TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Άγουρα νιάτα

Άγουρα νιάτα

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Πηγή φωτο: https://www.google.gr/search?q

Στη γειτονιά με τα στενά σοκάκια, τ’ ασβεστωμένα πεζούλια και τα βασιλικά στις αυλές μεγάλωναν και ονειρεύονταν τα παιδιά της Καστανιάς.

Τα παιγνίδια ξεκινούσαν απ’ το πρωί και τελείωναν το σούρουπο. Ο Πετρής ήταν μοναχογιός και η μάνα του όλο τον ορμήνευε να προσέχεις, να μην πέσεις, να μην χτυπήσεις, αλλά αυτός ούτε που τ’ άκουγε. Τρέχοντας έφευγε για να συναντήσει τα γειτονόπουλα και πλιότερο τη Χλόη. Η Χλόη ήταν το στερνοπούλι της οικογένειάς της, όμορφη και χαϊδεμένη. Οι δυο οικογένειες είχαν μια παλιά έχθρα, αλλά δεν έλεγαν τίποτα στα παιδιά τους, που έπαιζαν μαζί από μικρά.

Τα χρόνια πέρασαν μαζί και η ανεμελιά και τα παιγνίδια στο ποτάμι. Τα παιδιά σκόρπισαν σαν τα πουλιά, άλλα πήγαν για γράμματα, άλλα να μάθουν κάποια τέχνη κι άλλα έμειναν στις δουλειές του χωριού.

Τα κορίτσια μέστωσαν, σοβάρεψαν και λιγόστεψαν τα πήγαινε -  έλα.

Η Χλόη καλοχτενισμένη και με ένα αέρινο φουστανάκι περνούσε κάθε Κυριακή με τη μάνα της, να πάνε στην εκκλησία. Ο Πετρής την έβλεπε απ’ το παραθύρι και δεν πίστευε στα μάτια του, πώς άλλαξε τόσο μέσα σε δυο τρία χρόνια. Τότε γεννήθηκε μέσα του ο καημός για τη Χλόη κι ο πόθος άρχισε να φουντώνει μέρα με τη μέρα. Άρχισε να του γίνεται καθημερινή σκέψη κι όλο έφερνε την εικόνα της μπροστά του.

Τότε άρχισε να τα θυμάται όλο όσα ζήσανε μαζί σαν παιδιά, πώς την βοηθούσε να περάσει το ποτάμι και πώς ν’ ανέβει στο μεγάλο πλατάνι. Σε κείνο το πλατάνι είχε χαράξει με το σουγιά του δυο γράμματα Χ + Π, ίσως προφητικά.

Θυμήθηκε που της μάζευε σπάνια λουλουδάκια στα βράχια, για να στολίσει το καλαθάκι της, για το τραγούδι του Λαζάρου. Κι όταν τους έπιασε μια ξαφνική ανοιξιάτικη μπόρα, που έβγαλε το σακάκι του και της σκέπασε απαλά τους ώμους και κείνη του χαμογέλασε.

Με τη φρεσκάδα και τη δροσιά που έχουν τα νιάτα έβγαινε η Χλόη με τις φιλενάδες της κάθε Κυριακή στο σεργιάνι. Κι άλλοτε πηγαινοέρχονταν παιζογελώντας στη βρύση του χωριού. Με το σκέρτσο και το νάζι της τρέλαινε όλα τα παιδιά της Καστανιάς.

 Ο Πετρής την έβλεπε συλλογισμένος και μονολογούσε:

«Πού πας αγγελικό κορμί, βέργα καμαρωμένη».

Από τότε άρχισε να χάνει τον ύπνο του, δεν έτρωγε, θύμωνε με το παραμικρό κι όλα του φταίγανε.

-    Τι έχεις παιδάκι μ’, γιατί σεκλετίζεσαι, τον ρώτησε η γιαγιά του.

-    Άσε με ρε γιαγιά δεν μπορείς να με βοηθήσεις.

-    Κουρίτσι είναι στη μέση;

Ο Πετρής κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

-    Εμ, αγάπη δίχως πείσματα, δεν έχει νοστιμάδα!

Ύστερα πήρε τη ρόκα της κι έφυγε μουρμουρίζοντας. «Αλίμονο στο νιο που δεν έκλαψε και στο γέρο που δε γελάει…»

Ο Πετρής άρχισε να καταστρώνει τα σχέδιά του, πού θα παραφυλάξει και πώς θα της μιλήσει. Όλα όμως του φαίνονταν δύσκολα, πώς να τολμήσει να κάνει τέτοια βήματα σ’ άγνωστα μονοπάτια.

Ύστερα θυμήθηκε το τραγούδι που έλεγε:

«Να τη φιλήσω αντρέπουμαι, να της το πω ντεριώμαι,

να την αφήσω αφίλητη, ταχιά γελάει με μένα…»

Τότε του γεννήθηκε μια καλή ιδέα. Θα της το πω τραγουδιστά, είπε. Κάθε πρωί χτενίζονταν καλά -  καλά, έκοβε κι ένα κλωνί βασιλικό και περνούσε απ’ το σοκάκι της, κάτω απ’ τα παραθύρια της σφυρίζοντας και τραγουδώντας.

»Λουλουδάκι μου γαλάζιο, σε κοιτώ κι αναστενάζω…»

«Λεμονιά με τα λεμόνια, με τα δροσερά σου κλώνια,

ρίξε σκάλα να πατήσω, ν’ ανεβώ να σε φιλήσω…»

Μάταιος κόπος, πλήρης αποτυχία, στο βρόντο τά ‘λεγε!!! Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον πάρει χαμπάρι ο πατέρας της Χλόης και να τον βάλει στο μάτι.

Ο Πετρής όμως δεν το ‘βαζε εύκολα κάτω κι ένα απόγευμα που πήγαινε να πάρει νερό στη βρύση, την περίμενε αποφασισμένος.

-    Γεια σου Χλόη, της είπε και στάθηκε σαν άγαλμα μπροστά της, θαμπωμένος από τα κάλλη της, χάνοντας και τα λόγια του και το κουράγιο του.

-    Γεια σου Πετρή, είμαι βιαστική, μη με χασομεράς, του είπε και τον προσπέρασε.

Τον πίκρανε πολύ η στάση της, ένιωσε την απογοήτευση μιας απόρριψης, αλλά πάλι σκέφτηκε…

«Μονοτσεκουριά δεν πέφτει ο δέντρος…»

Ο Πετρής είχε μέρες να δει τη Χλόη κι από τυχαίες συζητήσεις έμαθε πως έφυγε και πήγε σε μια θεία της για μπάνια. Η απουσία της γέμισε κακές σκέψεις το μυαλό του κι ο πόνος έγινε αβάσταχτος.

Έπαιρνε το Γρίβα, το άλογό του και γκιζέραγε άσκοπα στις ρεματιές τραγουδώντας με παράπονο

«Μήλο μου κατακόκκινο, πες μου που μένεις βράδυ;

Πού μένεις, πού βραδιάζεσαι, πού νυχτοξημερώνεις…»

Μετά από τρεις βδομάδες είδε τη Χλόη στο μπαλκονάκι της, να ποτίζει τα λουλούδια της. Του φάνηκε αλλαγμένη, έκοψε τα μαλλιά της και ήταν πιο μαυρισμένη. Τα χειρότερα όμως ήρθαν την άλλη μέρα, όταν είδε το Νικολό να μιλάει μαζί της και να την γλυκοτηράει. Τον έζωσαν τα φίδια. Πώς να τον πολεμήσει αυτόν που ήταν και πλούσιος μ’ αμπέλια και χωράφια;

Ο Πετρής κιότεψε, πίστεψε πως θα τη χάσει για πάντα. Ρίχτηκε στη δουλειά για να ξεχνάει. Όλες οι σκέψεις του ήταν αδιέξοδες, φουρτουνιασμένη θάλασσα έγινε η ψυχή του. Ο Πετρής θύμωσε μαζί της και πολλές φορές σκέφτηκε να την αρνηθεί, αλλά πώς να το αντέξει κάτι τέτοιο η καρδούλα του.

Το μόνο καταφύγιο γι’ αυτόν ήταν η γιαγιά του, που της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Της ξομολογήθηκε το ντέρτι του και την ρώτησε τι να κάνει.

-    Αχ, γιόκα μ’, ακόμα δεν έμαθες πώς πιάνεται η αγάπη;

«Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
κι από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δε βγαίνει…»

-    Με φώτισες τώρα, της είπε και έφυγε νευριασμένος.

Μπορεί ο Πετρής να είχε τις μαύρες του, όμως η ξαδέρφη του η Λενιώ είχε χαρές, κίνησε η εβδομάδα του γάμου της. Την Πέμπτη το βράδυ που είχαν τα προζύμια, όλη η γειτονιά ήταν εκεί γλεντούσαν και χόρευαν μ’ ένα γραμμόφωνο. Η Χλόη που ήταν βλάμισσα, κερνούσε τους καλεσμένους.

Όταν ήρθε κι ο Πετρής, πήγε να τον κεράσει. Εκείνος έδωσε τις ευχές του στη Λενιώ και στο τέλος είπε:

-    Και στα δικά σου Χλόη!

-    Ευχαριστώ, του απάντησε, αλλά δεν βρέθηκε ακόμα ο γαμπρός Πετρή μου.

Ήταν αναπάντεχα φιλική μαζί του εκείνο το βράδυ κι αυτό του άρεσε, ήταν ένα καλό σημάδι, που του έδωσε ελπίδες.

Στο πανηγύρι της Αγιά-Παρασκευής άλλαζε η όψη και η διάθεση του χωριού. αρνιά ψήνονταν και το κρασί ήταν άφθονο σ’ όλα τα σπίτια. Έρχονταν και οι πανηγυριώτες από τα γύρω χωριά.

Τρεις μέρες λαλούσαν τα βιολιά και τα κλαρίνα μέχρι τα ξημερώματα. Αγόρια και κορίτσια με τα καλά τους έβγαιναν σ’ ένα ατέλειωτο σεργιάνι.

Τα σόια δήλωναν «σειρά χορού», έτσι ήταν οι άγραφοι νόμοι του χωριού. Τα κορίτσια έπρεπε να χορέψουν στο πανηγύρι, να φανούν όπως έλεγαν οι γιαγιάδες.

Όταν ήρθε η σειρά τους, χόρεψε και η Χλόη. Ο πατέρας της έριξε μια χούφτα λεφτά στα όργανα και περήφανος έπιασε το μαντίλι να την κρατήσει.

Η Χλόη μ’ ένα κατακόκκινο φουστάνι μπήκε με καμάρι πρώτη στο χορό, έβαλε το χέρι της στη λυγερή της μέση και χόρεψε σεμνά και με χάρη.

«Συ που πας ψηλά στη φτέρη, μένανε κοντοκαρτέρει.

Παίζοντας να πάμε οι δυο μας, μη μας δουν απ’ το χωριό μας

Κι αν μας δουν τα χελιδόνια, ‘γω θα σ’ αγαπώ αιώνια…»

Ο Πετρής την κοιτούσε από μια γωνιά μ’ ένα κρυφό καμάρι.

Πολύ αργότερα ήρθε και η σειρά να χορέψει το σόι του Πετρή. Ο Πετρής σωστό παλικαράκι, με τ’ άσπρο του πουκάμισο ήθελε να δείξει στη Χλόη πόσο λεβέντης και μερακλής ήταν. Παρήγγειλε ένα τραγούδι και κέρασε τα όργανα.

«Φόντας συστήθκει ρούσα μ’ ο ουρανός

και θεμελιώθκει η πλάση

τότε και ‘γω ρούσα μ’ σ’ αγάπησα

ν’ αξίνεις να σε πάρω.

Και ξόδιασα ρούσα μ’ στην πόρτα σου

εννιά λίμπρες ασήμι

και δεκαπέντε ρούσα μ’ μάλαμα

και τρεις μαργαριτάρι…»

Η Χλόη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του και σκέφτηκε αυτό που είπε ένας ποιητής.

«Όταν χορεύεις, γράφεις στη γη, αυτά που θέλει να πει η ψυχή σου».

Το σεργιάνι συνεχίζονταν, η νύχτα ήταν σύμμαχος της νιότης. Αυτή η βραδιά έμελε να σημαδέψει για πάντα τον Πετρή. Είδε τη Χλόη νά ‘ρχεται από πέρα με τις φιλενάδες της χαρούμενη και γελαστή. Ξέκοψε απ’ την παρέα της, τον πλησίασε, στάθηκε μπροστά του, χαμογέλασε και του είπε:

-    Όμορφος είσαι Πετρή και καλοκαμωμένος. Δεν σου έλεγα μέχρι τώρα το «ναι», για να σε δοκιμάσω. Κι αυτά που έκανα με το Νικολό ψεύτικα ήταν, για να ζηλέψεις τα ‘κανα. Ύστερα έπιασε το χέρι του και το ‘σφιξε.

Ξαφνικά λύθηκε η γλώσσα του Πετρή κι όμορφα λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα του. Τα λόγια έβγαιναν απ’ την καρδιά του και κυλούσαν σαν χάδι στο κορμί της Χλόης. Κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο περπάτησαν χέρι-χέρι μέχρι την άκρη του χωριού. Εκεί την έσφιξε στην αγκαλιά του, σαν να της έλεγε πως δεν πρόκειται ποτέ να σε πάρει κανείς από μένα.

Έκατσαν εκεί αγκαλιασμένοι για ώρα και οι όρκοι τους πήγαν ψηλά στ’ αστέρια.

Ας σταματούσε ο χρόνος εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή νυχτιά, ας τελείωνε η ζωή, δεν τους ένοιαζε πια, είχαν ο ένας τον άλλο.

Θα ξεχαστεί και η παλιά έχθρα, είπε η Χλόη κι έβαλαν τα γέλια._

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: