TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Ο κολίγος

Ο κολίγος

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Το πρωί του άρεσε να ξυπνάει νωρίς, να καλωσορίζει τον ήλιο, όπως έλεγε. Έψηνε τον καφέ του κι έβγαινε έξω στην αυλή, κοιτώντας πέρα τα ψηλά βουνά. Αμέτρητες φορές είχε δει τον ήλιο να ξεμυτίζει ανάμεσα στα βουνά, κάθε φορά όμως έμεινε αποσβολωμένος μπροστά στη μαγεία της φύσης. Κι όπως ήταν κι ερασιτέχνης ψάλτης άρχιζε να μουρμουρίζει… «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίηση δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα…»

Ένα παραπεταμένο στάχυ η ζωή του, που δεν το σύμμασε το χέρι του θεριστή κι έμεινε εκεί κατακαμπής βορά στα μυρμήγκια και τα πετεινά τ’ ουρανού. Κολίγος τέσσερα χρόνια στο τσιφλίκι του Μαραθέα. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του, τη Δρόσω, που έμοιαζε με δροσιά μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού. Θα ήταν τότε γύρω στα είκοσι χρονών, στο μάγουλο φορούσε το κοκκινάδι της παπαρούνας και το ξανθό καλοκαίρι στα μαλλιά της. Στη ματιά της είχε το γαλάζιο της θάλασσας και τη γλύκα του σταφυλιού στα χείλη της. Λουσμένη στις πηγές του Αχέροντα, μικρή αιωρούμενη ελπίδα σε φτωχική σαρμανίτσα.

Ύστερα ο Μαραθέας τον έστειλε να φυλάει ένα κοπάδι πρόβατα, απ’ τα πολλά που είχε.

Εκεί ήταν πιο ξεκούραστα και το σημαντικότερο ήταν ότι τους άφηνε να έχουν μέσα στο κοπάδι και δικά τους ζώα. Δεν το έκανε επειδή ήταν πονόψυχος, αλλά από την πονηριά του, για να προσέχουν καλύτερα το κοπάδι οι βοσκοί. Τ’ αγάπησε κι αυτός και η Δρόσω τα λιγοστά πρόβατά τους, αλλά ήρθε σε κάποια ανάγκη και τα πούλησε.

Από τότε η Δρόσω έπεσε να πεθάνει απ’ την στεναχώρια της, αλλά δεν έλεγε τίποτα στον άντρα της. Την πήγαινε σε γιατρούς, αλλά δεν της έβρισκαν τίποτα. Κι αυτή όλο και μαράζωνε, ώσπου κάποιος γιατρός τον ρώτησε:

-Μήπως πέρασε κάποια στεναχώρια;

-Όχι γιατρέ μου εκτός…

-Τι εκτός;

-Να είχαμε κάποια πρόβατα και τα πουλήσαμε από ανάγκη. Ξέρω ότι τα αγαπούσε πολύ και ίσως να στεναχωρήθηκε.

-Αυτό είναι, είπε με μια σιγουριά ο γιατρός. Να πας να της αγοράσεις πρόβατα.

Ρώτησε στα μέρη του, μήπως πουλάει κανείς, αλλά μάταια. Κάποιος όμως του είπε, πως πάνω προς την Κοζάνη και τα Γρεβενά, θα εύρισκε να αγοράσει.

Κίνησε λοιπόν για τα Γρεβενά, με το γαϊδουράκι του. Εκεί συνάντησε μεγάλα τσελιγκάτα με χίλια πρόβατα το κάθε κοπάδι, που τα είχαν χωριστά τα άσπρα και χωριστά τα μαύρα.

-Τι σόι θέλεις, τον ρώτησε ο τσέλιγκας, λάια ή φλώρα;

-Φλώρα θέλω, του απάντησε. Θέλω καμιά κατοστή.

-Τα μισά θα πάρεις, δεν δίνω λιγότερα.

Τι να κάνει στο τέλος συμφώνησε για το καλό της Δρόσως!

Έδωσε τότε την εντολή ο τσέλιγκας και πέντε έξι καβαλαραίοι μπιστικοί κλούρωσαν το κοπάδι και με φωνές, σφυρίγματα και ντουφεκιές, έμασαν τρακάδα τα πρόβατα. Τότε ένας απ’ αυτούς όρμησε με το άλογο στη μέση του κοπαδιού κόβοντάς το στα δύο, ενώ οι άλλοι παραμέρισαν… Λάκισαν τα πρόβατα τα μισά πήγαν από δω και τ’ άλλα από κει. Του λέει τότε ο τσέλιγκας διάλεγε ποια θέλεις! Αυτός κοίταζε πότε το ένα κοπάδι, πότε το άλλο, προσπαθώντας να μαντέψει ποια είναι περισσότερα. Μετά από σκέψη αποφάσισε κι έδειξε με την παλάμη του. Τ’ αράδιασαν, τα μέτρησαν ήταν πεντακόσια ένα. Ακριβώς στη μέση!

Τους πλήρωσε κι αυτοί του ευχήθηκαν με τη σειρά τους, καλή προκοπή να έχει! Όταν ξεκίνησε παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού, βλέπει στο τέλος του κοπαδιού ένα χλιμμένο πρόβατο, πήγαινε κουτσαίνοντας και με δυσκολία σβάρναγε το ποδάρι του. Λέει στον τσέλιγκα, αυτό εδώ δεν θα μπορέσει να περπατήσει ως τα μέρη μου, δεν το κρατάς εδώ;

-Άμα δεν πάρεις αυτό , είναι σαν να μη πήρες τίποτα!

Δεν έπρεπε ν’ αφήσει πίσω «μαγιά», αν ήθελε να προκόψουν τα ζωντανά που αγόρασε, έτσι το ξέταζαν.

Έτσι έγινε καλά η Δρόσω και βρήκε πάλι το χαμόγελό της. Για κείνους τους ανθρώπους η αγάπη για τα ζώα, τη φύση και τον άνθρωπο ήταν κανόνας ζωής. Ο καθένας ένιωθε κομμάτι

αυτού του κόσμου…

Βυθισμένος στις σκέψεις και στους αναστοχασμούς του, δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.

Τον διέκοψε η φωνή του γείτονα, που τον καλημέρισε και του πρότεινε να πάνε στον καφενέ του χωριού για καμιά κολτσίνα.

-Τράβα εσύ Γιώργη, θα ‘ρθώ και ‘γω σε λίγο.

Στο καφενείο, ο μπαρμπα-Μήτσος, είχε κρεμάσει πάνω από την πόρτα, μια καινούργια φρεσκοβαμμένη επιγραφή, που έγραφε με κεφαλαία γράμματα «ΚΑΦΕ-ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ» κι από κάτω με καλλιτεχνικά γράμματα «Εδώδιμα- Αποικιακά». Πέντε έξι θαμώνες πάσχιζαν να εξηγήσουν τι να ‘ναι τα εδώδιμα, τι να ‘ναι τα αποικιακά, λέγοντας ο καθένας το μακρύ και το κοντό του κι άκρη δεν έβγαζαν!

Πέρασε κι αυτή η μέρα, όπως τόσες και τόσες ολόιδιες… Αμπάρωσε τα ορνίθια, τάισε τον φύλακα του σπιτιού, τον Παρδάλη και μπήκε στο φτωχικό του να φέξει το λυχνάρι και χοχλάσει λίγες χυλοπίτες.

Απ’ το μικρό παραθυράκι φάνηκε το φεγγάρι, που σκάρισε στον ουρανό. Ακόμα και το φεγγάρι μισό βγήκε απόψε, μουρμούρισε!

Κάπως έτσι κύλησε και η ζωή, χωρίς να προλάβει να πραγματώσει τα όνειρά του, τον πρόλαβαν οι πόλεμοι, η πείνα κι οι παλιοκαταστάσεις. Κοίταξε για λίγο τα ροζιασμένα χέρια του και μια λύπη ανάβλυσε μαζί μ’ έναν αναστεναγμό, απ’ τα βάθη της ψυχής του.

Και τώρα που τελειώνουν οι κόκκοι της άμμου στην κλεψύδρα αναρωτιέται τι έμεινε, τι θ’ απομείνει; Στην ψυχή του καλά κρυμμένες οι λαβωματιές, όμως η ευαισθησία και το τραγούδι της νιότης ποτέ δεν χάθηκαν, πάντα τον ακολουθούν!

Αύριο θα ξυπνήσει πάλι νωρίς, να κοιτάζει πέρα στην ανατολή προσμένοντας να χαράξει…

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: