TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Το Μοναστήρι Βράχας Ευρυτανίας



Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος στη Βράχα Ευρυτανίας

[Πηγή φωτο: http://www.thegreekz.com/forum/showthread]

«Αν δεν υπήρχε ο Θεός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε» (Βολταίρος)

Ο ιερός τόπος ποτέ δεν έχει «εκλεγεί» απ’ τον άνθρωπο, απλώς τον ανακαλύπτει. Δηλαδή ο ιερός τόπος του αποκαλύπτεται με κάποιο τρόπο. Ένας παραδοσιακός τρόπος «ανακάλυψης» είναι ο προσανατολισμός της τοποθεσίας. Σ’ όλες όμως τις περιπτώσεις ο ιερός τόπος έχει υποδειχθεί από «κάτι» διαφορετικό, από κάποιο σημάδι. Για το Μοναστήρι της Βράχας, εκτός απ’ τον προσανατολισμό, ποιό ήταν το «σημάδι»; Είναι ο Βράχος (Τσούκα). Η στειρότητα, η τραχύτητα, η διάρκεια της ύλης είναι για τη θρησκευτική συνείδηση μια ιεροφάνεια. Δυνατός, ευγενικός, τρομακτικός, μεγαλόπρεπος, αγέρωχος, «αμφίκρημνον όρος των Αγράφων», ο Βράχος υπάρχει: μένει πάντα ο ίδιος. Ο άνθρωπος προσκρούει πάνω του, πάνω στη θωριά του. Ο Βράχος αποκαλύπτει αυτό που ξεπερνάει το πρόσκαιρο της ανθρώπινης φύσης: έναν απόλυτο τρόπο ύπαρξης. Η σταθερότητα, οι διαστάσεις, το περίγραμμά του δεν είναι στα ανθρώπινα μέτρα: φανερώνουν μια Παρουσία που θαμπώνει κι εκμηδενίζει, που τρομοκρατεί και προστατεύει. Στο Βράχο ο άνθρωπος «βλέπει» μιαν Αλήθεια και μια Δύναμη που ανήκουν σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ τον φθαρτό δικό του. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε αν οι άνθρωποι λάτρεψαν ποτέ τις πέτρες σαν πέτρες: τις λάτρεψαν επειδή αντιπροσώπευαν «κάτι άλλο». Ο Βράχος δεν λατρεύτηκε. Αποκάλυψε την ιερή τοποθεσία του Μοναστηριού και χρησίμεψε ονομάζοντας το χωριό μας, τη Βράχα. Ο συναγωνισμός του Μοναστηριού και του Βράχου είναι όραμα της ανθρώπινης φαντασίας: η αντίθεση αποδείχνει την εσωτερική ταύτιση, την Ομοιότητα. Έτσι αποκαλύπτεται η δομή της κορυφαία συνεργασίας Πνεύματος και Ύλης στη Δημιουργία, στον Άνθρωπο. Η ουσιαστική ενότητα κι ο σωστός συνδυασμός τους είναι η Ομορφιά, η Αρμονία, η Θεότητα. Εν το Παν : το αδιάσπαστο του συνόλου δίνει την ιδιαιτερότητα στη μονάδα, στο Μοναστήρι. Γι αυτό αγωνιζόμαστε να σώσουμε το Μοναστήρι μας. Για να λυτρωθούμε απ’τα μικρά, για να φτάσουμε τα Μεγάλα. Κι επειδή οι Έλληνες είμαστε οι φωτοδότες του πολιτισμού στην Ευρώπη. Χρέος μας να διατηρήσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά, την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Κληρονομιά, για τις γενιές που θα 'ρθουν. Οι Βραχηνοί έχουμε το προνόμιο και το βάρος μιας τέτοιας τιμής. Ας φανούμε αντάξιοι του Μνημείου. 
(αντί για Πρόλογο. Από το βιβλίο: «Το Μοναστήρι της Βράχας» του Γιάννη Δ. Μάγκα )

ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Το πώς ήταν το Μοναστήρι μετά την ανακαίνιση, φαίνεται σε τοιχογραφία στη βορειοδυτική άκρη του εσωτερικού του ναού. Εικονίζονται ολόσωμοι ο ηγούμενος Δαμασκηνός και ο «κτήτωρ» Δημήτριος να βαστάζουν στα χέρια τους – σε προοπτικό σχέδιο – το μοναστηριακό συγκρότημα. Ο Δαμασκηνός απεικονίζεται με «πατερίτσα» την θεωρούμενη σαν προνόμιο των ηγουμένων σταυροπηγιακών μοναστηριών. Όλο το εσωτερικό του ναού είναι ιστορημένο, τοιχογραφημένο με σκηνές και πρόσωπα της «Παλαιάς και Καινής Διαθήκης», μορφές αγίων, οσίων και μαρτύρων. Κατάνυξη, έκσταση, μεταρσίωση, κάποιος φόβος και δέος πιάνει τον προσκυνητή-επισκέπτη μέσα στον κατάγραφο ναό με το ελάχιστο φως που μπαίνει από τα μικρά του παράθυρα. Τα πρώτα ονόματα των ηγουμένων 3ή 4 δεν είναι γνωστά. Αναφέρεται παρακάτω σε συντομία η ιστορία του Μοναστηριού. Χωρίζεται σε περιόδους ανάλογα με το ποιος ηγουμένευε στο Μοναστήρι.

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΛΟΓΑΔΟΣ, ο ηρωικός (1690-1730)
Είναι ο πρώτος γνωστός ηγούμενος που επονομάζεται και «φιλοσοφών». Με την γενική άνθηση της περιοχής 1535-1661 το Μοναστήρι παίζει το δικό του καθοδηγητικό ρόλο. Λειτουργεί εδώ σχολείο κοινών γραμμάτων και δεν αποκλείεται τότε να λειτούργησε και σχολείο Ανώτερο αφού ο ηγούμενος του είχε και ανώτερη μόρφωση. Δυο από τα κελιά του Μοναστηριού χρησίμευαν για αίθουσες διδασκαλίας. Το 1695 τ’ ασκέρια του Λυμπεράκη Γερακάρη προσπαθούν να κάψουν το Μοναστήρι. Τους χτύπησαν και τους απώθησαν οι κλεφταρματολοί του Μικρού Χορμόπουλου με καπετάνιο το Λίσκο και ο ηγούμενός του κι έτσι το Μοναστήρι γλυτώνει μισοκαμμένο. Εκεί σκοτώνεται ο Λίσκος και τον θάβουν στο Καστρί, το βράχο δίπλα στο Μοναστήρι. Από το 1700-1728 το Μοναστήρι πέφτει στην αφάνεια ίσως λόγω κάποιας επιδημίας.

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΣ (1731-1760)
Μια οικογένεια, προσκυνητές του Αγίου Τάφου, ο Γεώργιος Χατζηδήμος από την Αγ. Τριάδα, η γυναίκα του Αφέντω και ο γιος τους Δημήτριος, προσφέρουν τα έξοδα για την ανακαίνιση του Μοναστηριού. Το χτίρι θα πρέπει να υπήρχε και να έγιναν εσωτερικές εργασίες και πιθανόν κελιά γύρω από το Μοναστήρι. Στις 15 Αυγούστου 1758 τελειώνει η αγιογράφηση του Καθολικού. Σιγά- σιγά το Μοναστήρι οργανώνεται, χτίζονται γύρω του και άλλα κελιά, αποκτά πολυάριθμα κοπάδια από γιδοπρόβατα, έχει κτήματα ως 90 στρέμματα, γίνεται φωλιά, τροφοδότης και ορμητήριο των κλεφταρματολών. Το Μικρό Χορμόπουλο, ο Δίπλας, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Ράγκος, ο Λεπενιώτης κ.α. το έχουν μόνιμο λημέρι τους όποτε η ανάγκη το καλεί να περάσουν από αυτή την περιοχή. Παράλληλα το Μοναστήρι εξακολουθεί να είναι σχολείο Κοινών Γραμμάτων και «Ανώτερο Σχολείο». Διαθέτει μοναχούς με ανώτερη μόρφωση. Μαθαίνει γράμματα στα παιδιά των γύρω χωριών και μορφώνει παπάδες, αναγνώστες, δασκάλους και προκρίτους. Έχει ένα είδος σχολής γεωπονίας και διαδίδει στα χωριά της περιοχής τη μελισσοκομία και δενδροκομία.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ο Ελεήμονας (1761-1790)
Η προκοπή του Μοναστηριού συνεχίζεται. Στην απόμακρη αυτή γωνιά των Αγράφων, τότε που «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» το Μοναστήρι της Βράχας κρατά άσβεστη τη λαμπάδα της πίστης στο Θεό, στο Γένος και στη Λευτεριά». Γίνεται νοσοκομείο και θεραπευτήριο για τους λαβωμένους και για τους αρρώστους των γύρω χωριών. Είναι καταφύγιο για τους φτωχούς και πανδοχείο για τους οδοιπόρους. Είναι σκέπη για τους κατατρεγμένους και φροντίζει για την αποκατάστασή τους. Στα 1777 βρίσκεται εδώ ο Μέγας Ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Δωρόθεος Βουλησμάς. Με ορμητήριο το Μοναστήρι, όπου παραθερίζει, κηρύσσει και δυναμώνει την πίστη στα γύρω χωριά, νουθετεί και λύνει διαφορές, θυμίζει την καταγωγή και την ένδοξη Ελληνική Ιστορία στους κατατρεγμένους Χριστιανούς.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ Ο ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΣ (1791-1810)
Ο ηγούμενος αυτός πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο που αναφέρεται σαν ο «υιός του Ακρίβου εκ χώρας Βράχας» και που στις 28/11/1795 αφιερώνει στο Μοναστήρι ένα λινό επιτάφιο. Έχει ανώτερη μόρφωση και ασχολείται με την ποίηση. Έζησε στο πετσί του την αγριότητα των χρόνων εκείνων. Γιατί παρά την προκοπή του Μοναστηριού, που πετυχαίνεται με σκληρή κι ατελείωτη δουλειά, δεν σταματάνε ούτε στιγμή οι ξυλοδαρμοί, οι σκοτωμοί, τα ξεδοντιάσματα και το κρέμασμα των σκλάβων και των μοναχών από τον άπιστο και σκληρό κατακτητή και τις διάφορες ληστοσυμμορίες. Με την ανώτερη μόρφωση που έχει ο ηγούμενος Γρηγόριος πλαταίνουν οι δραστηριότητες του Μοναστηριού. Το καζάνι που λέγεται Ρωμιοσύνη βράζει. Η Επανάσταση δε θ’ αργήσει να ξεσπάσει. Στα 1797 «κακούργοι Αλβανισταί», καθώς αναφέρει ο Δεσπότης Αγράφων στο από 12/12/1797 συγγίλιο γράμμα του, αρπάζουν από την Εκκλησία της Κορίτσας του Κλειτσού Ευρυτανίας το κειμήλιο του Ευαγγελιστού Λουκά. Τότε, φαίνεται, έγινε και ολοκληρωτική λεηλασία του Μοναστηριού της Βράχας. Σχετικά η παράδοση αναφέρει:
«Ο Κατσαντώνης, μεγάλος και ξακουστός αρχικαπετάνιος στα χρόνια που ήταν ηγούμενος ο Γρηγόριος, είχε μόνιμο ορμητήριο και αποκούμπι του το Ιστορικό Μοναστήρι της Βράχας. Έτσι εξηγείται και η βρύση με τ’ όνομά του δίπλα στο Μοναστήρι αλλά και κάποιες κακογραμμένες «θύμησες» στα βιβλία του Μοναστηριού. Λημέριαζε γύρω στα 1797 στο Σταυρό (τοπωνύμιο) ή στη βρύση στον Έλυμπο (τοπωνύμιο) κι έστειλε μήνυμα στο φίλο του ηγούμενο να του στείλει ζαϊρέδες (τρόφιμα) και παρά (χρήματα) για να ξεπληρώσει κάποιο χρέος σε Δομιανίτες που τους πήρε κάτι σφάγια. Το Μοναστήρι είχε λεηλατηθεί και δεν είχε τίποτα για τον αρχικαπετάνιο. Με τα πολλά συρε- έλα ο Γρηγόριος πήρε μια τσίτσα ρακί και πήγε ν’ ανταμώσει το φίλο του. Κι όλοι οι θυμοί κι οι πίκρες πνίγηκαν μέσα στο ρακί.

ΙΩΣΗΦ «ΕΚ ΒΡΑΧΗΣ», ο ύστατος (1811-1841)
Το Μοναστήρι της Βράχας αυτή την εποχή βρίσκεται σ’ όλη την ακμή του. Γύρω από τον «διάχρυσο» Ναό υπάρχουν περί τα 15 κελιά (δεσποτικό, τραπεζαρία, ξενώνες, βιβλιοθήκη-γραφείο, αίθουσες διδασκαλίας και 8-10 κέλες με τους ανάλογους βοηθητικούς χώρους). Ακόμη έχει διώροφο κολληγόσπιτο και ένα καλύβι στο μετόχι στα Γάβρινα. Έχει περί τα 110 στρ. χωράφια, ένα νερόμυλο και μια νεροτριβή στις Κάμινες και αρκετά κοπάδια ζώα. Έχει ζυγάλετρα για δυο ζευγάρια. Μπορεί να περιποιηθεί για φαγητό γύρω στα 20 άτομα. Είναι το πρώτο του «ναχιγέ τέως Φανάρι». Το πανηγύρι του κρατά 4 μέρες. Τα πλήθη απ’ όλες τις περιοχές συνάζονται εδώ. Το 1817 μια ληστοσυμμορία ρημάζει το Μοναστήρι παίρνοντας όμηρο και τον ηγούμενο Ιωσήφ. Το ηγουμενοσυμβούλιο για την απελευθέρωσή του δανείστηκε τα λύτρα βάζοντας υποθήκη κάποια χωράφια. Μα, με τις μεγάλες ανάγκες που είχε το Μοναστήρι ύστερα, σε χρήματα και αγαθά, δεν μπόρεσε να βγάλει το χρέος και τα κτήματα έμειναν στους δανειστές.

ΤΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ ΤΟΥ Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Ο λαμπρότερος και αγνότερος αγωνιστής της Επανάστασης από τα μεγαλύτερα στρατηγικά μυαλά της εποχής, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που για πολλά χρόνια κατείχε το αρματολίκι των Αγράφων, είχε στην περιοχή, το Ιστορικό Μοναστήρι της Βράχας μόνιμο κατάλυμά του. Μέχρι πρόσφατα, στο εσωτερικό, στη Δυτική πλευρά σώζονταν η υπογραφή του, μαζί με τις υπογραφές άλλων αγωνιστών που είχαν περάσει από το Μοναστήρι. Κάποιοι ανιστόρητοι το 1930 σκέπασαν τις υπογραφές με χρώματα. Εύκολο θα’ ναι όταν γίνει κάποια συντήρηση να ξαναβρεθούν και ν’ αποκαλυφθούν οι πολύτιμες αυτές ιστορικές μαρτυρίες. Για τη ζωή και τη δράση του Καραϊσκάκη η παράδοση αναφέρει χαρακτηριστικά γεγονότα: «Όταν λημέριαζε ο Καραϊσκάκης στο Μοναστήρι είχαν μια γαϊδούρα γαλάρια. Την άρμεγαν κι ο προφυματικός και στομαχικός καπετάνιος έπινε το γάλα της. Στο Μοναστήρι διέταξε να κρεμάσουν ανάποδα τον Σιάτση από τη Φουρνά, όταν του έκλεψε το ασημένιο τάσι του με το οποίο έπινε μόνο αυτός. Βέβαια, ο Σιάτσης παρ’ όλο το κρέμασμα μυαλό δεν έβαλε.

ΑΓΝΑΝΤΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ
Ο Μάης του 1453 τελειώνει. Σ ’όλη τη Ρωμιοσύνη δεν ακούς παρά θρήνους και οδυρμούς. Και το αίμα τρέχει στους δρόμους, φτηνότερο κι απ’ το νερό. Ο μοναχός Σωτήρ(ι)χος ξαναντύθηκε το ράσο του και με λίγη καλή τύχη γλύτωσε απ’ τον αφανισμό. Είχε παρακούσει την εντολή του ηγουμένου του, του πέταξε στα μούτρα το σταυρό και το κομποσκοίνι και σε τούτη την κοσμοχαλασιά, πήρε σπαθί κι ήρθε και στάθηκε δίπλα στην τραγική φιγούρα του Τελευταίου Αυτοκράτορα. Τώρα που όλα τέλειωσαν, παράξενος και αψίκορος όπως ήταν σ’ όλα του, άρπαξε από μιαν Εκκλησιά της Πόλης, τη Μεταμόρφωση, και πορεύτηκε μεσάνυχτα μακριά απ’ την Πόλη. «Χάθηκε η Πόλη», είπε, «να σώσουμε τουλάχιστον την πίστη». Δεν ξαναγύρισε στο γούμενό του. Μεσ’ απ’ την Τουρκιά τράβηξε δυτικά, δρασκελώντας τα βουνά σα μυθικός φτερωτός ήρωας. Τρέφονταν με καρπούς, που το καλοκαίρι η φύση έδινε άφθονους απ’ τα δέντρα και τα φυτά της. Διάβηκε Θράκη, Μακεδονία, κατηφόρισε Θεσσαλία κι ύστερα ανηφόρησε στ’ Άγραφα. Τέσσερις μήνες κράτησε η πορεία του μοναχού Σωτήρ(ι)χου. Κατάκοπος, φαρμακωμένος, ρακένδυτος, ξενηστικωμένος ήρθε και κούρνιασε στην τεράστια κουφάλα μιας καστανιάς, εκεί που’ ναι σήμερα το Ιστορικό Μοναστήρι της Βράχας των Αγράφων Ευρυτανίας. Απίθωσε εκεί την εικόνα της Μεταμόρφωσης και μάζεψε κάστανα, καρύδια και ξύλα, απ’ το λόγγο, για τον τραχύ χειμώνα π’ όλο κόντευε να έρθει. Την άλλη χρονιά ο Σωτήρ(ι)χος στέριωσε μιαν αχυροκαλύβα κι έσπειρε μια ποδαριά άνυδρο καλαμπόκι. Αργότερα έκαμε μια καλύβα από ξερολιθιά. Αυτή ήταν η εκκλησία του και σκήτη του. Και ξεκίνησε το δικό του έργο διδάσκοντας και στηρίζοντας την πίστη στη γύρω περιοχή. Στα γεράματα του ήρθε κοντά του κάποιος υποταχτικός. Ξάνοιξαν τα πρώτα μπαϊρια ο Σωτηρ(ι)χος πέθανε μα η σκήτη έζησε. Με τον καιρό η σκήτη έγινε ένα μικρό και ασήμαντο εκκλησάκι και ύστερα το εκκλησάκι κανονικό Μοναστήρι. Το Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στη Βράχα των Αγράφων. Αυτή τη διήγηση άκουσα για μια και μοναδική φορά από γέροντα της Βράχας, λίγο πριν πεθάνει. Ίδρυση του Μοναστηριού: «Η ίδρυσίς του είναι χρονολογίας αρχαιοτάτης, αλλά δεν θα ηδύνατό τις να την προσδιορίση».

(Όλα τα παραπάνω από το βιβλίο: «Το Μοναστήρι της Βράχας» του Γιάννη Δ. Μάγκα)

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: