι σφιχτά - σφιχτά για να δείχνουν μεσάτο το φουστά­νι. Αφού ραφτούν καλά, μουσκεύονται και πλακώνονται για να σιδερωθούν και να πάρουν τη φόρμα τους. Όταν στεγνώσουν βγαίνουν τα περισσότερα ράμματα από κάτω προς τα πάνω και μένουν μόνο λίγα κοντά στη μέση. Έ­τσι, οι πτυχώσεις ανοίγουν και δείχνουν τη μεγαλοπρέπεια του φουστανιού. Οι πτυχώσεις αυτές λέγονται λαγκιόλια όπως και στη φουστανέλα.
Στον ποδόγυρο, στο τέρμα του φουστανιού, ράβεται μια μαύρη λουρίδα από βελούδο, για να μην ξεφτάει το ύφασμα. Λίγο πιο πάνω, καμιά παλάμη, ράβεται μια άλλη λουρίδα κι αυτή από μαύρο βελούδο. Τούτο δίνει μια ξε­χωριστή χάρη στην όλη φορεσιά με το συνδυασμό κόκκινου και μαύρου χρώ­ματος. Με τις λεβέντικες κινήσεις της λυγερόκορμης κοπέλας, λικνίζονται τα λαγκιόλια και σχηματίζουν εξαίσιους κυματισμούς.
Μέσα από την κόκκινη φανέλα μπαίνει το ολόλευκο χασεδένιο πλουμι­στό πουκάμισο. Στην τραχηλιά μπροστά κουμπώνει με φιλντισένια κουμπιά και στολίζεται με διάφορα λευκά ή χρωματιστά κεντήματα. Πολλά όμως που­κάμισα δεν είχαν κεντίδια, γι' αυτό από πάνω από το στήθος τοποθετούσαν μια πρόσθετη κεντημένη τραχηλιά.
Πάνω στο στήθος φοριούνται χρυσά και ασημένια κοσμήματα, περιλαίμια, πόρπες, αρμάθες, φλουριά, αλυσίδες, γκιορδάνια, σταυροί, καδένες, καρ­φίτσες, κομποθηλιές και άλλα.
   Στο κεφάλι έδεναν όλες το μαντίλι, τη γάζα που λένε. Το μαντίλι ήταν μεταξωτό ή λεπτό βαμβακερό, σε καφετί χρώμα. Τοποθετούνταν τριγωνικά με τις άκρες περασμένες πίσω και από κάτω από τις κοτσίδες, οι οποίες αφή­νονταν να χύνονται στις πλάτες.
Οι κάλτσες ήταν πλεχτές μάλλινες από άσπρα νήματα με μικρά χρωμα­τιστά κεντήματα.
Τα παπούτσια τους ήταν μαύρα ή κόκκινα γοβάκια με λουράκι που κούμπωνε δίπλα. Παλιότερα φορούσαν τσαρούχια.
Εκείνο όμως που έδινε ξεχωριστή χάρη, ήταν η ποδιά. Η ποδιά ζωνό­ταν στη μέση και κρεμόταν μπροστά μέχρι τη βελούδινη λουρίδα. Ήταν πολύ ωραία μάλλινη μαύρη υφαντή και κεντημένη με πολύχρωμα σεράδια σε διάφορα βυζαντινά γεωμετρικά σχήματα, λουλούδια κλπ. Η επιτηδειότητα και η αξιάδα της κάθε κοπέλας φαίνονταν από την κεντημένη της ποδιά.
Αυτή συνοπτικά είναι η «Κόκκινη Φανέλα», η Νεχωρίτικη παραδοσιακή γυναικεία γιορταστική και νυφιάτικη φορεσιά.
Όμως η μεγαλοπρέπεια και η φαντασμαγορική εμφάνιση της «Κόκκινης Φανέλας» διακρινόταν κυρίως στο χορό που γινόταν στην πλατεία του χωριού κατά τα πανηγύρια. Εκεί έμπαιναν στο χορό 20, 30 -και περισσότερες κοπέλες, που σε συνδυασμό με τους λεβέντες φουστανελάδες και τους γερόντους με τα άσπρα μάλλινα παντελόνια, δημιουργούσαν ένα ανεπανάλη­πτο θέαμα. Η επιτυχία του πανηγυριού κρινόταν από το πόσες κόκκινες φα­νέλες έμπαιναν στο χορό. Αυτό μόνο στο Νεχώρι το συναντούσες παλιότερα και ως προπολεμικά, αλλά ακόμα και σήμερα, γιατί διατηρήθηκε αυτούσιο και διατηρείται ως τις μέρες μας. Είναι δε ζήτημα τιμής για όλους τους α­πανταχού Νεχωρίτες η διατήρηση και η διάσωση των παραδόσεων τους.
Στο Νεχώρι, στο πανηγύρι χορεύεται ένας ιδιόμορφος χορός που λέ­γεται «Κλειστό» και συνοδεύεται με ιδιόμελα κλειστά τραγούδια, που τραγουδιώνται μόνο με το στόμα και δεν συνοδεύονται από μουσικά όρ­γανα. Είναι ο δεύτερος λαογραφικός θησαυρός, μετά την «Κόκκινη Φανέλα», που διατηρήθηκε ανόθευτος κι αυτός στο Νεχώρι Υπάτης.
Το «Κλειστό» είναι ένας κυκλικός χορός με αργά βήματα. Όλοι οι χορευτές πιάνονται ο ένας κοντά σον άλλο σφιχτά μπράτσο με μπράτσο. Δημιουργούν έτσι ένα αδιαπέραστο κλειστό τείχος. Στο χορό πρώτοι είναι όλοι οι άντρες και ακολουθούν όλες οι γυναίκες μαζί. Από πολύ παλιά, το Κλειστό χορευόταν και χορεύεται ακόμα το απόγευμα, στην πλατεία, μέχρι το ηλιοβασίλεμα, στα πανηγύρια του Αϊ-Λια δυο μέρες και της Αγί­ας Παρασκευής. Χορευόταν επίσης παλιότερα και το Πάσχα τα απογέματα μετά την Αγάπη. Τώρα που οι Νεχωρίτες ξεχειμάζουν στα καμποχώρια, Λου­τρά Υπάτης, Λαδικού, Αμαλώτα, Ζηλευτό κλπ., εκεί στο προαύλιο της εκκλη­σίας χορεύουν το «Κλειστό» το απόγεμα του Πάσχα.
Στον «Κλειστό» χορό πιάνεται όλο το χωριό, άντρες, γυναίκες και παι­διά και όσοι ξένοι βρεθούν στο πανηγύρι. Από τον πολύ κόσμο ο χορός δη­μιουργεί κύκλο που κλείνει και ίσως γι' αυτό να λέγεται κλειστός. Όταν ο κόσμος είναι πολύς, δημιουργείται δεύτερος ή και τρίτος κύκλος. Να πώς μας τον αποθανάτισε το δημοτικό τραγούδι:

...Κάτω στον Άγιο Θόδωρο, στον Άγιο Κωσταντίνο. τρανός χορός κει γίνεται, τρανό το πανηγύρι,
πεντέξι δίπλες ο χορός και ξήντα τα τραπέζια...

Σύμφωνα με το σκοπό του τραγουδιού είναι και τα βήματα του χορού, ρυθμικά και μετρημένα. Πηγαίνουν τρία βήματα μπροστά και ακολουθούν τρία βήματα πίσω πιο μικρά από τα άλλα. Όλοι οι χορευτές ακολουθούν το ρυθμό του τραγουδιού. Λικνίζονται λεβέντικα, καμαρωτά, περήφανα με το κεφάλι ψηλά. Ο πρώτος χορευτής αλλάζει ταχτικά, για να χορέψουν όλοι οι άντρες μπροστά μέχρι το βασίλεμα. Κρατιέται από το μαντίλι που έχει ο δεύτερος χορευτής, ακολουθεί τα ίδια βήματα και το ρυθμό με τους άλλους κάνοντας διάφορα τσακίσματα, κολοκαθιές, πηδήματα και λικνίσματα χτυπών­τας με το ελεύθερο χέρι το τσαρούχι και στριφογυρίζει χωρίς να χάνει το ρυθμό και τα βήματα.
Στον «Κλειστό» χορό δεν υπάρχουν μουσικά όργανα. Αυτά θα παίξουν το βράδυ στα μαγαζιά διάφορα παραδοσιακά γνήσια δημοτικά τραγούδια, τσάμικα, συρτά, στα τρία, ηπειρώτικα κλπ. Τα τραγούδια που τραγουδιώνται με το στόμα σε ιδιόμελο αντιφωνικό σκοπό, εναρμονίζουν τις κινήσεις των ποδιών των χορευτών. Αρχίζουν πρώτα όλοι μαζί οι άντρες και τον ίδιο στίχο επαναλαμβάνουν όλες μαζί οι γυναίκες σε μια αντιφωνική μελωδία βροντε­ρή, απ' την οποία αντιβουίζουν τα βουνά κι αχολογάν τ' απέναντι ελάτια. Όταν τελειώνει ένα τραγούδι, αυτόματα αρχίζουν άλλο. Στο τραγούδι ένας, ο πιο καλός τραγουδιστής, δίνει τον τόνο και το σκοπό κάθε τραγουδιού ξε­χωριστά. Τα κλειστά τραγούδια κατά βάση έχουν τον ίδιο σκοπό και ρυθμό, όμως παρουσιάζουν μια μικρή διαφορά μεταξύ τους στο αρχίνημά τους και στον επαναλαμβανόμενο σκοπό και τη μελωδία τους.
Τα «κλειστά» τραγούδια είναι πάρα πολλά. Είναι δημοτικά τραγούδια, που έχουν καθιερωθεί να λέγονται και να τραγουδιώνται στον ειδικό αυτό σκοπό. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για γνωστά ρουμελιώτικα ή και πα­νελλήνια δημοτικά τραγούδια, που σε άλλες περιοχές τραγουδιώνται σε σκο­πούς τσάμικου, συρτού, στα τρία, της τάβλας κλπ. Στο Νεχώρι έχουν το δι­κό τους ρυθμό και σκοπό, γι' αυτό και τα λένε «Κλειστά».
Είναι τραγούδια κυρίως του ακριτικού κύκλου, ιστορικά, κλέφτικα, λα­τρευτικά, θρησκευτικά, της αγάπης, της ξενιτιάς και άλλα. Τραγούδια που διηγούνται τα κατορθώματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και πολεμιστών, που η ανάμνηση τους διατηρήθηκε ζωντανή μέχρι τις μέρες μας, γιατί, όπως φαίνεται, οι όχι και μακρινοί προγονοί μας, πρώτοι κάτοικοι του Νεχωριού, είχαν τις ρίζες τους από το Βυζάντιο. Να μερικά δείγματα τέτοιων τραγου­διών:

...Συντάς εβγήκε ο Βασιλιάς ν’ αλαφογυνηγήσει,
με τετρακόσιους άρχοντες κι εξήντα σταυροφόρους...

Και το άλλο σχετικό:

... Πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ’ Αλέξη τη γυναίκα
και του μικρού Φραγκόπουλου πήραν την αδερφή του...

Επίσης, ιστορικά και κλέφτικα του 1821:

...Τι έχουν οι κάμποι και βογγούν και τα βουνά και τρίζουν, Γιουσούφ Αράπης πολεμάει με δυο με τρεις χιλιάδες...

Και άλλο της αγάπης:

…Χελιδονάκι θα γενώ στα χείλη σου να κάτσω,
να κάθομαι να σε ρωτώ πως πιάνεται η αγάπη...

Και ένα σωρό άλλα τέτοια τραγούδια που οι Νεχωρίτες ξέρουν, τα τραγου­δάν και μαθαίνουν και τα παιδιά τους να τα τραγουδάν, όπως τους μαθαίνουν να χορεύουν τον «Κλειστό» χορό και να διατηρούν την παραδοσιακή τους γυναικεία φορεσιά, την «Κόκκινη Φανέλα», μαζί με όλες τις άλλες πατρο­παράδοτες συνήθειες τους, που απορρέουν από την αγνή κτηνοτροφική ζωή του χωριού τους.

Πηγή: «Φθιωτικά Χρονικά»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια: